Τη μνήμη των 353.000 θυμάτων της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, τιμάει σήμερα ο απανταχού Ελληνισμός, διεκδικώντας την καθολική αναγνώρισης του εγκλήματος της Τουρκίας.
Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αναφέρεται ευρέως στις σφαγές και τους εκτοπισμούς εναντίον Ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή του Πόντου που πραγματοποιήθηκαν από το κίνημα των Νεότουρκων και των εθνικιστών του Κεμάλ κατά την περίοδο 1914-1923. Τα γεγονότα αυτά κατέληξαν στην εξαφάνιση του ελληνικών κοινοτήτων από την περιοχή όπου διαβιούσαν επί τρεις χιλιετίες. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για αυτές τις πράξεις των Νεότουρκων ήταν η εκτόπιση, η εξάντληση από έκθεση σε κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα, οι πορείες θανάτου στην έρημο και συχνότατα οι εν ψυχρώ δολοφονίες ή εκτελέσεις.
Αποφράδα 19η Μαΐου 1919
Η Γενοκτονία, χωρίζεται κυρίως σε δύο φάσεις. Ξεκίνησε ουσιαστικά μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 – 1913 από τους Νεότουρκους, εντάθηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και κορυφώθηκε -πολύ πιο άγρια και απάνθρωπα- την περίοδο 1919 – 1923 υπό την καθοδήγηση του Μούσταφα Κεμάλ.
Σαν σήμερα στις 19/5/1919, ο Μουσταφά Κεμάλ -μετέπειτα Ατατούρκ- επιβιβάστηκε στην Κερασούντα, θέτοντας σ’ εφαρμογή τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας, που είχαν ξεκινήσει μετά το 1914 οι Νεότουρκοι, ακολουθώντας το ίδιο σχέδιο εξόντωσης που υλοποίησαν νωρίτερα αφανίζοντας τους Αρμενίους.
Ένα μήνα αργότερα σε σύσκεψη στην Αμάσεια του Πόντου, ο Κεμάλ Μουσταφά και οι συνεργάτες του έθεσαν ως στόχο την οργάνωση ενός κινήματος με σκοπό όχι τη διατήρηση της πολυεθνικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που αποτελούσε πια παρελθόν, αλλά τη δημιουργία ενός νέου, τουρκικού εθνικού κράτους.
Ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ όρισε αντιπρόσωπό του στην περιοχή του Πόντου, τον αιμοσταγή Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος είχε απεριόριστο δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στον ελληνικό πληθυσμό. Ο Τοπάλ Οσμάν, θεωρείται ο μεγαλύτερος δήμιος των Ελλήνων του Πόντου με φρικτά εγκλήματα στο ενεργητικό του. Ο ίδιος φέρεται να είχε δηλώσει στον Μουσταφα Κεμάλ: «Mην ανησυχείτε καθόλου στρατηγέ μου. Όλους αυτούς τους Πόντιους Ρωμιούς θα τους περιποιηθώ έτσι, που θα πνιγούν όλοι τους μέσα στις σπηλιές, σαν τις γαϊδουρινές μέλισσες».
Με αναφορά του (28/11/1921) προς τον πρωθυπουργό της Γαλλίας Αριστίντ Μπριάν, ο Γάλλος Ύπατος Αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη Πελλέ, αναφέρεται και στα εγκλήματα του Τοπάλ Οσμάν και των ανδρών του. «Οι Τούρκοι άρχισαν να καταπιέζουν τους χριστιανούς της Σαμψούντας και ιδίως τα ελληνικά χωριά της περιφέρειας. Οι αντάρτες και οι Τούρκοι χωρικοί, όλοι εξοπλισμένοι μέχρι τα δόντια, όργανα της κυβέρνησης από πολύ καιρό, άρχισαν αν λεηλατούν και να καταπιέζουν τους χριστιανούς της Σαμψούντας και ιδίως αυτούς των χωριών. Οι πιο πολλοί από τους χωρικούς σφάχτηκαν άγρια. Η κατάσταση γινόταν όλο και πιο σκοτεινή. Οι ένοπλοι αντάρτες του Τοπάλ Οσμάν, διέπρατταν μέρα με τη μέρα δολοφονίες δυστυχισμένων χωρικών, όχι για τίποτε άλλο πάρα μόνο για να ικανοποιήσουν τα ζωώδη ένστικτά τους (…) Ωθούμενοι από τα άγρια ένστικτά τους οδηγούσαν τις Ελληνίδες γυναίκες και δεσποινίδες και τις βίαζαν».
Το κλίμα τρομοκρατίας, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι πυρπολήσεις χωριών, οι δολοφονίες, οι βιασμοί κατά του ελληνικού στοιχείου του Πόντου, οδήγησαν γρήγορα στα περιβόητα «έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας» που αφάνισαν στις κρεμάλες της Αμάσειας, όλη την ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού, σημάνοντας την αρχή του τέλους και την εκρίζωση χιλιάδων γηγενών Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες.
Οι διωγμοί και τα εγκλήματα των Τούρκων, οδήγησαν τους Έλληνες του Πόντου να πάρουν τα βουνά, οργανώνοντας ένοπλα αντάρτικα σώματα κατά του οργανωμένου εχθρού. Σήμερα θεωρείται βέβαιο, πως εάν δεν υπήρχε η ένοπλη αντίσταση -κυρίως στον Δυτικό Πόντο- ο αριθμός των θυμάτων θα ήταν ακόμη μεγαλύτερος.
Τις παραμονές του Α΄ Π.Π. οι Έλληνες στον Πόντο ανέρχονταν σε 700.000 άτομα. Έως το 1923, και την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, υπολογίζονται σε 353.000 τα θύματα εκείνου του εγκλήματος που θεωρείται η δεύτερη μεγάλη γενοκτονία του 20ου αιώνα, μετά από αυτή των Αρμενίων, την περίοδο του Α’ Π.Π, πάλι από στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με 1.5 εκ. νεκρούς.
Tο 1923, στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λωζάνης, πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, στην οποία περιλαμβάνονταν και οι χριστιανοί (ελληνόφωνοι ή μη) κάτοικοι του Πόντου, όπως και αυτοί της υπόλοιπης Μικράς Ασίας.
Κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994 και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο».
Το 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Η Ελλάδα διεξάγει από τότε μια εκστρατεία για τη διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας Ποντίων.
Πέρα από το ελληνικό κράτος ο διωγμός των Ποντίων αναγνωρίζεται επισήμως ως γενοκτονία από την Κύπρο, την Αρμενία, την Σουηδία, ορισμένες ομοσπονδιακές δημοκρατίες της Ρωσίας, εννέα πολιτείες των ΗΠΑ (Φλόριντα , Τζώρτζια, Μασαχουσέτη, Νιου Τζέρσεϊ, Νέα Υόρκη, Πενσυλβάνια, Νότια Καρολίνα, Ρόουντ Άιλαντ και από τις 11/9/2019 Καλιφόρνια , ενώ υπάρχει και μια γενική αναφορά -οιονεί αναγνώριση- σε γενοκτονία Ελλήνων και από την πολιτεία της Αλαμπάμα), τη βουλή της αυστραλιανών πολιτειών της Νότιας Αυστραλίας και της Νέας Νότιας Ουαλίας , την Αυστρία (ακολουθούμενη λίγες ημέρες αργότερα από το Δήμο της Βιέννης) και την Ολλανδία . Στο Καναδά οι πόλεις Οττάβα και Τορόντο έχουν αναγνωρίσει την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της Ποντιακής γενοκτονίας.
Ωστόσο η Ποντιακή γενοκτονία έχει οριστεί και αναγνωριστεί από τη Διεθνή Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (IAGS), ενώ έχει τύχει αναγνώρισης και από μερικές διεθνείς οργανώσεις και φορείς, όπως οι Ευρωπαίοι Δημοκράτες Φοιτητές. Τέλος ψηφίσματα της Γερουσίας των ΗΠΑ κάνουν αναφορά γενικά για γενοκτονία κατά Ελλήνων.