Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Ανδρέας ο Στρατηλάτης και οι συν αυτώ 2.593 μάρτυρες στρατιώτες γιορτάζουν σήμερα (19/08) από την Ορθόδοξη Εκκλησία σύμφωνα με το εορτολόγιο, αποτελούν μια από τις πλέον συγκλονιστικές μορφές μαρτυρικού αγώνα και πίστης στα πρώτα χριστιανικά χρόνια.
Ο ένδοξος αυτός άγιος έζησε στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 4ου αιώνα, εποχή κατά την οποία ο Χριστιανισμός βρισκόταν ακόμη υπό σκληρό και ανελέητο διωγμό, κυρίως από τον αυτοκράτορα Μαξιμιανό Γαλέριο, έναν από τους πλέον ωμούς και βίαιους πολεμίους της νέας πίστης.
Η κρυφή πίστη του στον Χριστό
Ο Ανδρέας υπηρετούσε ως υψηλόβαθμος αξιωματικός, με τον τίτλο του χιλιάρχου (τριβούνου) στον ρωμαϊκό στρατό, διακρινόμενος για την ανδρεία του, τη στρατιωτική του ευφυΐα, την αποφασιστικότητα και το αδιάκοπο ενδιαφέρον του για το στρατιωτικό καθήκον. Η φήμη του ανδρείου αυτού ηγέτη είχε φτάσει μέχρι τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο οποίος του ανέθεσε κρίσιμες αποστολές για την ασφάλεια των ανατολικών συνόρων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα απέναντι στις συνεχείς επιδρομές των Περσών, που εκείνη την περίοδο προκαλούσαν αναταραχές και λεηλασίες στις ανατολικές επαρχίες.
Παρά τη σκληρότητα της στρατιωτικής ζωής, ο Ανδρέας δεν άφησε να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του. Αντιθέτως, ξεχώριζε για το ήθος, τη σεμνότητά του, τη δικαιοσύνη του και τη βαθιά καλλιέργεια του εσωτερικού του κόσμου. Η χριστιανική πίστη, αν και αρχικά δεν ήταν ακόμη επίσημα αποδεκτή από τον ίδιο μέσω του βαπτίσματος, είχε ήδη κατακτήσει την καρδιά του.
Ήταν φανερό σε όλους τους στρατιώτες του ότι ζούσε και συμπεριφερόταν με βάση τις διδαχές του Ευαγγελίου, αντλώντας δύναμη και έμπνευση από τη ζωή και τα λόγια του Ιησού Χριστού. Αγαπούσε με θέρμη τον αληθινό Θεό και δεν έκρυβε τον σεβασμό του προς την αλήθεια Του, ακόμη και σε καιρούς που κάτι τέτοιο ήταν άκρως επικίνδυνο και θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στον θάνατο.
Η θαυμαστή μεταστροφή των στρατιωτών
Όταν οι επιθέσεις των Περσών έγιναν πιο συχνές και πιο επικίνδυνες, ο αρχιστράτηγος της Ανατολής, ο ειδωλολάτρης Αντίοχος, του ανέθεσε να ηγηθεί μιας μεγάλης στρατιωτικής επιχείρησης, με στόχο την οριστική απώθηση των εχθρικών δυνάμεων. Ο Ανδρέας αποδέχθηκε με προθυμία την αποστολή και, προτού ξεκινήσει η μάχη, απευθύνθηκε στο στράτευμά του με λόγια γεμάτα θάρρος και πίστη.
Τους προέτρεψε να μην δειλιάσουν, αλλά να στρέψουν το βλέμμα τους στον ουρανό και να επικαλεστούν τη βοήθεια του αληθινού Θεού, του Δημιουργού του κόσμου και Κυρίου των πάντων. Τους ζήτησε να προσευχηθούν στον Θεό των Χριστιανών, με βεβαιότητα ότι Αυτός θα τους χαρίσει τη νίκη.
Η μάχη που ακολούθησε ήταν εντυπωσιακή. Οι στρατιώτες, γεμάτοι πίστη και θάρρος, ορμούσαν ενάντια στους Πέρσες με αλαλαγμούς και ψυχή γεμάτη ελπίδα. Οι εχθροί ηττήθηκαν κατά κράτος, διαλύθηκαν και υποχώρησαν ντροπιασμένοι. Το θαύμα έγινε φανερό σε όλους. Ο Ανδρέας και το στράτευμά του απέδωσαν τη νίκη στον Θεό των Χριστιανών, ενώ πολλοί από τους στρατιώτες άρχισαν να ζητούν με ζήλο να βαπτιστούν και να ενταχθούν στη νέα πίστη, βλέποντας τη δύναμη και την αλήθεια που πηγάζει από τον Χριστό.
Η είδηση της μαζικής μεταστροφής έγινε γρήγορα γνωστή. Ο Αντίοχος, έξαλλος και πανικόβλητος από το γεγονός, κάλεσε τον Ανδρέα και τους στρατιώτες του να απολογηθούν. Τους υπενθύμισε με απειλές τα διατάγματα που απαγόρευαν τον Χριστιανισμό, προειδοποιώντας τους για βασανιστήρια και θάνατο.
Η σφαγή των 2.593 μαρτύρων
Ο Ανδρέας, μιλώντας εκ μέρους όλων, με θάρρος και πνευματική αξιοπρέπεια, απάντησε πως γνωρίζουν τους νόμους, αλλά είναι αποφασισμένοι να τους παραβούν χάριν της αλήθειας, και πως τα βασανιστήρια θα είναι για εκείνους δόξα και όχι καταδίκη. Οργισμένος ο έπαρχος διέταξε φρικτά βασανιστήρια. Πυρακτωμένο σιδερένιο κρεβάτι έγινε η κλίνη του Ανδρέα, μα κατά τρόπο θαυμαστό δεν έπαθε το παραμικρό. Άλλοι αξιωματικοί κάρφωσαν τα χέρια τους σε δοκούς και υπέστησαν ανείπωτα βασανιστήρια. Όμως κανείς δεν λύγισε. Αντίθετα, άντεχαν με καρτερία και δοξολογία, αφήνοντας άφωνους ακόμα και τους δημίους.
Ο Αντίοχος, φοβούμενος την αντίδραση του λαού που θαύμαζε τους στρατιώτες για την πίστη τους, έστειλε αναφορά στον αυτοκράτορα. Ο Γαλέριος αποφάσισε να μην τους εκτελέσουν δημοσίως αλλά να τους εξορίσουν σε μακρινή περιοχή. Ο Ανδρέας και οι στρατιώτες του αποδέχθηκαν με χαρά την απόφαση. Εγκατέλειψαν τη στρατιωτική τους ιδιότητα και αποσύρθηκαν στην Ταρσό της Κιλικίας, όπου βρήκαν τον επίσκοπο Πέτρο, ο οποίος τους κατήχησε και τους βάπτισε. Τώρα πλέον δεν ήταν μόνο φίλοι της πίστης, αλλά πλήρως μέλη του σώματος του Χριστού.
Η είδηση του βαπτίσματός τους εξόργισε ακόμη περισσότερο τον Αντίοχο, ο οποίος έστειλε εντολή στον στρατιωτικό διοικητή της Κιλικίας, τον Σέλευκο, να τους εντοπίσει και να τους εξοντώσει. Με ειδικά αποσπάσματα, άρχισε να ερευνά κάθε περιοχή. Τελικά τους εντόπισαν σε μια απόμερη χαράδρα του όρους Ταύρος.
Όταν οι Μάρτυρες κατάλαβαν ότι πλησίαζε η ώρα του τέλους, δεν πανικοβλήθηκαν. Αντιθέτως, γονάτισαν και προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο. Πέταξαν τα όπλα τους, ύψωσαν την ψυχή τους στον Θεό και ζήτησαν όχι μόνο συγχώρεση για τους δημίους τους, αλλά και τη σωτηρία όλου του κόσμου. Ήταν πλέον έτοιμοι να δεχτούν το αμαράντινο στεφάνι της δόξας.
Οι στρατιώτες του Σέλευκου άρχισαν να τους σφαγιάζουν. Ούτε ένας από τους Μάρτυρες δεν αντέταξε αντίσταση. Τα σώματά τους γέμισαν τη χαράδρα. Το τίμιο αίμα τους κύλησε σαν ποταμός στα βράχια και τις κοιλάδες, ενώ οι ψυχές τους ανυψώθηκαν προς τον θρόνο του Θεού.