Σήμερα (3/11) στην Μικρή Βίγλα της Νάξου γιορτάζει η μοναδική εν Ελλάδι εκκλησία αφιερωμένη στον Αγιο Ακεψιμά! Τι λέει ο μύθος με τα δώδεκα χρυσά γουρουνάκια;
Ποιος ήταν ο Άγιος Ακεψιμάς
Ο Άγιος Ακεψιμάς ήταν επίσκοπος, ο Ιωσήφ πρεσβύτερος και ο Αειθαλάς διάκονος. Και οι τρεις μαρτύρησαν για το Χριστό, όταν βασιλιάς της Περσίας ήταν ο Σαπώρ ο Β’ (περί το 330 μ.Χ.).
Ο Ακεψιμάς άφησε την τελευταία του πνοή, αφού χτυπήθηκε σκληρά με ακανθωτά ραβδιά από ροδιά. Ο Ιωσήφ – αφού διέσχισαν τις σάρκες του – υπέστη μαρτυρικό θάνατο δια λιθοβολισμού. Ο Αειθαλάς μαστιγώθηκε σκληρά και έπειτα τον κρέμασαν με το κεφάλι προς τα κάτω, μέχρι πού παρέδωσε και αυτός τη μακάρια ψυχή του.
Τι σχέση έχει τώρα με τη Νάξο; Πολύ απλά στην Μικρή Βίγλα υπάρχει ένας ναός που έχει κατασκευαστεί τον 6ο αιώνα και είναι αφιερωμένος στο όνομα του Αγίου Ακεψιμά… Και όπως είναι λογικό σήμερα, Παρασκευή 3 Νοεμβρίου στην ευρύτερη περιοχή της Μικρής Βίγλας όλοι γιορτάζουν.
Άλλωστε, το γεγονός ότι είναι η μοναδική εκκλησία στην Ελλάδα (!!!) που είναι στη μνήμη του Αγίου, καθιστά την όλη ημέρα ξεχωριστή και εορταστική… Και οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής απολαμβάνουν αυτή την μοναδική στιγμή…
Όμως, υπάρχει και μία ιστορία γύρω από την περιοχή και την εκκλησία καθότι οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής την γνωρίζουν ως «η περιοχή του Αη Ψιμά στον κάμπο».
Ο μύθος με τα 12 χρυσά γουρουνάκια
«Ο παππούς του Μανώλη Μαργαρίτη, ο γερο Τατελάκης, σκάβοντας κάποτε στο κτήμα του στην περιοχή του καταρράχτη, βρήκε ένα αγαλματίδιο. Το αγαλματίδιο ήταν μία πριγκίπισσα γεμάτη περιδέραια, αμύθητης αξίας.
Πήγε το αγαλματίδιο στη Χώρα και το έδειξε στον τότε γνωστό συλλέκτη αρχαίων Μιχελή, που του το πήρε για ένα σακί αλεύρι των 80 οκάδων, μη ξέροντας ο παππούς του Τατελάκη την πραγματική αξία του αγαλματίδιου».
«Στην περιοχή του Άη Ψιμά (Άγιος Ακέψιμας), προς τον κάμπο, λένε ότι υπάρχει μία χρυσή γουρούνα με δώδεκα χρυσά γουρουνάκια, κάπου θαμμένα στην περιοχή εκείνη, που πάνε πέρα δώθε μέσα στα σπλάχνα της γης, ‘στοιχειωμένα’, αλλά δεν μπορούν να τα ανακαλύψουν.
Η αξία τους είναι όσο να αγοράσεις επτά φορές την Νάξο ολόκληρη. Ένας Τριποδιώτης βρήκε ένα από τα γουρουνάκια εκεί που καλλιεργούσε το χωράφι του.
Το είχε μαζί του όταν συναντήθηκε με έναν απανοχωρίτη, που κατέβαινε από τα πάνω χωριά για τα κάτω με ένα γαϊδούρι φορτωμένο με γουρουνόπουλα σε κοφίνια. Του λέει ο Τριποδιώτης:
“Τι θα μου δώσεις να σου δώσω αυτό το αρχαίο”, “Ένα γουρούνι” του λέει τότε ο χωριανός. Έτσι έγινε αμέσως η ανταλλαγή. Ο απανοχωρίτης γνώριζε τη μεγάλη αξία του αρχαίου και δέχτηκε πρόθυμα».
«Έχει ακουστεί στις Τρίποδες πως ένα από τα σπίτια που ήταν στην άκρια του χωριού ήταν στοιχειωμένο και οι ιδιοκτήτες του το εγκατέλειψαν.
Μια φορά ήρθε ένας ξένος για δουλειές στις Τρίποδες. Όταν βράδιασε, χειμώνας καιρός, έψαχνε σπίτι για να κοιμηθεί. Ένας χωριανός του έδειξε το στοιχειωμένο σπίτι και έτσι πήγε να περάσει εκεί τη νύχτα του.
Άνοιξε την πόρτα, άναψε φωτιά στο τζάκι και ξάπλωσε να κοιμηθεί πάνω σε ένα παλιοσοφά, γιατί δεν φοβόταν τα στοιχειά που του έλεγε ο χωριανός πως είναι μέσα στο σπίτι. Τη νύχτα όμως, περασμένα μεσάνυχτα, ακούει στον ύπνο του μία δυνατή φωνή. Ξύπνησε αλλά νόμιζε πως παράκουσε. Σε λίγη ώρα ακούει κάποιον να φωνάζει: “Τι λες, να βγω ή να μη βγω”.
Τρόμαξε πολύ, πήγε να φύγει, αλλά έξω έβρεχε. Σηκώθηκε πάνω στο σοφά, άναψε ένα κερί που είχε μαζί του, πήρε ένα καλό μαχαίρι που είχε στο προσκέφαλό του και περίμενε πως κάτι θα φανεί. Σε λίγο ξανακούει: “Τι λες, να βγω ή να μη βγω”. “Έβγα λοιπόν να δη τι είσαι” του απάντησε αποφασισμένος.
Αμέσως σκίζεται μία πεζούλα που ήτανε κοντά στα θεμέλια και γέμισε το σπίτι φλουριά. Κατάλαβε πως ο θησαυρός ήταν στοιχειωμένος, γι΄αυτό φώναζε μέσα από την πεζούλα.
Πήρε θάρρος, χάραξε το δάχτυλό του με το μαχαίρι και έσταξε τρείς σταγόνες αίμα πάνω στο σωρό με τα φλουριά και μετά άρχισε να μαζεύει.
Γέμισε ένα σακούλι φλουριά και πρωί πρωί, χωρίς να τον πάρει κανένας χωριανός είδηση, έφυγε για την Χώρα. Όταν πήγε εκείνος που του έδειξε το σπίτι να δει αν είναι ακόμα ζωντανός, ήταν όλα άνω κάτω, η πεζούλα γκρεμισμένη και δύο τρία φλουριά σκορπισμένα στο πάτωμα».