Ενα αίτημα χιλιάδων πιστών γίνεται πλέον πραγματικότητα, αφού κατατέθηκε στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος από τον σεβασμιότατο μητροπολίτη Κηφισίας, Αμαρουσίου, Ωρωπού και Μαραθώνος κ. Κύριλλο ο φάκελος για την αγιοκατάταξη της γερόντισσας Μακαρίας, ενός προσώπου άκρως συνδεδεμένου με την Ιερά Μονή Αγίου Εφραίμ στη Νέα Μάκρη. Εξάλλου, ήταν η κτητόρισσα της μονής και καθηγουμένη για περίπου μισό αιώνα, και σε αυτήν εμφανίστηκε ο άγιος Εφραίμ για να την ευχαριστήσει που βρήκε τα ιερά λείψανά του και να της φανερώσει το όνομά του.
Η γερόντισσα καταγόταν από ευσεβή οικογένεια και όσο μεγάλωνε, ο πόθος της να αφιερωθεί στον Κύριο ως μοναχή αυξανόταν. Το πρώτο σημάδι ήρθε πολύ νωρίς. Μια μέρα, καθώς ανέβαινε την οδό Φιλολάου, στο Παγκράτι, άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομα «Μακαρία». Οπως γύρισε να δει, βλέπει τον άγιο Σπυρίδωνα με το χαρακτηριστικό πλεκτό σκουφάκι του και φορούσε το δεσποτικό του ωμοφόριο δεξιά και αριστερά με σταυρούς. Της έκανε νόημα με το χέρι του να πάει κοντά του και της είπε «έλα εδώ, Μακαρία, παιδί μου». Η ευλογημένη γερόντισσα του απάντησε «δεν με λένε Μακαρία» και είπε το όνομά της το λαϊκό.
Τότε ο άγιος έστρεψε το βλέμμα του προς τον ουρανό και, δείχνοντας με το άγιο χέρι του, της είπε «είναι άνωθεν και έτσι θα ονομαστείς». Απορημένη, ρώτησε πώς θα γίνει αυτό, και ο άγιος επανέλαβε «είναι άνωθεν και έτσι θα ονομαστείς». Εγινε δόκιμη στις 11 Δεκεμβρίου 1930, εκάρη μοναχή στις 31 Ιουνίου 1932 από τον μακαριστό ιερομόναχο Πέτρο Βλοτίλδη, στις 29 Ιουνίου 1935 χειροτονήθηκε μεγαλόσχημη από τον μακαριότατο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο στην Ιερά Μονή Αγίου Ιεροθέου, στα Μέγαρα Αττικής, και στη συνέχεια διακόνισσα.
Στα ερείπια
Το καλοκαίρι του 1945, καθώς επισκέφτηκε τη Νέα Μάκρη Αττικής, ανηφόρισε για να ανάψει το καντηλάκι των ερειπίων τής πάλαι ποτέ σταυροπηγιακής ανδρώας Ιεράς Κοινοβιακής Μονής του όρους των Αμώμων.
Εγκαταστάθηκε στα ερείπια και διαβίωσε στο κελί της με αφάνταστες στερήσεις, κάτω από πραγματικά δύσκολες συνθήκες. Για να εξασφαλίσει τα προς το ζην κάθε βράδυ ξενυχτούσε και έπλεκε κάλτσες, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας ξέθαβε τα ερείπια του ναού για να βρει τους θεμέλιους λίθους των πατέρων και με αυτούς να ξαναχτίσει το μοναστήρι και τα κελιά.
Ο Θεός, όμως, της επεφύλασσε την ύψιστη τιμή, την αποκάλυψη των ιερών λειψάνων του αγίου μεγαλομάρτυρος Εφραίμ του Θαυματουργού, ύστερα από 500 χρόνια που ήταν θαμμένα στη γη. Παρακαλούσε κάθε μέρα τον Θεό να δει έναν πατέρα που ζούσε εκεί. Και μια εσωτερική φωνή, η οποία γινόταν ολοένα πιο δυνατή, την προέτρεπε να σκάψει σε ένα συγκεκριμένο σημείο.
Το κρυφό σημείο
Το πρωί της 3ης Ιανουαρίου 1950 η γερόντισσα Μακαρία με τη βοήθεια ενός εργάτη έσκαψε σ’ ένα σημείο που της υποδεικνυόταν μυστικά, όπου, όπως φάνηκε από το μισογκρεμισμένο τζάκι στον τοίχο, βρισκόταν το κελί κάποιου μοναχού. Οπως η ίδια είχε γράψει, ο εργάτης δεν ήταν καθόλου πρόθυμος να σκάψει εκεί που την ωθούσε η εσωτερική φωνή. Ηθελε να σκάψει κάπου πιο πέρα, οπουδήποτε αλλού. Στην επιμονή του, λοιπόν, τον άφησε να πάει όπου ήθελε και εκείνη έμεινε εκεί και προσευχόταν να μην τα καταφέρει, να βρίσκει βράχους, ώστε να αναγκαστεί να πάει στον τόπο όπου ήθελε εκείνη η φωνή. Και, πράγματι, ενώ προσπάθησε σε 3-4 μέρη, συνεχώς έβρισκε βράχους, και γι’ αυτό επέστρεψε στον τόπο που του υπέδειξε. Στον τόπο εκείνον, από το τζάκι, τις τρεις θυρίδες, τον μισογκρεμισμένο τοίχο, όλα μαρτυρούσαν πως κάποτε υπήρξε κελί κάποιου μοναχού.
«Καθαρίσαμε τον τόπο από τις πέτρες και ο εργάτης άρχισε να σκάβει νευρικά. Επειδή φοβόμουν μη μου κάνει ζημιά, του είπα “μη βιάζεσαι, μην κουράζεσαι, κάνε πιο σιγά”. Αλλά επειδή δεν με άκουγε και συνέχιζε με τον ίδιο ρυθμό, του είπα “πρόσεχε μήπως είναι και κανείς θαμμένος και κάνεις ζημιά. Σε παρακαλώ, πρόσεχε”. Και τότε κατάλαβε και μου είπε “νομίζεις θα είναι αλήθεια αυτό που έχεις στον νου σου;” Και, αλήθεια, ήμουν τόσο βέβαιη, σαν να τον έβλεπα. Φτάνοντας περίπου στα 1,70 μ. βάθος, πρώτα έφερε στο φως ο κασμάς το κεφάλι του ανθρώπου του Θεού. Την ίδια στιγμή σκορπίστηκε άρρητη ευωδία σε όλη τη γύρω ατμόσφαιρα. Ο εργάτης χλόμιασε, δέθηκε η γλώσσα του, κόπηκε η μιλιά του. “Αφησέ με μόνη, σε παρακαλώ” είπα στον εργάτη και εκείνος απομακρύνθηκε. Γονάτισα με ευλάβεια, ασπάστηκα το σκήνωμα του αγίου και αισθάνθηκα βαθιά μέσα μου την έκταση του μαρτυρίου του» είχε σημειώσει σε γραπτή μαρτυρία της η γερόντισσα. Ηταν χαρακτηριστικό ότι το ράσο του είχε παραμείνει άθικτο!