Σοκαρισμένο είναι το Πανελλήνιο από την αποκάλυψη πως η εξαφάνιση του 58χρονου άνδρα στην Πιερία από τον Σεπτέμβριο του 2024 εξελίχθηκε σε δολοφονία από την ίδια του την σύντροφο!
Σε σοκ εξακολουθεί να βρίσκεται η τοπική κοινωνία της Λεπτοκαρυάς Πιερίας μετά την τραγική αποκάλυψη ότι ο 58χρονος Κώστας Σιαμήτρας τελικά δεν εξαφανίστηκε αλλά δολοφονήθηκε από την ίδια του τη σύντροφο.
Μετά από μήνες «θεάτρου» χθες Πέμπτη (6/2) η δράστιδα ομολόγησε την πράξη της και υπέδειξε στους αστυνομικούς το σημείο όπου είχε θάψει τη σορό του άτυχου άνδρα. Συγκεκριμένα τους οδήγησε σε ένα σημείο της αυλής του σπιτιού όπου βρέθηκαν οστά.
Με αφορφή το τραγικό αυτό περιστατικό, το Athensmagazine.gr σας παρουσιάζει 6 ακόμα δολοφονίες ανδρών από γυναίκες που σόκαραν την χώρα.
6 ανδροκτονίες που συγκλόνισαν το Πανελλήνιο
- Η δολοφονία του Δημήτρη Αθανασόπουλου
Ένα από τα εγκλήματα που συγκλόνισαν το πανελλήνιο ήταν η δολοφονία του Δημήτρη Αθανασόπουλου το 1931, στην περιοχή Χαροκόπου της Καλλιθέας, στην Αθήνα. Το γεγονός αυτό χαρακτηρίστηκε ως «έγκλημα του αιώνα», καθώς αποτέλεσε το πρώτο έγκλημα τέτοιου είδους για την εποχή. Υπεύθυνοι για τη δολοφονία ήταν η σύζυγός του, η πεθερά του και ο ξάδελφος της συζύγου του.
Ο φόνος διαπράχθηκε από τον Δημήτρη Μοσκιό, με την προτροπή της θείας του, που ήταν και πεθερά του θύματος, και με την ανοχή της γυναίκας του θύματος, της «ωραίας Σοφίας». Η υπόθεση αυτή περιλαμβάνει ενδιαφέροντα και σκοτεινά στοιχεία, όπως τον ανεκπλήρωτο έρωτα της πεθεράς για τον γαμπρό της, που με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκε σε μίσος, καθώς και το κρυφό πάθος του δολοφόνου για την ξαδέλφη του.
Στου Χαροκόπου βρισκόταν το σπίτι του Δημήτρη Αθανασόπουλου και της γυναίκας του Φούλας. Το ζευγάρι είχε τρία παιδιά και μαζί τους έμενε και η πεθερά του Αθανασόπουλου, Άρτεμις. Ο Αθανασόπουλος ήταν τριάντα έξι χρόνων, ένας αμετανόητος γυναικάς και η σύζυγος του στα 23 της χρόνια, με πολλούς θαυμαστές και δεν ανεχόταν τα «περίεργα γούστα» του άντρα της. Τον τελευταίο καιρό πριν την δολοφονία αρνούνταν να εκτελέσει τα συζυγικά της καθήκοντα ενώ ο Αθανασόπουλος δεν έμενε σπίτι του, γιατί οι σχέση του με την πεθερά του δεν πήγαινε καθόλου καλά και η γυναίκα του αρνούνταν να την διώξει από το σπίτι.
Κάθε δεκαπέντε μέρες περνούσε από το σπίτι του για να δει τα παιδιά του, άλλα και την γυναίκα του. Μπορεί να ήταν γυναικάς, αλλά δεν ήθελε να αφήνει την δική του ανικανοποίητη, επειδή την ποθούσε αλλά και από φόβο για να μην βρει άλλο άντρα. Τη νύχτα της 3ης προς 4ης Ιανουαρίου του 1931, ο Αθανασόπουλος μεθυσμένος γύρισε στο σπίτι του στου Χαροκόπου μετά από γλέντι με φίλους και γυναίκες. Η Φούλα τον δέχτηκε, αλλά δεν ήταν πρόθυμη να υποκύψει στις ορέξεις του. Έξαλλος που η γυναίκα του αρνούνταν να του προσφέρει ότι οι άλλες του το έδιναν απλόχερα την βίασε παρά φύσει! Εκείνη τρομαγμένη κατάφερε να του ξεφύγει και ζήτησε βοήθεια από την μάνα της. Η Άρτεμις, η μητέρα της Φούλας, ήταν 45 χρονών. Οι σχέσεις με τον γαμπρό της τον τελευταίο καιρό ήταν πολύ κακές και τα γεγονότα από εκείνο το βράδυ έκαναν το ποτήρι να ξεχειλίσει. Αποφάσισε να τον σκοτώσει…
Στο σπίτι φιλοξενούσαν εκείνο το διάστημα και τον ανιψιό της Άρτεμις. Ήταν ένας νεαρός γύρο στα 17 ο οποίος ήταν κρυφά ερωτευμένος με την ξαδέρφη του. Βλέποντας την κακοποιημένη δεν άντεξε και πήγε στον Αθανασόπουλο να του ζητήσει τον λόγο. Αυτός τον προσέβαλε άσχημα. Εξοργισμένος ο νεαρός αποφάσισε να τον σκοτώσει.
Συμπαράσταση σε αυτή την απόφαση πήρε και από την θεία του και την πεθερά του Αθανασόπουλου. Ο Αθανασόπουλος ήταν στο δωμάτιό του και κοιμόταν, ο νεαρός μπήκε πάλι μέσα και του ζήτησε τον λόγο, άλλα ο Αθανασόπουλος του μίλησε ξανά άσχημα και αυτός τον πυροβόλησε. Η σφαίρα τον βρήκε στον τράχηλο, άλλα δεν τον σκότωσε.
Ξαφνιασμένος προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά άλλος ένας πυροβολισμός τον βρήκε στον κρόταφο και έπεσε νεκρός κάτω γεμίζοντας το χαλί με αίματα. Η Φούλα άκουσε τον θόρυβο και πήγε να δει τι συμβαίνει, πρώτη της αντίδραση ήταν να βάλει τα κλάματα και να ζητήσει να φωνάξουν έναν αστυνομικό, άλλα η μητέρα της είπε ότι το έκαναν για εκείνη. Επειδή δεν σταματούσε τα κλάματα και τις φωνές την χτύπησε η μάνα της και την άφησε λιπόθυμη.
Μετά τον φόνο οι δράστες είχαν ένα πτώμα που δεν ήξεραν τι να το κάνουν. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να απαλλαγούν από αυτό. Κάποια στιγμή που έλειπαν τα παιδιά από το σπίτι αποφάσισαν να βάλουν φωτιά στο πτώμα, αλλά δημιουργήθηκε έντονος καπνός και μυρωδιά με αποτέλεσμα να φοβηθούν γιατί υπήρχε κίνδυνος να τους προδώσει στην γειτονιά.
Η φωτιά έσβησε από μόνη της και τότε πάλι η πεθερά του θύματος βρήκε την λύση. Πρότεινε να τεμαχίσουν το θύμα και να τον βάλουν μέσα σε τσουβάλια δένοντάς τα σφιχτά, όπως κι έγινε. Τώρα όμως έπρεπε να ξεφορτωθούν τα τσουβάλια. Για καλή τους τύχη εκείνη την ώρα πέρασε ένας γνωστός τους και θαυμαστής της Φούλας. Η μάνα της του αποκάλυψε την αλήθεια και του ζήτησε να τους βοηθήσει χρησιμοποιώντας την γοητεία της κόρης της. Αυτός παρά τις αρχικές του αντιρρήσεις δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην γοητεία της Φούλας και τελικά δέχτηκε. Μαζί με έναν ανιψιό του φόρτωσαν τους σάκους σε μια καρότσα ενός φίλου του, δίνοντάς του κι ένα σημαντικό ποσό προς αμοιβή, με την εντολή να το πετάξει μακριά στον ποταμό Κηφισό το βράδυ ώστε να μην γίνει αντιληπτός από κανέναν. Όμως η τύχη δεν ήταν με το μέρος τους. Εκεί που πετάχτηκαν οι σάκοι δεν υπήρχε μεγάλο βάθος με αποτέλεσμα να είναι ορατοί.
Την επόμενη μέρα, στις 6 Ιανουαρίου ημέρα των Φώτων, οι σάκοι έγιναν ορατοί από έναν διερχόμενο διαβάτη ο οποίος κάλεσε την αστυνομία. Η αστυνομία έφτασε έγκυρα στο σημείο και έμειναν άναυδοι, τόσο αυτοί όσο και οι περίοικοι, από το θέαμα που αντίκρισαν και την αγριότητα του εγκλήματος. Τις έρευνες τις ανέλαβε ο διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Αθηνών. Ήταν πολύ δύσκολο να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του πτώματος, αλλά μετά από έρευνες αυτό έγινε εφικτό. Στην αρχή έψαχνε στο φιλικό και επαγγελματικό του χώρο και συγκεκριμένα σε έναν φίλο γιατρό του θύματος, επειδή θεώρησε ότι ο τεμαχισμός έγινε από άνθρωπο που γνώριζε από ανατομία. Σύντομα έφτασαν όμως στους πραγματικούς ενόχους.
Σε αυτό βοήθησαν κάποιες μαρτυρίες που ανέφεραν ότι είδαν το θύμα να μπαίνει στο σπίτι του εκείνο το βράδυ, κάτι που η πεθερά του είχε αρνηθεί όπως και κάποια άλλα ευρήματα σπάγκου και χασαπόχαρτου που ταίριαζαν με αυτά που βρέθηκαν στους σάκους. Λίγο αργότερα βρήκαν και κηλίδες αίματος που οι δράστες είχαν ξεχάσει να καθαρίσουν. Όλα αυτά έκαναν τους δολοφόνους να ομολογήσουν. Η είδηση για το φονικό συγκλόνισε όλη την Ελλάδα. Μάλιστα ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας και ταξίδεψε σε όλων τον κόσμο. Την δίκη των κατηγορουμένων την παρακολούθησαν πολλοί ξένοι δημοσιογράφοι. Ακόμα και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Γενεύη ζήτησε να μάθει νέα για το στυγερό έγκλημα που συγκλόνισε την Ελλάδα. Ακόμα και η εκκλησία πήρε θέση και καταδίκασε τους φονιάδες με ποιμαντορική εγκύκλιο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου, που διαβάστηκε σε όλους τους ναούς.
- Το αποτρόπαιο έγκλημα στο χοιροστάσιο
«Στάχτη έπρεπε να γίνει, στάχτη τον έκανα», ομολόγησε η 26χρονη Κατερίνα Κοντού, αιφνιδιάζοντας τους αστυνομικούς που μέχρι εκείνη τη στιγμή συναντούσαν την κατηγορηματική της άρνηση κάθε φορά που την ρωτούσαν για την τύχη του συζύγου της.
Η νεαρή γυναίκα βρέθηκε στο επίκεντρο της έρευνας για τη δολοφονία του 37χρονου συζύγου της, Χρήστου, όταν το απόγευμα της 24ης Απριλίου 1979, στο χοιροστάσιο στην τοποθεσία «Βακαλόπουλος» στο Κάτω Χαρβάτι Παλλήνης, όπου δούλευε το ζευγάρι, οι αστυνομικοί ανακάλυψαν ένα μεγάλο κόκαλο μέσα στα λύματα. Το εύρημα, που έμοιαζε με ανθρώπινο μηριαίο οστό, πυροδότησε την αποκάλυψη της αλήθειας.
Η Κατερίνα Κοντού βρέθηκε, μέσα σε λίγες ημέρες, για δεύτερη φορά στο τμήμα ασφαλείας, όπου πέρασε ολόκληρη τη νύχτα επαναλαμβάνοντας στους αστυνομικούς που την ανέκριναν ότι ο σύζυγός της την εγκατέλειψε μαζί με τα τρία τους παιδιά πριν από περίπου ένα μήνα. Όπως ισχυρίστηκε, έφυγε με δύο άνδρες, τους οποίους περιέγραψε ως «αγριάνθρωπους και χασικλήδες».
Ωστόσο, τα αδέλφια του Χρήστου Κοντού ήταν εκείνα που κινητοποίησαν τις αρχές, επιμένοντας ότι κάτι κακό είχε συμβεί στον αδελφό τους. Η εξαφάνισή του ήταν ξαφνική και ανεξήγητη, χωρίς να αφήσει πίσω του το παραμικρό ίχνος. Παράλληλα, εξέφρασαν τη βαθιά τους πεποίθηση ότι η νεαρή σύζυγος γνώριζε περισσότερα από όσα έλεγε και κρατούσε κρυμμένο ένα καλά φυλαγμένο μυστικό. Μάλιστα, θύμισαν στις αρχές ότι πέντε χρόνια νωρίτερα η Κατερίνα είχε αποπειραθεί να σκοτώσει τον σύζυγό της, χτυπώντας τον με τσεκούρι, επειδή πίστευε ότι διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με μια συγγενή του. Τότε, είχε καταδικαστεί σε τριετή φυλάκιση με αναστολή, καθώς το δικαστήριο αναγνώρισε ότι βρισκόταν σε «πλήρη σύγχυση».
Αυτό το περιστατικό αποτέλεσε και τον λόγο που το 1976 η οικογένεια Κοντού εγκατέλειψε την Παλληκαριά Τρικάλων και μετακόμισε στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε στο χοιροστάσιο της Παλλήνης. Η αστυνομία είχε στη διάθεσή της ένα μοναδικό στοιχείο: κάποιες κηλίδες αίματος που βρέθηκαν στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στο σπίτι της οικογένειας, το οποίο βρισκόταν πάνω από την αποθήκη ζωοτροφών του χοιροστασίου. Ωστόσο, κανείς δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει αν το αίμα ανήκε σε άνθρωπο ή προερχόταν από κάποιο ζώο.
Στα εγκληματολογικά εργαστήρια, οι ειδικοί ξεκίνησαν την ανάλυση του μεγάλου οστού που είχε βρεθεί στο φρεάτιο, ώστε να διαπιστωθεί αν προερχόταν από άνθρωπο ή από γουρούνι, όπως υποστήριζε η νεαρή γυναίκα. Το απόγευμα της 25ης Απριλίου, οι αστυνομικοί ήρθαν αντιμέτωποι με ένα ακόμη εύρημα που ενίσχυσε το σενάριο της δολοφονίας. Στον δεύτερο βόθρο του χοιροστασίου, μέσα σε μια σακούλα, εντοπίστηκαν ματωμένα ρούχα που ανήκαν στον αγνοούμενο άνδρα. Λίγο αργότερα, τα εγκληματολογικά εργαστήρια επιβεβαίωσαν ότι το οστό που είχαν στα χέρια τους ανήκε σε άνθρωπο.
Τα στοιχεία συνέθεταν πλέον την εικόνα ενός αποτρόπαιου εγκλήματος, που είχε διαπραχθεί στο χοιροστάσιο. Έτσι, η αντίστροφη μέτρηση για την αποκάλυψη του δράστη είχε ξεκινήσει. Όλες οι υποψίες στράφηκαν στην Κατερίνα Κοντού. Όταν ενημερώθηκε για τα ευρήματα, συνειδητοποίησε ότι η ομολογία ήταν αναπόφευκτη. Η 26χρονη, διατηρώντας την ψυχραιμία της, παραδέχτηκε ότι ανήμερα της 25ης Μαρτίου του 1979 είχε δολοφονήσει τον σύζυγό της. Στη συνέχεια, τον έκαψε χρησιμοποιώντας βενζίνη, και ό,τι απέμεινε από τη σορό του το πέταξε στον βόθρο, προσπαθώντας να εξαφανίσει κάθε ίχνος.
«Τον χτυπούσα μέχρι να ξεψυχήσει… Με σκότωνε κάθε μέρα», είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια η νεαρή γυναίκα, μιλώντας στους αστυνομικούς, υποστηρίζοντας πως ο σύζυγος της ήταν μέθυσος και την χτυπούσε βάναυσα. Ξετυλίγοντας το κουβάρι της μοιραίας ημέρας, η Κατερίνα Κοντού περιέγραψε πως ο 37χρονος επέστρεψε μεθυσμένος από το σπίτι ενός γείτονα και όταν εκείνη αρνήθηκε να του δώσει κι άλλο κρασί, τη χτύπησε με συρματένιο βούρδουλα. Το ίδιο απόγευμα, ισχυρίστηκε, πως ο άνδρας αποφάσισε να πάει σε κοντινή ταβέρνα και όταν εκείνη αντέδρασε, την γρονθοκόπησε και απείλησε να τη σκοτώσει με ένα μαχαίρι. Η Κοντού, όπως περιέγραψε, βρισκόμενη σε άμυνα, άρπαξε μια τσάπα και χτύπησε τον άνδρα της δυο φορές. Εκείνος κατρακύλησε από τα σκαλιά στο ισόγειο όπου η γυναίκα τον αποτελείωσε, χτυπώντας τον άλλες τέσσερις φορές.
«Όταν βεβαιώθηκα πως ήταν νεκρός πέρασα ένα σχοινί στις μασχάλες του και τον έσυρα. Ήταν πολύ βαρύς. Τον τράβηξα μέχρι τον τόπο που καίμε τα σκουπίδια. Του έριξα βενζίνα από το μηχανάκι του και ξύλα. Έβαλα φωτιά, αλλά ύστερα από μισή ώρα έσβησε η φωτιά, χωρίς να τον κάψει ολόκληρο. Ξαναπήρα βενζίνα από το μοτοποδήλατο. Έριξα και περισσότερα ξύλα και ξανάβαλα φωτιά, η οποία κράτησε μία ώρα περίπου. Κάηκε. Το κεφάλι του είχε γίνει ένα στρογγυλό μεγάλο κάρβουνο και το μάζεψα και το έριξα σε μια σακούλα νάιλον, μαζί με μερικά κόκαλα που δεν είχαν καεί και πήγα και τα έριξα στον βόθρο αποχετεύσεως των απορριμμάτων των ζώων, στο παχυντήριο των γουρουνιών», όπως αφηγήθηκε η γυναίκα συμπληρώνοντας πως πέταξε ακόμη στο βόθρο ένα σεντόνι, μαξιλαροθήκες και δύο παντελόνια του θύματος με τα οποία προηγουμένως είχε σκουπίσει τα αίματα στην σκάλα.
Μετά την άφιξη του στην Αθήνα, το 1976, το ζευγάρι βρήκε δουλειά στο χοιροστάσιο της Παλλήνης και έμενε στο σπίτι που τους παραχώρησε ο ιδιοκτήτης το οποίο βρισκόταν πάνω από την αποθήκη των ζωοτροφών. Ο εργοδότης τους, θα έλεγε αργότερα πως, αν και αρχικά όλα φαίνονταν φυσιολογικά στην πορεία διαπίστωσε πως είχαν ομηρικούς καυγάδες μεταξύ τους και πως ο Χρήστος Κοντός έπινε συνεχώς, «έφευγε από τη δουλειά και έδερνε αλύπητα τη γυναίκα του», αν και όπως ο ίδιος είχε διαπιστώσει, την αγαπούσε και τη ζήλευε. Αλλά και ο κτηνίατρος του χοιροστασίου, περιέγραψε το θύμα ως ένα άνθρωπο βίαιο και ανέφερε πως μια φορά την είχε μαστιγώσει. «Με αυτό το μαστίγιο θα μπορούσε να τη σκοτώσει», είπε χαρακτηριστικά.
Ο εργοδότης του ζευγαριού, ανατρέχοντας στις κρίσιμες ώρες που ακολούθησαν του εγκλήματος, υποστήριξε πως η 26χρονη γυναίκα τού ζήτησε βοήθεια γιατί δεν ήξερε πως δουλεύουν τα μηχανήματα στο χοιροστάσιο, λέγοντας του πως ο άνδρας της τους εγκατέλειψε ακολουθώντας δυο κακοποιούς. «Ήταν αναστατωμένη και αλλαγμένη. Της είπα να πάει στην αστυνομία για να δηλώσει την εξαφάνιση και εκείνη μου είπε “αύριο”». Αλλά και την επόμενη ημέρα η 26χρονη δεν πήγε στην αστυνομία και όταν και πάλι την ρώτησε, εκείνη του απάντησε πως ο άντρας της δεν θα γυρίσει.
Η δολοφονία του 37χρονου άνδρα από τη σύζυγο του έγινε πρωτοσέλιδο, με τις εφημερίδες να δημοσιεύουν αποκαλυπτικά στοιχεία για τη ζωή του ζευγαριού, αλλά και λεπτομέρειες για το έγκλημα. Μάλιστα, αναφέρθηκε πως η δολοφονία έγινε μπροστά στα μάτια της 6χρονης κόρης τους, με την εφημερίδα «Απογευματινή» να φιλοξενεί αφήγηση του παιδιού, στην οποία περιέγραφε πως η μητέρα της, μέσα στην κουζίνα του σπιτιού, χτύπησε τον πατέρα της στο κεφάλι και στη συνέχεια τον έσυρε έξω από το σπίτι και τον έκαψε, βάζοντας επάνω του ξύλα.
Όπως είπε το παιδί, όταν ρώτησε μαζί με τον αδελφό της τη μητέρα της τι έκανε, εκείνη τους απάντησε πως έκαιγε λάστιχα. Τα παιδιά είπαν πως δεν μίλησαν, γιατί φοβήθηκαν πως η μητέρα τους θα πάει φυλακή.
Η αφήγηση του παιδιού ήρθε να ενισχύσει τον ισχυρισμό των συγγενών του θύματος ότι η δολοφονία ήταν καλά σχεδιασμένη κι έγινε μέσα στην κουζίνα του σπιτιού τους, ενώ εκείνος ανυποψίαστος καθόταν σε μια καρέκλα.
- Η σατανική παπαδιά
Το καλοκαίρι του 2012, η δολοφονία του 52χρονου ιερέα Αθανάσιου Αυγερόπουλου στην Ηλεία συγκλόνισε το πανελλήνιο. Η εξιχνίαση της υπόθεσης αποκάλυψε ένα έγκλημα πάθους με πρωταρχικό κίνητρο την περιουσία του θύματος. Πίσω από το αποτρόπαιο έγκλημα κρύβονταν η 43χρονη σύζυγός του και ο 41χρονος εραστής της, ο οποίος ήταν μάλιστα φίλος του ιερέα. Οι δύο συνεργοί είχαν σχεδιάσει τη δολοφονία με κάθε λεπτομέρεια, αλλά τελικά αυτές οι ίδιες λεπτομέρειες οδήγησαν στην αποκάλυψη της αλήθειας.
Κατά την ανάκριση, αποδείχθηκε πως η σύζυγος είχε διατηρήσει εξωσυζυγικές σχέσεις για καιρό, αναζητώντας τον κατάλληλο άνθρωπο που θα αναλάμβανε να σκοτώσει τον ιερέα. Στόχος της ήταν να κληρονομήσει την περιουσία του. Με διάφορες μεθοδεύσεις, έπεισε τον εραστή της να διαπράξει το έγκλημα. Ο σχεδιασμός περιλάμβανε ακόμα και την επιλογή του σημείου της εκτέλεσης, το οποίο βρισκόταν μακριά από το χωριό Κρουνοί όπου ζούσε ο εραστής της, ώστε να μην κινήσει υποψίες.
Η παπαδιά έπεισε τον ιερέα να την ακολουθήσει στο χωριό της στην Ηλεία. Καθ’ οδόν, του ζήτησε να σταματήσουν για να ικανοποιήσει μια φυσική της ανάγκη. Εκεί εμφανίστηκε ο δράστης, οπλισμένος με κυνηγετικό όπλο, και πυροβόλησε τον ιερέα. Σύμφωνα με το σχέδιο, η δολοφονία θα παρουσιαζόταν ως ληστεία. Η γυναίκα είχε πει στον δράστη ότι θα ισχυριζόταν πως πήγαιναν στην τράπεζα για ανάληψη χρημάτων και ότι κάποιος τους ακολούθησε για να τους ληστέψει. Αυτό ακριβώς υποστήριξε στους αστυνομικούς όταν, σε κατάσταση… σοκ, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Κρέστενας.
Το έγκλημα, σκηνοθετημένο με ψυχρό υπολογισμό, δεν κατάφερε να καλύψει τα ίχνη του, οδηγώντας τους δράστες στη δικαιοσύνη.
- Η «Αυτοκτονία» της Καρύστου
Για εννέα μήνες θρηνούσε τον άντρα της, ο οποίος φαινόταν να είχε «αυτοκτονήσει» στην κρεβατοκάμαρά τους. Τελικά, αποκαλύφθηκε ότι το δικό της χέρι κρατούσε το πιστόλι που του πίεσε στον κρόταφο, πατώντας τη σκανδάλη χωρίς δισταγμό.
Η 34χρονη γυναίκα, στις 14 Μαρτίου 2013, κάλεσε την αστυνομία της Καρύστου, αναφέροντας ότι ο άντρας της είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι και ήταν νεκρός. Στη σκηνή του εγκλήματος βρέθηκε το όπλο με δύο φυσίγγια στη γεμιστήρα, καθώς και ένας κάλυκας από τη σφαίρα που σκότωσε τον 45χρονο. Όλα έδειχναν αυτοκτονία. Ωστόσο, μια λεπτομερής εργαστηριακή ανάλυση αποκάλυψε ασυνέπειες. Το στοιχείο που κατέρριψε την εκδοχή της αυτοκτονίας ήταν η απουσία υπολειμμάτων πυρίτιδας στα δάχτυλα του θύματος, κάτι που υποδήλωνε ότι ο άντρας δεν είχε πυροβολήσει ο ίδιος αλλά πιθανότατα δολοφονήθηκε ενώ κοιμόταν.
Με την αστυνομική έρευνα να συνεχίζεται αδιάκοπα, οι υποψίες έπεσαν στη σύζυγο. Μετά από αλλεπάλληλες καταθέσεις, η 34χρονη τελικά ομολόγησε ότι εκείνη ήταν που σκότωσε τον άντρα της, με τον οποίο είχε διαφορές.
Το ζευγάρι ζούσε στο μικρό χωριό Κόμιτο, κοντά στην Κάρυστο στην Εύβοια. Ο άντρας, κτηνοτρόφος στο επάγγελμα, ακολουθούσε την παράδοση της οικογένειάς του, ενώ η γυναίκα του τον βοηθούσε στη δουλειά, όπως αναφέρουν οι συγχωριανοί τους. Παντρεύτηκαν το 1996, όταν η τότε μέλλουσα συζυγοκτόνος ήταν μόλις 14 ετών.
Οι γείτονες και οι φίλοι τους θεωρούσαν το ζευγάρι από τα πιο αγαπημένα της περιοχής. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, τα οποία πλέον μεγαλώνουν με την αδερφή της γυναίκας, μακριά από το πατρικό τους σπίτι.
Το κίνητρο που όπλισε το χέρι της 34χρονης δεν έχει αποκαλυφθεί πλήρως. Φήμες που κυκλοφορούσαν στο χωριό την εποχή της αποκάλυψης του εγκλήματος υποστήριζαν ότι στη ζωή του ζευγαριού είχε μπει τρίτο πρόσωπο. Τι ήταν αυτό που μεταμόρφωσε τη φαινομενικά ήσυχη γυναίκα σε «μαύρη χήρα» μένει να φανεί αν θα αποκαλυφθεί από την ίδια, η οποία βρίσκεται πλέον στη θέση του κατηγορουμένου.
- Η «μαύρη χήρα» της Αργολίδας
Ήταν Δεκέμβριος του 2014 όταν στο κατώφλι φιλικού του σπιτιού στην Κοιλάδα Ερμιονίδας, βρίσκεται νεκρός ο 42χρονος καπετάνιος γνωστού εφοπλιστή.
H 38χρονη τότε, μητέρα ενός 10χρονου κοριτσιού, που στις 8 Δεκεμβρίου φέρεται να αφαίρεσε τη ζωή του 42χρονου συζύγου της, με δύο πιστολιές πυροβόλου όπλου, στην αυλή φιλικού τους σπιτιού στην Κοιλάδα Αργολίδας, ομολόγησε την πράξη της στους αστυνομικούς.
Αρχικά είχε γίνει λόγος για αυτοκτονία του 42χρονου καπετάνιου σε κότερο γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας, όμως τα στοιχεία της ιατροδικαστικής εξέτασης έδειξαν ανθρωποκτονία.
Ο 42χρονος είχε βρεθεί από φιλικό του πρόσωπο, με τραύματα από πυροβόλο όπλο στο κεφάλι και στην αριστερή πλευρά του θώρακα. Για την εξιχνίαση της υπόθεση υπήρξε πολύμηνη έρευνα της αστυνομία και όπως προέκυψε από την έρευνα, η 38χρονη κατά τη διάρκεια διαπληκτισμού με τον 42χρονο σύζυγό της, που όπως είπε είχαν οικογενειακές διαφορές, τον πυροβόλησε με περίστροφο και στη συνέχεια τράπηκε σε φυγή.
Η γυναίκα του άτυχου 42χρονου, είχε εμφανισθεί δύο φορές στην εκπομπή «Φως στο Τούνελ» της Αγγελικής Νικολούδη και υποστήριζε πως ζει για να δει τη σύλληψη των δολοφόνων του συζύγου της, μάλιστα είχε καταφερθεί και κατά των αστυνομικών του Ναυπλίου ότι δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους.
- 49χρονη που σκότωσε τον σύζυγό της στη Κέρκυρα: «Η γυναίκα ήταν αλκοολική και το θύμα τη χτυπούσε»
Και πάμε στην πιο πρόσφατη ιστορία! Τον περασμένο Σεπτέμβριο 49χρονη ομολόγησε πως σκότωσε τον 68χρονο σύζυγό της. H 49χρονη κατάφερε με μόνο μία μαχαιριά στην κεντρική αρτηρία να σκοτώσει τον άνδρα της, σύμφωνα με το kerkyrasimera.gr.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το όπλο του εγκλήματος ήταν ένα κουζινομάχαρο 20 εκατοστών και βρέθηκε σε σακούλα σκουπιδιών. Νωρίτερα, οι αστυνομικοί είχαν εντοπίσει στα σκουπίδια ρούχα της 11χρονης κόρης τους με αίμα και ένα μαχαίρι.
Η γυναίκα είχε προσαχθεί και οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα, όπου λίγες ώρες αργότερα ομολόγησε τη δολοφονία του. Το ζευγάρι είχε απασχολήσει στο παρελθόν με περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.
Σύμφωνα με το διαβιβαστικό της αστυνομίας τον 68χρονο οι αστυνομικοί που πήγαν στο σημείο τον βρήκαν πεσμένο στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας, σε ύπτια θέση, γυμνό με τραύμα κάτω από την αριστερή κλείδα, ενώ από το σταθμό ΕΚΑΒ διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
Κατά την αυτοψία, βρέθηκαν στον περιβάλλοντα χώρο του σπιτιού και πιο συγκεκριμένα σε κάδο απορριμμάτων εντός σακούλας τα ρούχα της κόρης του γεμάτα με αίματα καθώς και ένα μαχαίρι.