28η Οκτωβρίου: Σαν σήμερα 81 χρόνια πριν, η Ελλάδα μπήκε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – Το ΟΧΙ του τότε Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά στον Μουσολίνι, κήρυξε την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.
Η Ελλάδα είπε ΟΧΙ στην υποταγή, στέλνοντας το μήνυμα πως όταν παλεύει κανείς με την ψυχή του, όταν αγωνίζεται για την ελευθερία του, όσο μεγάλα και αν είναι τα εμπόδια, όσες θυσίες και αν απαιτηθούν, στο τέλος θα βγει νικητής.
Από τότε κάθε τέτοια ημέρα γιορτάζει την επέτειο εισόδου της στον πόλεμο του ’40, ενώ οι περισσότερες χώρες συνηθίζουν να γιορτάζουν την λήξη ενός πολέμου, και την έλευση της ειρήνης.
Η Ελλάδα υπερασπίστηκε την ανεξαρτησία της εναντίον των φασιστικών ιταλικών δυνάμεων και μετά την εισβολή των γερμανικών ναζιστικών δυνάμεων, την άνοιξη του 1941, οργανώνει ένα από τα μαζικότερα αντιστασιακά κινήματα στον κόσμο που οδήγησε στην απελευθέρωσή του, τον Οκτώβριο του 1944.
Το χρονικό
Λίγο μετά τις 3 τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου του 1940, η τότε Ιταλική Κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, δια του Ιταλού Πρέσβη στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος και το επέδωσε ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
Ο τότε Πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς απάντησε στον Μουσολίνι με ένα μεγαλοπρεπέστατο «ΟΧΙ», το οποίο αντανακλούσε και την θέληση του μεγαλύτερου μέρους του λαού, ήταν κάτι σαν λαϊκή απαίτηση.
Τα ακριβή λόγια του Μεταξά ήταν: «Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο», όμως οι εφημερίδες της εποχής δεν άργησαν να γράψουν για το περίφημο «ΟΧΙ» του Πρωθυπουργού στους Ιταλούς. Η κίνηση αυτή του Μεταξά σηματοδότησε την είσοδο της, ουδέτερης μέχρι τότε, χώρας μας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Μουσολίνι με 100. 000 στρατιώτες που είχε συγκεντρωμένους στην Αλβανία, πίστευε πως θα κατακτούσε την Ελλάδα με ευκολία. Ενώ όμως στην αρχή οι Έλληνες αποτραβήχτηκαν από τα σύνορα και οι Ιταλοί κατέλαβαν μικρές ελληνικές περιοχές, στις 14 Νοεμβρίου αρχίζει η αντεπίθεση και τα ελληνικά στρατεύματα γνωρίζουν μεγάλες επιτυχίες, όπως στη μάχη της Πίνδου, στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία, απελευθερώνοντας όλη σχεδόν την Βόρεια Ήπειρο: Άγιοι Σαράντα, Πόγραδετς, Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα. Μια επίθεση που έκαναν οι Ιταλοί την άνοιξη, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Οι Έλληνες πολεμούσαν σαν λιοντάρια.
Όταν ο Μουσολίνι αντιλήφθηκε πως δεν υπήρχε για το στρατό του σωτηρία, ζήτησε τη βοήθεια του συμμάχου του, Χίτλερ. Έτσι τον Απρίλιο του 1941 η ναζιστική Γερμανία επιτίθεται κατά της Ελλάδας. Και στη δεύτερη αυτή εισβολή οι Έλληνες απάντησαν και πάλι «ΟΧΙ», γράφοντας αυτή τη φορά την εποποιία των Οχυρών του Μεταξά κατά μήκος των συνόρων στη Μακεδονία. Οι Γερμανοί έσπασαν τις γραμμές άμυνας των Σέρβων, έφτασαν στην Αθήνα και τότε μόνο, περικυκλωμένοι και εντεταλμένοι από τη Διοίκηση του διαλυόμενου πλέον Ελληνικού Στρατού, οι μαχητές των οχυρών παραδόθηκαν (δεν κατακτήθηκαν στη μάχη) με ψηλά το κεφάλι. Έτσι άρχισαν τα μαύρα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής της Ελλάδας.
Για τέσσερα σχεδόν χρόνια οι Έλληνες υπέφεραν από την πείνα τις στερήσεις αλλά και από τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις. Πολύ σύντομα όμως οι Έλληνες ξαναβρήκαν τη δύναμη να επαναστατήσουν εναντίον του εισβολέα. Οργάνωσαν αντάρτικες ομάδες στα βουνά, τύπωναν παράνομες εφημερίδες ενώ πολλοί διέφυγαν στην Αίγυπτο όπου δημιουργήθηκε ένας νέος ελληνικός στρατός, που πολέμησε μαζί με τους άλλους συμμάχους μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Το «ΟΧΙ» είναι το μέγιστο κατόρθωμα της ενότητας και αποφασιστικότητας των Ελλήνων. Είναι σταθμός με βαθύ νόημα γιατί θα συμβολίζει αιώνια την πάλη του δίκαιου με το άδικο, την πάλη για την αρετή και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η 28η Οκτωβρίου θα παραμείνει πάντα μια ζωντανή δύναμη κι ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού έθνους.
Πότε ξεκίνησε να γιορτάζεται η 28η Οκτωβρίου
Το λεγόμενο «Έπος του Σαράντα», το οποίο ακολούθησε, και οι μεγάλες νίκες που ο ελληνικός στρατός κατήγαγε εις βάρος των Ιταλών, καθιερώθηκε να γιορτάζονται κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου, την ημέρα της επίδοσης του ιταλικού τελεσιγράφου και της άρνησης του Ιωάννη Μεταξά να συναινέσει.
Η επέτειος του «ΟΧΙ» γιορτάστηκε για πρώτη φορά στα χρόνια της Κατοχής. Στο κεντρικό κτίριο και στον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών πραγματοποιήθηκε ο πρώτος εορτασµός στις 28 Οκτωβρίου 1941. Γίνονταν ομιλίες από τους φοιτητές, ενώ μίλησε για την επέτειο την παραμονή και ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο οποίος αρνήθηκε να κάνει µάθηµα την ηµέρα της επετείου με αποτέλεσμα να απολυθεί από το Πανεπιστήμιο. Στην δεύτερη επέτειο (28/10/1942), ο εορτασμός έγινε στην Πλατεία Συντάγµατος με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΕΠΟΝ και ΠΕΑΝ.
Για πρώτη φορά η επέτειος γιορτάστηκε επίσημα στις 28 Οκτωβρίου 1944 με παρέλαση ενώπιον του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε, το 1952, η γιορτή της Αγίας Σκέπης από την 1η Οκτωβρίου να μεταφερθεί στις 28 Οκτωβρίου, με το αιτιολογικό ότι η Παναγία βοήθησε τον Ελληνικό Στρατό στον πόλεμο της Αλβανίας.
Η ημερομηνία αυτή καθιερώθηκε να εορτάζεται στην Ελλάδα και την Κύπρο κάθε χρόνο ως επίσημη εθνική εορτή και αργία. Επίσης, σε πολλές χώρες του κόσμου, ελληνικές κοινότητες γιορτάζουν την Επέτειο του «ΌΧΙ».
Κάθε χρόνο στη Θεσσαλονίκη, η επίσημη εορτή με κάθε λαμπρότητα, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και άλλων επισήμων, με μεγάλη στρατιωτική παρέλαση, η οποία συμπίπτει με τον εορτασμό της απελευθέρωσης της πόλης κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και τη μνήμη του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου. Στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις γίνονται μαθητικές παρελάσεις, ενώ δημόσια και ιδιωτικά κτίρια υψώνουν την ελληνική σημαία.
H συμβολή των Κυπρίων
Η απόφαση της Ελλάδας να αμυνθεί κατά των στρατευμάτων του Άξονα του Χιτλερο-Φασισμού την αυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940 στα ελληνοαλβανικά σύνορα προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στους Κυπρίους.
Ένα ρεύμα εθελοντισμού κατέκλυσε τις ψυχές τους και υπό την καθοδήγηση της Εθναρχούσας Εκκλησίας εκατοντάδες προσέτρεξαν για βοήθεια και προσφορά στο αγωνιζόμενο έθνος. «Εις ολόκληρον την Κύπρον επικρατεί αφάνταστος ενθουσιασμός αφ’ ης στιγμής ελήφθη η είδησις ότι η Ελλάς απεφάσισε να αμυνθεί δια των όπλων εις την Ιταλικήν επίθεσιν. Εις ολόκληρον την νήσον υψώθησαν Ελληνικαί σημαίαι… Κατά πυκνάς μάζας προσέρχονται ευσταλείς Κύπριοι ζητούντες ν’ αποσταλούν εις την Ελλάδα όπως υπηρετήσουν εις τας τάξεις του Ελληνικού στρατού», μετέδιδε ο ανταποκριτής του αγγλικού πρακτορείου ειδήσεων Reuters στη Λευκωσία το 1940. Οι πρώτοι Κύπριοι στρατιώτες έφτασαν στον Πειραιά στις αρχές του 1941.
Μέχρι και την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, υπολογίζεται ότι έφτασαν μέσω Αιγύπτου και Λιβύης πέραν των τεσσάρων χιλιάδων Κυπρίων του «Κυπριακού Συντάγματος». Όσοι από τους στρατιώτες δεν ήταν εξοπλισμένοι χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για τη διάνοιξη και επιδιόρθωση οδικών δικτύων και για την κατασκευή οχυρωμάτων στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία, καθώς και για τη μεταφορά εφοδίων και πυρομαχικών στις εμπόλεμες περιοχές.
Εκτός βέβαια από τους εθελοντές που μετέβησαν στην Ελλάδα από την Κύπρο, Κύπριοι μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας, από την πρώτη στιγμή παρουσιάστηκαν στην Αγγλική πρεσβεία και γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους να καταταγούν στον Ελληνικό στρατό. Τον Νοέμβριο του 1940 συστάθηκε στην Αθήνα ειδική Κυπριακή Επιτροπή για την αποστολή εθελοντών στον πόλεμο.
Έτσι άρχισε η ομαδική έγγραφή με τη μορφή υπογραφής της διαβεβαίωσης ότι: «επιθυμώ και θέλω να υπηρετήσω την πατρίδα μου Ελλάδα ως εθελοντής». Η μεγαλύτερη ομάδα εθελοντών συγκεντρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1940 στα γραφεία της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας κι αφού έδωσαν τον όρκο του Έλληνα στρατιώτη παρακολούθησαν τη βασική εκπαίδευση, ώστε να καταταγούν στο ελληνικό στράτευμα.
Στους εθελοντές αυτούς ο Μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος, ο οποίος ήταν εξόριστος στην Ελλάδα, σε αποχαιρετιστήριο μήνυμα ανέφερε: «…η Κύπρος πυκνώνουσα και σήμερον, όπως εις κάθε στιγμήν της ζωής του Έθνους τας ελληνικάς ηρωϊκάς φάλαγγας, δεν συνεχίζει απλώς την ελληνικήν παράδοσιν του «αμύνεσθαι περί Πάτρης», αλλ’ ακολουθεί τον δρόμον της αιωνίας αυτής προσηλώσεως προς την αθάνατον Μητέραν.
Προστάτης υμών είναι την στιγμήν ταύτην και ολόκληρος ο κυπριακός λαός ο οποίος εθελουσίως επιστρατευθείς κατά χιλιάδας πολλάς εν Κύπρω δια να αγωνισθή υπέρ των αιωνίων ιδανικών του Έθνους, αναμένει εναγωνίως την μεταφοράν αυτού εις Ελλάδαν.». Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για τους σαράντα, περίπου, Κύπριους φοιτητές, οι οποίοι έσπευσαν να βοηθήσουν τη δοκιμαζόμενη Ελλάδα. Γράφει χαρακτηριστικά ένας φοιτητής στον πατέρα του «…Έτσι κι εγώ μαζί με άλλους Κυπρίους φοιτητάς και επιστήμονας, κατετάχθημεν εθελονταί στον Ελληνικόν Στρατόν… και τώρα γυμναζόμαστε, για να μπορέσωμεν μετά δύο μήνες κι εμείς να προσφέρουμε κάτι στην αγαπημένην πατρίδα…».
Μεταξύ άλλων στον μακρύ κατάλογο των πεσόντων στα αιματόβρεκτα μέτωπα της τιμής σημαντικές υπήρξαν οι φυσιογνωμίες του Ροδίωνα και Μιλτιάδη Γεωργιάδη και Ανδρέα Δρουσιώτη εκ Λεμεσού και πολλών γυναικών που υπηρετούσαν ως ασυρματίστριες, νοσοκόμες, αποθηκάριοι, μαγείρισσες και όπου αλλού υπήρχε άμεση ανάγκη παροχής βοήθειας. Πολλοί Κύπριοι, οι όποιοι παρέμειναν στην Ελλάδα στη διάρκεια της Γερμανό-Ιταλικής κατοχής, συνεργάστηκαν με τοπικές αντιστασιακές οργανώσεις εναντίον του κατακτητή.
Η αμέριστη Κυπριακή συμπαράσταση προς την Ελλάδα εκδηλώθηκε και στον οικονομικό τομέα. Η επιτυχία των εράνων οι όποιοι άρχισαν με υποκινητή τον Τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού θρόνου Μητροπολίτη Πάφου Λεόντιο μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 και συνεχίστηκαν σ’ ολόκληρη την περίοδο της Γερμανικής κατοχής ήταν αδιαμφισβήτητη. Συγκεντρώθηκε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, εκατοντάδες κιβώτια με τρόφιμα και είδη ρουχισμού και πολλοί Κύπριοι πρόσφεραν πολύτιμα προσωπικά αντικείμενα. Στις 15/1/1941 ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών μετέδιδε: «Πληροφορούμεθα εκ Κύπρου ότι το ποσόν των εράνων… ανήλθε εις εβδομήντα χιλιάδες λίρες…».
Ο Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου, Μητροπολίτης Λεόντιος, συνέστησε επιτροπές εράνων και σε εγκύκλιό του στις 8/11/1940 ανέφερε τα εξής: «Προτρέπομεν υμάς… ίνα προσφέρητε. κυρίως με τους χρυσούς δακτυλίους αρραβώνας υμών και αργυρά κοσμήματα και αντικείμενα και χρυσά νομίσματα ή κωνσταντινάτα…». Αίσθηση προκάλεσαν η δωρεά τριών χιλιάδων λιρών από Κύπριο για αγορά αεροπλάνου καθώς και οι έρανοι που διεξήγαν καθηγητές και μαθητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου και άλλων σχολείων.
Από πρακτικά συνεδριάσεως του καθηγητικού συλλόγου του Παγκυπρίου Γυμνασίου μαθαίνουμε ότι: « Ο Καθηγητικός Σύλλογος του Παγκυπρίου Γυμνασίου συνελθών εις έκτακτον συνεδρίαν… δια τον Ιερόν Αγώνα της υπέρ της Ελευθερίας μαχομένης Ελλάδος… απεφάσισεν να δεχθεί χρηματικάς εισφοράς των μαθητών και μαθητριών… και προσφοράν των μαθητριών, προσφερομένων να πλέξωσιν αντρικά γάντια, φανέλες κ.τ.λ. …».
Αξιόλογο φιλανθρωπικό έργο επιτέλεσε και η «Εστία Κυπρίων» της Αθήνας, η οποία ιδρύθηκε και στελεχώθηκε από οικογένειες Κυπρίων που ζούσαν εκεί και πρόσφεραν καθημερινά γεύματα σ’ όσους είχαν ανάγκη την περίοδο της κατοχής. Τέλος, έξι χιλιάδες περίπου πρόσφυγες από την Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο στις αρχές του 1942 σε καταυλισμούς στο Ζύγι, τον Ξερό, το Μαυροβούνι και τη Σκουριώτισσα. Ένα πλήθος εθελοντών και μαρτυριών αποδεικνύουν την έμπρακτη υλική και πνευματική βοήθεια της Κύπρου στην Ελλάδα κατά της λαίλαπας του Ναζισμού και Φασισμού, παρόλο που και η ίδια η νήσος διένυε μία από τις δυσκολότερες περιόδους της Αγγλικής κατοχής.
(To κείμενο για την συμβολή των Κυπρίων δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Παράκληση. Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, τεῦχος 68).