Η υπόθεση του Γιώργου Κοσκωτά είναι από τις κορυφαίες, που γνωρίσαμε στην χώρα μας, με εμπλοκή ακόμη και του πολιτικού προσωπικού στα υψηλότερα κλιμάκιά του, σε ένα ζήτημα που έφερε ακόμη και τον Ανδρέα Παπανδρέου στο δικαστήριο.
Ήταν, μάλιστα, στις 23 Νοεμβρίου του 1988, όταν ο τότε πρόεδρος του Ολυμπιακού και της Τράπεζας Κρήτης, Γιώργος Κοσκωτάς, συλλαμβάνεται από το FBI στις ΗΠΑ για χρέη προς το αμερικάνικο δημόσιο. Είναι τότε που αρχίζουν όλοι να μιλούν για το περιβόητο «Σκάνδαλο Κοσκωτά».
Η συγκλονιστική υπόθεση του σκανδάλου Κοσκωτά
«Τις πρώτες πρωινές ώρες σήμερα συνελήφθη από τις αμερικανικές αστυνομικές αρχές, σε ιδιωτικό αεροδρόμιο του Μπέντφορντ Μασαχουσέτης, ο φυγόδικος Γ. Κοσκωτάς. […] Στις 24.00 ώρα Ελλάδος (δηλαδή μεσάνυχτα) σήμερα περιήλθε στην πολιτική ηγεσία από αξιόπιστη πηγή, και συγκεκριμένα από τον υιό του πρωθυπουργού κ. Νίκο Παπανδρέου, η πληροφορία ότι ο Γ. Κοσκωτάς, επιβαίνων εις το αεροσκάφος Σαλιαρέλη, κατευθυνόταν από το Κίνγκστον της Τζαμάικα στο αεροδρόμιο του Μπέντφορντ, όπου θα προσγειωνόταν μετά από δυόμισι ώρες περίπου. […] Μέσα σε τριάντα με τριανταπέντε λεπτά είχαν ολοκληρωθεί οι παραπάνω τηλεφωνικές επαφές και την 1.25 έφθασε (ώρα λήψης) και πρόσθετο επίσημο τηλετυπικό σήμα στην INTERPOL Ουάσιγκτον, με αίτημα την άμεση σύλληψη του Γ. Κοσκωτά», αναφέρει η Καθημερινή δύο μέρες μετά τη σύλληψη.
Αυτό, που παραμένει το πρώτο μεγάλο σκάνδαλο διαφθοράς της μεταπολιτευτικής Ελλάδας της «Αλλαγής». Κυρίως όμως ήταν η πρώτη μεγάλη ένδειξη του πολιτικού σκηνικού της διαφθοράς που θα επικρατούσε τα επόμενα χρόνια καθώς και των σχέσεων διαπλοκής μεταξύ των τραπεζών, της κυβέρνησης και των ΜΜΕ στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Ο Ελληνοαμερικάνος Γιώργος Κοσκωτάς ξεκίνησε να δουλεύει στην Τράπεζα Κρήτης ως απλός υπάλληλος το 1979, και ενώ τον καταζητούσαν ήδη στην Αμερική για πλαστογραφία. Πέντε μόλις χρόνια αργότερα σε μια ιστορία που θυμίζει Χολιγουντιανό σενάριο, ο Κοσκωτάς είχε καταφέρει να αγοράσει την Τράπεζα Κρήτης και να δημιουργήσει έναν Κολοσσό των ΜΜΕ τη «Γραμμή» με έξι περιοδικά, τρεις εφημερίδες (ανάμεσα τους και η Καθημερινή καθώς και η Βραδυνή) κι έναν ραδιοσταθμό, ενώ το 1987 αγόρασε και τον Ολυμπιακό.
Από τον Οκτώβριο του 1987, τα ΜΜΕ που δεν του ανήκαν, άρχισαν σιγά-σιγά να αποκαλύπτουν τις «παρανομίες του Κοσκωτά. Πλαστογραφίες, παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος, φοροαποφυγή και πολλά άλλα. Ο Κοσκωτάς μέχρι τότε «έκοβε και έραβε» σε οικονομικό αλλά και πολιτικό επίπεδο, έχοντας στενές σχέσεις με πολλά πρωτοκλασάτα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Αυτή η σχέση, πολιτικής τραπεζικού συστήματος και ΜΜΕ, που επικεντρωνόταν σχεδόν αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ίσως ήταν και η αρχή του τέλους της «αυτοκρατορίας», του Γιώργου Κοσκωτά.
Τον Ιούλιο του 1988, ο εισαγγελέας διατάσσει τον έλεγχο της Τράπεζας Κρήτης, παρά την προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ, που πέρασε «φωτογραφική» τροπολογία, η οποία έδινε περιθώρια για ελιγμούς στον επιχειρηματία. Το σκάνδαλο έσκασε σαν βόμβα. Η εισαγγελική έρευνα αποκάλυψε υπεξαίρεση 33,5 δισ. δραχμών, με τα οποία ο Κοσκωτάς χρηματοδότησε τις επιχειρήσεις του, με ένα μεγάλο μερίδιο να πηγαίνει στον Ολυμπιακό και την πολύκροτη μεταγραφή του Λάγιος Ντέταρι. Το πολιτικό τοπίο δονείται, το «βρώμικο ‘89» κάνει την εμφάνισή του και πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, μαζί τους και ο Ανδρέας Παπανδρέου, παραπέμπονται σε δίκη.
Όταν ξεσπά το σκάνδαλο, ο Κοσκωτάς βρίσκεται ήδη εκτός χώρας, έχοντας καταφύγει στις ΗΠΑ από τα τέλη Οκτωβρίου. Η περιουσία του κατάσχεται και αποφασίζεται η εκποίηση της. Η ΠΑΕ Ολυμπιακός είναι ένα βήμα πριν από την χρεοκοπία, με τους φιλάθλους του Ολυμπιακού, να ματαιώνουν τελευταία στιγμή συλλαλητήριο υπέρ του, συμπαθούς στα μάτια τους, προέδρους της ομάδας.
Στις 11 Ιουλίου του 1988 ο ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Δημήτριος Τσεβάς, βασισμένος σε σειρά πρωτοσέλιδων της «Ελευθεροτυπίας» διέταξε προκαταρκτική εξέταση για τις αποδιδόμενες από τα δημοσιεύματα αξιόποινες πράξεις στον Κοσκωτά. Τα ευρήματα ήταν κόλαφος για τον Κοσκωτά. Αποκαλύφθηκε ότι είχε κάνει συνολική υπεξαίρεση από την Τράπεζα Κρήτης του ποσού των 33,5 δισεκατομμυρίων δραχμών! Ο Κοσκωτάς πούλησε εσπευσμένα την Τράπεζα Κρήτης στους εργολάβους Χρήστο Αρφάνη και Νίκο Χιώνη, την «Γραμμή Α.Ε.» στον εφοπλιστή Γιάννη Αλαφούζο και την ΠΑΕ Ολυμπιακός στον επιχειρηματία Αργύρη Σαλιαρέλη. Ο τελευταίος τον φυγάδευσε από την Ελλάδα με το ιδιωτικό του lear jet, στις 5 Νοεμβρίου του 1988, αρχικά για την Βραζιλία και στη συνέχεια για τις ΗΠΑ.
Στις 23 Νοεμβρίου του 1988, συνελήφθη στην Μασαχουσέτη και κρατήθηκε στις φυλακές του Σάλεμ, με το ελληνικό κράτος να ζητά την έκδοσή του στην χώρα. Αυτό θα γίνει 2,5 χρόνια αργότερα. Εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1991 και επέστρεψε αργότερα. Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε 25ετή κάθειρξη και αποφυλακίστηκε στις 16 Μαρτίου 2001, έχοντας εκτίσει τα 3/5 της ποινής του. Αμέσως μετά την σύλληψή του μάλιστα, κατηγόρησε σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Time», τον Ανδρέα Παπανδρέου αλλά και άλλα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Ο Παπανδρέου κατέθεσε μήνυση κατά του περιοδικού αλλά δεν απάντησε ποτέ στις κατηγορίες… Ο Γιώργος Κοσκωτάς, δεν επέστρεψε ποτέ τα χρήματα που υπεξαίρεσε καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχε νόμος για την επιστροφή στο Δημόσιο χρημάτων από υπεξαιρέσεις.
Σε συλλογικό επίπεδο η υπόθεση Κοσκωτά- θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει σαν μια προειδοποίηση για τη διαφθορά του ελληνικού πολιτικού συστήματος ή τις σχέσεις εξουσίας, media και τραπεζών. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο.H ελληνική κοινωνία όμως, απ’ ότι αποδείχτηκε, ήταν μάλλον ανέτοιμη για να το λάβει.
Ο Γιώργος Κοσκωτάς γεννήθηκε το 1954, στον Ασπρόπυργο. Η οικογένεια Κοσκωτά μετανάστευσε στην Νέα Υόρκη και εκεί ο Γιώργος Κοσκωτάς εργάστηκε στις επιχειρήσεις του πατέρα του Βασίλη, οι οποίες σχετίζονταν με την επισκευή και τον ελαιοχρωματισμό παλαιών κτιρίων και καθαρισμό τζαμιών. Ο νεαρός Γιώργος παρακολουθούσε μαθήματα οικονομικών και διοίκησης επιχειρήσεων στα πανεπιστήμια Fordham και Lehman College· αργότερα θα δηλώνει «διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών»… Και ό,τι δηλώσεις κατοχυρώνεται μέχρι να σε πάρουν χαμπάρι.
Γύρισε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1979 και ήρθε σε επαφή με τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο, τότε πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, που του πρότεινε να εργαστεί ως πλασιέ για το περιοδικό «Νομικό Βήμα». Ο Κοσκωτάς αρνήθηκε. Την ίδια χρονιά προσλήφθηκε ως προϊστάμενος του Τμήματος Εσωτερικού Ελέγχου και Συναλλάγματος της Διεύθυνσης Λογιστικού. Το ψευδές βιογραφικό, του άνοιξε τη «μεγάλη πόρτα»! Τρία χρόνια μετά ανέλαβε διευθυντής Λογιστηρίου, και το 1984 αγόρασε την Τράπεζα Κρήτης από τον εφοπλιστή Γιάννη Καρρά, με κεφάλαια άγνωστης (τότε) προέλευσης, αναλαμβάνοντας πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας. Αργότερα αποδείχτηκε ότι η Τράπεζα Κρήτης αγοράστηκε με κεφάλαια της ίδιας της Τράπεζας! (Στην τράπεζα Κρήτης υπήρχαν κυρίως καταθέσεις της Αρχιεπισκοπής. Περισσότερα από ένα δισ. ανήκαν στην Εκκλησία. Ο Κοσκωτάς έδωσε ένα δισ. στον Καρρά!).
Η αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου και ο Τσοβόλας
Από τα μέσα του 1988 η χώρα βρισκόταν στον αστερισμό του σκανδάλου Κοσκωτά, του νεαρού τραπεζίτη, που ήλθε από το πουθενά για να δημιουργήσει μια μικρή αυτοκρατορία στον τραπεζικό και εκδοτικό χώρο. Εναντίον του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για κατάχρηση δισεκατομμυρίων δραχμών (19 Οκτωβρίου 1988) και όλοι περίμεναν την έκδοσή του στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ, όπου είχε διαφύγει και συλληφθεί.
Τον χορό της κριτικής κατά της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ έσερνε ο συμπολιτευόμενος Τύπος (Ελευθεροτυπία, Έθνος, Τα Νέα, Το Βήμα), που έκανε λόγο ακόμη και για δωροδοκία του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου από τον Κοσκωτά («Πάμπερς»).
Βασικός στόχος της αντιπολίτευσης και του Τύπου ήταν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και Υπουργός Δικαιοσύνης, Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, που κατηγορείτο ότι εμπόδιζε τον έλεγχο της Τράπεζας Κρήτης. Αντιδράσεις υπήρξαν και στο κυβερνητικό στρατόπεδο, με κορυφαία στελέχη (Γ. Παπανδρέου, Κ. Σημίτης) να ζητούν δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα έγιναν οι εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989. Η ΝΔ, παρότι επικράτησε του ΠΑΣΟΚ με πέντε ποσοστιαίες μονάδες (44,25% έναντι 39,15%), δεν κατόρθωσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, λόγω του εκλογικού συστήματος, που είχε κόψει και ράψει στα μέτρα του το ΠΑΣΟΚ.
Μητσοτάκης, Φλωράκης και Κύρκος αποφάσισαν την 1η Ιουλίου 1989 τη δημιουργία μιας φιλελευθερο-κομμουνιστικής κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού, η οποία δημιούργησε αίσθηση και συζητήθηκε παγκοσμίως. Το νέο κυβερνητικό σχήμα υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη θα ήταν βραχύβιο και θα είχε διπλό στόχο: τη δρομολόγηση των διαδικασιών της κάθαρσης και την προετοιμασία αδιάβλητων εκλογών βάσει του ισχύοντος εκλογικού νόμου.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1989 η Βουλή αποφάσισε την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών. Ο τέως πρωθυπουργός κατηγορήθηκε για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας κατ’ εξακολούθηση στην παγίδευση και παραβίαση των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας. Μαζί του παραπέμφθηκαν ο πρώην αρχηγός της ΕΥΠ Κώστας Τσίμας και ο πρώην διοικητής του ΟΤΕ Θεοφάνης Τόμπρας.
Το «κυρίως πιάτο» των παραπομπών σερβιρίστηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1989, όταν η Βουλή αποφάσισε να παραπέμψει εκ νέου στο Ειδικό Δικαστήριο, για το σκάνδαλο Κοσκωτά αυτήν τη φορά, τον Ανδρέα Παπανδρέου μαζί τους υπουργούς της κυβέρνησής του Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα, Γεώργιο Πέτσο, Παναγιώτη Ρουμελιώτη και Δημήτρη Τσοβόλα, μία μέρα μετά τη δολοφονία από τη 17Ν του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Παύλου Μπακογιάννη.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου κατηγορήθηκε για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε απιστία και το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας για τη συμμετοχή του στο σκάνδαλο Κοσκωτά.
Υπερασπιζόμενος τον εαυτό του στη Βουλή, ο Ανδρέας Παπανδρέου αποδέχθηκε την πολιτική του ευθύνη για το σκάνδαλο Κοσκωτά, αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι έφερε ποινικές ευθύνες, χαρακτηρίζοντας τις παραπομπές ως πολιτική δίωξη, με στόχο την πολιτική εξόντωση του ιδίου και του ΠΑΣΟΚ.
Από τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης παραπέμφθηκε για παράβαση του άρθρου 2 του Ν.Δ. 802/71, επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης. Ο Δημήτρης Τσοβόλας παραπέμφθηκε για απιστία περί την υπηρεσία, ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας για παράβαση του άρθρου 2 του Ν.Δ. 802/71, επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης, για υπόθαλψη εγκληματία, για παθητική δωροδοκία και για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από ιδιοτέλεια, και ο Γεώργιος Πέτσος για απιστία περί την υπηρεσία και δωροληψία.
Στις 11 Μαρτίου 1991 άνοιξε η αυλαία για τη μεγάλη δίκη του σκανδάλου Κοσκωτά, χωρίς την παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος αρνήθηκε να συμμετάσχει στην ακροαματική διαδικασία, και του Παναγιώτη Ρουμελιώτη, που εκείνη την περίοδο ήταν ευρωβουλευτής και η Ευρωβουλή δε συναίνεσε στην άρση της ασυλίας του.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθισαν μόνον ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, ο Γεώργιος Πέτσος και ο Δημήτρης Τσοβόλας.
Το Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο), που συνεδρίασε στο κτίριο του Αρείου Πάγου, αποτελούνταν από 13 αρεοπαγίτες και προέδρους εφετών υπό την προεδρία του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλη Κόκκινου.
Ρόλο εισαγγελέα διαδραμάτισαν τρεις βουλευτές (Νίκος Κωνσταντόπουλος, Νίκος Κατσαρός και Κώστας Κωνσταντινίδης).
Η δίκη μπήκε σε κάθε σπίτι, καθώς μεταδόθηκε απευθείας από την ΕΡΤ και πρώτη φορά οι Έλληνες είδαν τους ανώτερους δικαστές με την επίσημη στολή τους (τήβεννο, καπελάκι και άσπρο γουνάκι για τον πρόεδρο).
Η πορεία της δίκης επιφύλασσε μια απροσδόκητη εξέλιξη, καθώς τον Απρίλιο του 1991 πέθανε, έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, ο οποίος κατά πολλούς ήταν ο άνθρωπος-κλειδί για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Η δίκη έχασε το ενδιαφέρον της, αφού οι μάρτυρες που κατέθεσαν κατά του Ανδρέα Παπανδρέου θεωρήθηκαν αναξιόπιστοι από το δικαστήριο, καθώς περιέπεσαν σε αντιφάσεις και δεν προσκόμισαν κάποιο στοιχείο ικανό για την καταδίκη του.
Υπέρ του πρώην πρωθυπουργού ήταν και οι καταθέσεις των μεγαλοεκδοτών, που τόνισαν τις πολιτικές του ευθύνες.
Άλλωστε, το πολιτικό κλίμα είχε αλλάξει, καθώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε ανοίξει μεγάλα μέτωπα με την κοινωνία και το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν και πάλι στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων.
Η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1992.
Με ψήφους 7 προς 6 ο Ανδρέας Παπανδρέου κηρύχθηκε αθώος, στον Δημήτρη Τσοβόλα επεβλήθη ποινή φυλάκισης δυόμισι ετών και τριετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, ενώ στον Γεώργιο Πέτσο επεβλήθη φυλάκιση 10 μηνών και διετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για μια απλή πολεοδομική παράβαση.
Η δίκη στο Ειδικό Δικαστήριο λειτούργησε υπέρ του ΠΑΣΟΚ. Ενίσχυσε τη συνοχή του, που είχε αρχίσει να κλονίζεται μετά την οκταετή παραμονή του στην εξουσία, και το επανέφερε θριαμβευτικά στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1993, βοηθούσης και της κρίσης ταυτότητας του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας με τη διαμάχη μητσοτακικών και καραμανλικών.
Το άλλο στρατόπεδο της «κάθαρσης», αφού δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει κέρδη από την κρίση στο ΠΑΣΟΚ, διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη (ΚΚΕ και ΣΥΝ).
Σε αυτό συνετέλεσε και η διάλυση του κομμουνιστικού στρατοπέδου και η κρίση ταυτότητας του χώρου.
Στις 15 Μαΐου 1992 με απόφαση της Βουλής ανεστάλη η δίωξη κατά του Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών.
Στη σχετική ψηφοφορία, από την οποία απουσίαζαν το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, 117 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της αναστολής, 24 κατά και 3 δήλωσαν «παρών».
Η αυλαία του «Βρόμικου ’89» ή της «Κάθαρσης» έπεσε και τυπικά στις 17 Ιανουαρίου 1994, όταν η Βουλή συναίνεσε στην άρση των εννόμων συνεπειών της καταδίκης του Νίκου Αθανασόπουλου για την υπόθεση του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού.
Νωρίτερα, και συγκεκριμένα στις 26 Νοεμβρίου 1993, η Βουλή με απόφασή της είχε συγκατατεθεί στην απονομή χάριτος και την άρση των έννομων συνεπειών της καταδίκης του Δημήτρη Τσοβόλα.
Ο φυγόδικος αδελφός Σταύρος Κοσκωτάς
Η φράση τέλος εποχής, ταιριάζει γάντι στην υπόθεση Κοσκωτά. Με τη συμπλήρωση των 25 χρόνων επήλθε η παραγραφή όλων των συνεπειών. Οχι, για τον Γιώργο Κοσκωτά ο οποίος συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε. Αλλά για τον αδελφό του Σταύρο, το δεξί του χέρι σε όλες τις επιχειρήσεις της εποχής εκείνης που δεν συνελήφθη ποτέ και οι φήμες τον ήθελαν να έχει κρυφτεί βαθιά στα δάση της Κολομβίας.
Ο Γιώργος Κοσκωτάς είναι ελεύθερος από το 2001 καθώς αποφυλακίστηκε έχοντας εκτίσει τα 3/5 της ποινής που του είχε επιβληθεί και εξέτισε στις φυλακές του Κορυδαλλού, στην ίδια πτέρυγα με τους απριλιανούς πραξικοπηματίες. Ζει σε ένα από τα σπίτια που είχε αποκτήσει της εποχή της παντοδυναμίας του στην Εκάλη και εργάζεται στις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις που έχει δημιουργήσει με κάποια από τα συνολικά πέντε παιδιά του.
Τόσο ο ίδιος, όσο και αυτά κρατούν χαμηλούς τόνους, δεν απασχολούν την επικαιρότητα και τα ΜΜΕ δεν ασχολούνται πλέον με αυτούς. Ο Γιώργος Κοσκωτάς αρνείται να μιλήσει ή να δώσει συνεντεύξεις και ο μόνος που μιλά για αυτόν είναι ο δικηγόρος και φίλος του Τάκης Μιχαλόλιας.
Ο τελευταίος ήταν αυτός που ουσιαστικά επιβεβαίωσε ότι ο Σταύρος Κοσκωτάς είναι πλέον ελεύθερος να επιστρέψει στην Ελλάδα, έχοντας στα χέρια του όλα τα σχετικά έγγραφα που πιστοποιούν ότι οι σε βάρος του κατηγορίες έχουν παραγραφεί και ότι δεν ισχύει κανένα από τα διεθνή εντάλματα σύλληψης που κατά καιρούς είχαν εκδοθεί εναντίον του.
Ο Σταύρος Κοσκωτάς κατηγορήθηκε ως συνεργός του αδελφού του, καθώς ήταν όχι μόνο το δεξί του χέρι σε όλες τις επιχειρήσεις, αλλά και αντιπρόεδρος στις παντοειδείς τραπεζικές, εκδοτικές και αθλητικές επιχειρήσεις του. Εναντίον του είχε εκδοθεί ένταλμα συλλήψεως το 1990 «για την αξιόποινη πράξη της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος εξακολουθητικής κακουργηματικής υπεξαιρέσεως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας από ιδιοτέλεια, κατ’ εξακολούθηση και από κοινού, σε βαθμό κακουργήματος, σε βάρος ελληνικής τράπεζας», κατά το χρονικό διάστημα από 25.07.1986 έως 30.10.1988.
Αυτό που δεν έχει γίνει γνωστό, είναι τι συμβαίνει με τις οφειλές του Γιώργου και του Σταύρου Κοσκωτά στο Ελληνικό Δημόσιο.
Σύμφωνα με τη λίστα των μεγαλοοφειλετών του δημοσίου που είχε δώσει στη δημοσιότητα το υπουργείο Οικονομικών τον Ιανουάριο του 2012, τα ονόματά τους συμπεριλαμβάνονταν μεταξύ των 4.152 φορολογούμενων που όφειλαν στο δημόσιο 14,87 δισ. Ευρώ. Ο καθένας τους εμφανιζόταν με χρέος 2,4 εκατομμυρίων ευρώ.