Στο «Down Town» Κύπρου παραχώρησε συνέντευξη ο Νίκος Μουτσινάς, ο οποίος, χωρίς να διστάζει μίλησε με απόλυτη ειλικρίνεια για όλους και για όλα!
Να σου απαντήσω καλύτερα τι θα ήθελα να μου έρχεται στο μυαλό: Η διαφορετικότητα θα ‘θελα να είναι όπως ένα σπίτι έχει τρίγωνη σκεπή και το άλλο τετράγωνη ή όπως το αυτοκίνητο αυτό είναι κόκκινο και το άλλο μπλε. Στο ανθρώπινο κομμάτι, τη διαφορετικότητα μπορώ να την ακούσω -οριακά- για τα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Μπορώ να καταλάβω, δηλαδή, ότι μία κοπέλα έχει ξανθό μαλλί κι η άλλη μαύρο, και να λέω «αυτές είναι διαφορετικές».
Ουσιαστικά, όμως, δεν είναι καθόλου διαφορετικές. Γιατί, στην ουσία μας, είμαστε όλοι ακριβώς το ίδιο – ανήκουμε όλοι σε ένα είδος που λέγεται «άνθρωπος» και εκεί πρέπει να τελειώνει και η κουβέντα. Αν μπορέσει κάποιος να βρει λίγο χρόνο και το αναλύσει, είναι αστείο να μιλάει σήμερα για «διαφορετικότητα». Άλλωστε, αυτό που ζήσαμε όλοι με τον κορωνοϊό, είναι ένα περίτρανο παράδειγμα ότι κανείς δεν είναι διαφορετικός και κανέναν δεν ενδιαφέρει τι είσαι: Ευτραφής, αδύνατος, γkέι, straight, ηλικιωμένος ή νέος. Αυτό σημαίνει πως το «σύστημα» μας αντιμετωπίζει όλους το ίδιο – αλλά, από μόνοι μας, θέλουμε να διαφέρουμε, με όποιο τρόπο.
Ποιο είναι το πιο ρατσιστικό σχόλιο που έχεις ακούσει ποτέ για σένα;
Διάφορα. «Φαλακρός», «που…ρα», «βλάκας», ηλίθιος», «χωρίς πατέρα». Για το τελευταίο μάλιστα είχα υποστεί bullying, επειδή οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι, κι αυτό τότε -τη δεκαετία του ’80- δεν ήταν σύνηθες. Ευτυχώς, αυτό έχει κάπως ξεπεραστεί, σε βαθμό που πλέον έχει «περάσει» ως κάτι το φυσικό – «εντάξει, δεν είναι και κάτι το ιδιαίτερο που οι γονείς σου χώρισαν». Πιο παλιά ήταν η «ζωντοχήρα», η δακτυλοδεικτούμενη. Τώρα, δεν υπάρχει ούτε αυτό. Και, προφανώς, αυτά σταματούν να συμβαίνουν όταν πολλαπλασιαστούν στον κόσμο και περνούν πια ως μία κανονικότητα.
Πώς αντιδρούσες, ως παιδί, σ’ αυτά τα σχόλια;
Η αλήθεια είναι πως με στενοχωρούσαν. Κι έχω στενοχωρηθεί πολύ για διάφορα, κατά καιρούς. Από τότε δε που ξεκίνησα και με την τηλεόραση έχω ακούσει κι άλλα σχόλια, μερικά από αυτά βαρβάτα – «ατάλαντος», «ποιος νομίζει ότι είναι;», «είναι ή δεν είναι γkέι;» κλπ. Και μετά έρχεται ο κάθε ένας και βγάζει επάνω σου τον «εμετό» του – ξερνάει προς τα έξω ό,τι είναι και μέσα. Και, ξέρεις, όταν κάποιος έχει ήδη τα δικά του «θέματα», είσαι πολύ εύκολος στόχος. Θες να το πάρεις από τα κιλά, θες από την κοινωνική τάξη, θες από την επιλογή συντρόφου; Κι έτσι, ο συγκεκριμένος άνθρωπος γίνεται η εύκολη «λεία». Αυτό, ευτυχώς, το συνειδητοποίησα ικανοποιητικά νωρίς – «Τι σε νοιάζει, ρε φίλε; Γιατί ασχολείσαι;». Το ζητούμενο είναι πώς διαμορφώνεται τελικά η όποια άποψη. Γιατί αυτό είναι το πρόβλημα. Γιατί ένα παιδί που δεν έχει παραπάνω κιλά, έχει την ελευθερία να κοροϊδεύει ένα άλλο που έχει; Πού σταματάει η ελευθερία σου και πού αρχίζει η ελευθερία του άλλου; Και, βρε παιδί μου, τι κερδίζεις τελικά κοροϊδεύοντας κάποιον άλλον; Όλο αυτό, λοιπόν, μας πηγαίνει πιο πίσω, στην οικογένεια.