Πεντακόσια περίπου χρόνια έχουν περάσει από τό 1426, όταν στίς 5 Μαϊου Αγαρηνοί πειρατές, εισβάλλοντας στό μοναστήρι τών Αμώμων, στόν λόφο τής Νέας Μάκρης, παλούκωσαν μέ αναμμένο δαυλό στήν κοιλιά τόν Άγιο Εφραίμ, ηγούμενο τότε σ΄αυτό τό μοναστήρι…
Έκτοτε παρέμενε άγνωστος, μέχρι τό 1964, όταν γιά λόγους πού μόνο ό Θεός γνωρίζει, κάνει στόν χώρο τής αρχαίας Μονής καί πάλι ζωντανή τήν παρουσία του… Στό ερειπωμένο αυτό μοναστήρι ζεί τώρα μιά ευσεβής καλόγρια.
Είναι ή Μακαρία Δ., αυτή ή φωτεινή ψυχή πού μέ τήν ταπεινή παρουσία της σημάδεψε τήν ζωή τού Μοναστηριού στά χρόνια πού ακολούθησαν…
Διηγείται ή ίδια…
–» Καθισμένη πάνω στά ερείπια τού παλιού Μοναστηριού, όπου ή θεία Πρόνοια οδήγησε τά βήματά μου, έφερνα τόν στοχασμό μου σέ χρόνια περασμένα, σέ παλιούς καιρούς, όταν σκορπισμένα ήταν παντού τά κόκκαλα τών Αγίων μαρτύρων…Καί καθώς καταγινόμουν στό καθάρισμα τών χαλασμάτων, αναλογιζόμουνα ότι βρισκόμουνα σέ τόπο ιερό καί έλεγα,
–Θεέ μου, αξίωσέ με τήν ανάξια, νά ιδώ κι΄ εγώ έναν από τούς παλιούς πατέρες πού εδώ έζησαν…
Καί ενώ περνούσε ό καιρός έχοντας πάντα εσωτερικά τήν ίδια επιθυμία, ένοιωθα μιά φωνή μέσα μου νά μού λέει,
–» Σκάψε, καί εκείνο πού ζητάς θά τό βρείς !
Καί μ΄ έναν τρόπο θαυμαστό, ή μυστική αυτή φωνή, μού υπέδειξε τό κομμάτι γής στήν αυλή τού μοναστηριού, πού έπρεπε νά ψάξω.
Ό καιρός περνούσε, καί ή φωνή αυτή, κάθε φορά πιό δυνατή μέ προέτρεπε ν΄ αρχίσω…
Έδειξα τό σημείο στόν εργάτη πού φώναξα γιά μιά άλλη επισκευή, στό παλιό Ηγουμενείο, καί τού είπα νά σκάψει. Αυτός, απρόθυμος άρχισε αλλού τό σκάψιμο. Καί αφού είδα ότι δέν μέ άκουγε νά πάει εκεί πού τού έδειχνα, τόν άφησα νά κάνει τό θέλημά του χτυπώντας τούς άγονους βράχους. Τελικά, κατάλαβε τό λάθος του καί γύρισε στό σημείο…
«…καί φθάνοντας, έπειτα από ώρες, στό 1,70 βάθος, έφερε ό κασμάς στήν επιφάνεια τήν κεφαλή τού ανθρώπου τού Θεού. Τήν ίδια στιγμή, γέμισε άρωμα ή ατμόσφαιρα!
Ό εργάτης χλώμιασε, δέθηκε ή γλώσα του, καί κόπηκε ή μιλιά του
–Άφησέ με μόνη, τόν παρακάλεσα…
Γονάτισα μέ ευλάβεια καί ασπάσθηκα τό σκήνωμα τού Αγίου συλλογιζόμενη τήν έκταση οδύνης καί πόνου τού τότε μαρτυρίου του…»
Καί αλλού, ή μοναχή Μακαρία Δεσύπρη, εξιστορεί πώς είδε ολοζώντανο τόν Άγιο…
–» Ήταν βράδυ, καί διάβαζα μόνη μου τόν Εσπερινό στό ερειπωμένο μοναστήρι, όταν ξαφνικά άκουσα βήματα…Ξεκινούσαν από τό βάθος τού τάφου προχώρησαν στήν αυλή κι΄ έφθασαν στήν πόρτα τής Εκκλησίας. Τά βήματα ακούγονταν δυνατά καί σταθερά καθώς πλησίαζαν. Γιά πρώτη φορά στήν ζωή μου μέσα σ΄ εκείνη τήν ερημιά φοβήθηκα…Δέν γύρισα ούτε πού νά κοιτάξω ώσπου άκουσα τήν φωνή του νά λέει,
–» Ώς πότε θά μ΄έχεις εκεί πέρα; Κι΄αυτός (ό εργάτης), πώς πέταξε τό κεφάλι μου έτσι;
Γύρισα τότε τρομαγμένη καί τ ό ν ε ί δ α !
Ήταν ψηλός, μέ μάτια μικρά στρογγυλά πού τρεμόπαιζαν στίς κόγχες τους. Έβλεπα τίς ρυτίδες του, καί τά γένια του πού έφθαναν μέχρι τόν λαιμό του. Τό μαύρο ράσο του μαύρο μέ πτυχώσεις, καί στό αριστερό του χέρι κρατούσε ένα φώς υπέρλαμπρο ενώ μέ τό δεξί ευλογούσε !…
Ήταν ένα πλάσμα, 500 ετών, καί βρισκόταν μέ τήν δύναμι τού Χριστού ολοζώντανο, ακριβώς δίπλα μου!!
–Συγχώρεσέ με, τού είπα, καί αύριο μόλις ξημερώσει ό Θεός τήν ημέρα του, θά σέ φροντίσω…
Καί αμέσως έγινε ά φ α ν τ ο ς !
Συνέχισα ειρηνικά τόν Εσπερινό μου, καί τό πρωϊ καθάρισα τά άγια λείψανα, τά έπλυνα, καί άναψα ένα μικρό καντηλάκι.
Τό ίδιο βράδυ είδα τόν Άγιο στόν ύπνο μου. Στεκόταν όρθιος καί κατάφωτος μέσα στήν Εκκλησία. Κρατούσε τήν εικόνα του στά χέρια του καί μέ κοίταζε…
Άκουσα τήν φωνή του πεντακάθαρα…
–» Σ΄ ε υ χ α ρ ι σ τ ώ π ο λ ύ, μού είπε. Ο ν ο μ ά ζ ο μ α ι Ε φ ρ α ί μ …»
Πέρασε αρκετός καιρός απ΄ αυτό τό περιστατικό καί πάντα μέσα μου είχα μιά απορία…
Ώσπου μιά μέρα, μετά τό τέλος τού Εσπερινού, καθώς μέ τό χέρι μου έκλεινα τήν πόρτα τής Εκκλησίας, ακούω τρία χτυπήματα, σάν από κεχριμπαρένιο κομπολόϊ. Κατάλαβα ότι ήταν ό Άγιος, μπήκα στό ιερό πού βρίσκονταν τά άγια λείψανά του, άναψα ένα κερί καί ευλαβικά τά προσκύνησα.
Αλλά τί νά ειπώ καί τί νά λαλήσω, όταν τήν ίδια ακριβώς στιγμή σάν χείμαρος πλημμύρησε όλος ό τόπος από τήν Παραδεισένια εκείνη ευωδία πού τά άγια λείψανα έβγαζαν…».
«25 ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ…»
«…Σεβαστή ηγουμένη και αγία Μητέρα, Με σεβασμό φιλώ τό χέρι σας, ή δούλη τού Θεού, Αγγελική.
Κατ’ αρχάς ζητώ μιά πολύ μεγάλη συγγνώμη άπό τόν Άγιο Έφραίμ, διότι άργησα, λόγω πολλών προβλημάτων, πάρα πολύ, σχεδόν 9 χρόνια, από τότε πού ό Άγιος επισκέφθηκε εμένα τήν αμαρτωλή καί δέν αξιώθηκα νά γράψω τό θαύμα, γιά νά τό γράψετε στό βιβλίο θαυμάτων.
Ελπίζω ακράδαντα στον Κύριο μας, στην Υπεραγία Θεοτόκο καί στον Άγιο μας ότι θά με συγχωρήσουν. Είχα πάρα πολλά προβλήματα οικογενειακά, αρρώστιες καί θανάτους, πού μέ απορρόφησαν τόσο, ώστε νά ξεχάσω νά σας γράψω τό θαύμα, χωρίς ποτέ, μά ποτέ νά ξεχνώ τή μεγάλη ευεργεσία τοϋ Αγίου μας, καί χωρίς νά πάψω νά Τόν ευχαριστώ καί νά προσεύχομαι.
Ήταν ένα απόγευμα του Νοέμβρη 1990, όταν χτύπησε τό τηλέφωνο μου. Ήταν μιά συνάδελφος καί πολύ καλή μου φίλη, ή οποία μού είπε: «Αγγελικούλα, έμαθα πώς στή Ν. Μάκρη, σ’ ένα Μοναστήρι, είναι ένας Άγιος πού τόν λένε Έφραίμ, θέλεις νά πάμε νά προσκυνήσουμε;»
Έδώ πρέπει νά κάνω μιά παρένθεση, μια και εγώ τότε ήμουν πολύ μακριά άπό τό Θεό, όχι πώς δέν πίστευα, αλλά είχαμε πάρα πολλά οικογενειακά προβλήματα, όπως σας προανέφερα, τά όποια είχαν κλονίσει τήν πίστη μου, πού ήταν χλιαρή· όλα μας πήγαιναν ανάποδα, τίποτε δέν πήγαινε δεξιά. Αγανακτισμένη καί φορτισμένη λοιπόν, βλασφημούσα μέ πάρα πολύ κακές λέξεις, σάν αυτές πού χρησιμοποιούν οι κατώτερες τάξεις της κοινωνίας πού είναι μακριά άπό τό Θεό, όπως ήμουν εγώ.
Εργαζόμουν στην Αθήνα, καί 25 χρόνια καί δέν πήγαινα τίς Κυριακές στην Εκκλησία, ούτε κοινωνούσα.
Στην Εκκλησία πήγαινα μόνο τό Πάσχα, όταν κατέβαινα στην πατρίδα μου, καί χωρίς νά νοιώθω τό βαθύ συναίσθημα της πίστεως.
΄Ημουν πάρα πολύ επηρεασμένη άπό τόν ανθρωποκτόνο ( διάβολο ) καί μέ έκανε ό,τι ήθελε… Έτσι, εκείνο τό απόγευμα πού μεσολάβησε τό τηλεφώνημα της φίλης μου πού μοϋ έλεγε νά έλθουμε στον Άγιο, εγώ ήμουν ακόμα πολύ χλιαρή. Ή φίλη μου απεναντίας πίστευαν οικογενειακώς στό Θεό καί εκτελούσαν όλα τά θρησκευτικά καθήκοντα, ήταν άνθρωποι τοϋ Θεού….
Επειδή, λοιπόν, ήταν πολύ καλή μου φίλη καί μέ βοηθούσε ψυχολογικά καί ηθικά, δέν ήθελα νά της χαλάσω τό χατίρι, δέχτηκα νά έρθουμε, καί μάλιστα εγώ ή αμαρτωλή, όταν μοϋ μιλούσε στό τηλέφωνο καί κατάλαβα τί ήθελε νά μοϋ πει, έκανα μέ βαρύ αναστεναγμό:
«Ωχ… τώρα θά μού πεί νά πάμε στό Μοναστήρι, θά τρέχω τώρα καί στά Μοναστήρια!» (ήμουν πολύ μακριά άπό αυτά τότε).
Πόσο λάθος σκέψη έκανα όμως, χωρίς νά ξέρω πόσο καλό θά μοϋ έκανε εκείνη ή πρώτη μου επίσκεψη στον Άγιο, τόν όποιο δέν είχα ακούσει ποτέ μου, ούτε και τό όνομα Του.
Όταν μοϋ είπε τό όνομα Του, τό άκουγα γιά πρώτη φορά καί τήν ρώτησα;
— «Πώς είπες ότι λένε τόν Άγιο;»
— «Άγιο Εφραίμ» μού λέει. Καί τής απαντώ:
— «Πώς είπες, Εφραίμ; Πρώτη φορά ακούω αυτό τό όνομα, τί όνομα είναι αυτό; Τούρκικο; Αιγυπτιακό; Τι είναι;…» καί μού είπε:
— «Όχι, Ελληνικό είναι…».
Τελικά, ήρθαμε στή χάρη Του καί Τόν προσκύνησα με σεβασμό, επειδή ήταν Άγιος, αλλά όχι με τό βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα πού έχει ό κάθε πιστός. Όταν βγήκαμε από τήν Ιερά Μονή στό προαύλιο, είδα τό δένδρο πού κρέμασαν τόν Άγιο μας, αλλά δέν τό σκέφτηκα σοβαρά, τό αντιμετώπισα πολύ χλιαρά.
Στό προαύλιο τότε υπήρχε μιά μικρή βιβλιοθήκη. Πλησίασα μόνη μου, ή φίλη μου μάλλον μέ παρακολουθούσε διακριτικά, αφήνοντας στον Άγιο τήν προτεραιότητα, ενώ εγώ εκεί στήν βιβλιοθήκη διάβαζα τά εξώφυλλα των βιβλίων:
«Οπτασίαι καί θαύματα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Εφραίμ τοϋ Θαυματουργού».
Εκείνη τή στιγμή ξαφνιάστηκα καί μονολόγησα:
«Μά καλά τώρα, θαύματα; Τί λέει τώρα; Τί θαύματα γίνονται σήμερα τόν 20ο αιώνα; Τί λέει, θαύματα ; ».
Ήμουν όλο απορία καί δυσπιστία, είχα σκοτάδι στην ψυχή μου καί ειρωνεύτηκα αυτά πού διάβαζα εκείνη τήν στιγμή.
Όμως, εκείνη τή στιγμή πού ειρωνευόμουν καί περιεργαζόμουν τό βιβλίο, κάτι μέσα μου μού έλεγε «πάρτο…πάρτο..».
Μέ πολύ δισταγμό καί χωρίς νά ξέρω τί νά κάνω, άπλωσα τό χέρι μου δειλά-δειλά νά πάρω τό βιβλίο, κάτι μοϋ έσπρωχνε τό χέρι καί σάν νά μοϋ έλεγε, «πάρτο…».
Τελικά, παίρνω τήν απόφαση καί λέω: «Θά τό πάρω άπό περιέργεια, νά δώ τί γράφει…» Πού νά ήξερα ή αμαρτωλή, ότι άπό εκείνη τηστιγμή άρχιζε γιά μένα ή σωτηρία τής ψυχής μουάπό τόν Κύριο μας, αλλά φυσικά εκείνη τή στιγμή εγώ δέν κατάλαβα όλο το βάθος, αλλά έκ τών υστέρων τό κατάλαβα…
Νά μή σάς κουράζω, καί ζητώ συγγνώμη, αλλά πρέπει μέ λεπτομέρεια αυτά νά τά γράψω. Όταν πήρα τελικά τό βιβλίο, άρχισα νά τό διαβάζω κάθε μέρα πρίν τόν μεσημεριανό μου ύπνο, άπό λίγο-λίγο, όμως τό λίγο-λίγο μέ έκανε νά διαβάζω πιό πολύ.
Τά 2 ή 3 κεφάλαια γίνονταν περισσότερα, καί δέν κοιμόμουν τά μεσημέρια γιά νά τελειώσω όλο τό βιβλίο. Άρχισε νά μ’ ευχαριστεί, νά μέ τραβάει κάτι τό ενδιαφέρον, άρχισα στή μέση τοϋ βιβλίου νά αγαπώ πάρα, μά πάρα πολύ τόν Άγιο μας, ένοιωσα ότι Τόν γνώριζα πολλά χρόνια, ενώ στην πραγματικότητα κανένας μας δέν γνωρίζει κάποιον Άγιο. Έγώ εκείνη τή στιγμή ένοιωθα νοερά, πολύ κοντά μου τόν Άγιο.
Τίς ώρες πού διάβαζα τό βιβλίο, ένοιωθα ότι Τόν γνώριζα πολύ καλά τόν Άγιο καί Τόν ευχαριστούσα πού θεράπευσε τούς αρρώστους σάν νά Τόν έστελνα εγώ. Τέτοια χαρά ένοιωθα, καί όλο Τόν ευχαριστούσα…
Κάποια στιγμή αισθάνθηκα πολύ προσβεβλημένη πού όλα αυτά τά 25 χρόνια δέν πήγαινα στην Εκκλησία, δέν είχα Εξομολογηθεί ποτέ μου καί φυσικά δέν κοινωνούσα, καί ευθύς, όπως ήμουν καθιστή στό κρεβάτι, σηκώνω τά μάτια μου στον ουρανό καί λέω:
«Θεέ μου, Χριστέ μου, Σ’ ευχαριστώ πού θεράπευσες τούς αρρώστους καί συγχώρεσε με κι΄ εμένα… Εγώ πού ήμουν Κύριε, 25 ολόκληρα χρόνια καί δέν πάτησα στην Εκκλησία Σου ποτέ μου;» (παρ’ όλο πού στή γειτονιά μου υπήρχαν 4 Εκκλησίες γύρω μου, ή μία στην ανατολή, ή άλλη στή δύση, ή άλλη Βορρά καί ή άλλη Νότο).
Καί ύστερα άρχισα νά ευχαριστώ καί πάλι τόν Άγιο μας καί είπα:
«Άγιε μου Έφραίμ, νά Σέ αγκαλιάσω καί νά Σέ φιλήσω πού θεράπευσες τούς αρρώστους διά μέσου τοϋ Κυρίου….»
καί, ώ, τού θαύματος, εκείνη τή στιγμή, αφού έβαλα τό σελιδοδείκτη, γυρνάω τό βιβλίο νά φιλήσω καί νά ευχαριστήσω, μέ μιά ανείπωτη χαρά καί αγαλλίαση, τόν Άγιο πού είναι στό εξώφυλλο…
Προτού όμως ν’ ακουμπήσω τά χείλη μου στον Άγιο, πέρασε ενδιάμεσα μιά πάρα πολύ ωραία μυρωδιά σάν κολόνια.
Εκείνη τή στιγμή δεν κατάλαβα ότι ή μυρωδιά αυτή λεγόταν θεία εύωδία, διότι όπως σάς έγραψα καί πιό πάνω, ήμουν μακριά άπό τήν Εκκλησία καί δεν τά ήξερα από αυτά τα πράγματα….
Τήν ίδια εκείνη στιγμή άρχισα νά έχω μιά πολύ μεγάλη περιέργεια καί αναρωτιόμουν, τί μυρίζει έτσι ωραία, καί μύριζα τό βιβλίο γιά νά καταλάβω τί ήταν εκείνη ή ωραία μυρωδιά. Μύριζα τά ροϋχα πού φορούσα, μύριζα μετά τόν αέρα μέσα στό δωμάτιο μου· δέν μ’ άφησε έτσι, συνέχιζα νά μυρίζω όλη τήν γκαρσονιέρα καί νά λέω, μά τί ήταν αυτό;
Τήν άγνοιά μου, τήν απορία μου καί τήν περιέργεια μου, μού τήν έλυσε ή φίλη μου πού μέ έφερε στό Μοναστήρι, αφού προηγουμένως της τηλεφώνησα καί τής το είπα:
«Αγγελική», μού είπε «σ’ επισκέφθηκε Άγιος Έφραίμ!».
Την ρώτησα έκείνη την στιγμή πού μιλούσαμε στό τηλέφωνο: «Ποϋ είναι ό Άγιος; πού είναι, δέν Τόν βλέπω, δέν Τόν είδα νά μπει στό σπίτι μου». Καί μοΰ είπε ή φίλη μου:
«Ό Άγιος σέ επισκέφθηκε διά τής θείας ευωδίας Του, διότι πήγαμε καί Τόν προσκύνησες. Ή μυρωδιά πού ένοιωσες, λέγεται θεία εύωδία, καί αυτή ήταν ή παρουσία τοϋ Αγίου, έτσι ήθελε νά έρθει σέ σένα ό Άγιος…».
Με ρώτησε τότε ή φίλη μου: «Έχεις ανάψει τό καντήλι σου;» καί απαντώ «παραδόξως ναι ». Πράγματι, δέν ξέρω πώς, είχα ανάψει τό καντήλι μου, και εκείνο πού θυμάμαι είναι ότι θυμιάτισα καί γονάτισα νά ευχαριστήσω τό Θεό καί τόν Άγιο πού μέ φώτισαν καί νά μέ συγχωρήσουν πού τόσα χρόνια απουσίαζα από κοντά Τους.
Σεβαστή μου ηγουμένη, εκεί πού γονάτισα καί έκλαιγα, χωρίς νά έχω κάποια στενοχώρια, ένοιωσα κάποια εσωτερική αλλαγή καί έσκυβα κατά γής τό κεφάλι μου καί ζητούσα συγγνώμη γιά όλες μου τιςαμαρτίες, γιά όλα αυτά τά χρόνια πού ήμουν μακριά, πολύ μακριά άπό τό Θεό.
Τήν στιγμή πού φωτίστηκα, ζήτησα άπό μόνη μου, έκανα τή σκέψη μόνη μου: πώς δηλαδή μπορώ νά μάθω κι΄ εγώ όλα αυτά πού διαβάζονται στην Εκκλησία καί νά γνωρίσω καλύτερα τό Χριστό, νά είμαι κοντά Του, πώς μπορώ νά μάθω αυτά πού ψέλνει ό Ιερέας καί οι ψάλτες, καί πώς μπορώ νά μάθω γιά τούς Άγίους μας;
Καί μοϋ έρχεται πάλι ή θεία φώτιση! νά πάω νά αγοράσω τούς Βίους των Αγίων καί πολλά άλλα Χριστιανικά βιβλία, γιά νά μάθω τίς Θείες λειτουργίες καί όλα τά σχετικά περί Εκκλησίας, καθώς και τά τροπάρια καί Απολυτίκια Αγίων. Έτσι καί έγινε.
Κατά τήν πρώτη μου Θεία Εξομολόγηση τά είπα όλα στον Πνευματικό μου καί όταν έφυγα γιά τό σπίτι μου μετά άπό τή Θεία Εξομολόγηση, δέν μπορώ νά σάς περιγράψω τί βράχος έφυγε από πάνω μου, περπατούσα καί ήταν σαν να πετούσα, σάν πουλί στον αέρα ( έγινα πραγματικά ελεύθερη )….
Από τότε πού φωτίστηκα καί αναβαπτίστηκα άπό τόν Άγιο Έφραίμ, μπήκα πλέον σ’ έναν καλό θρησκευτικό δρόμο, καί αυτό τό οφείλω στον Κύριο μας καί στην Υπεραγία Θεοτόκο πού μεσολάβησαν στέλνοντας τόν Άγιο μας Έφραίμ νά μέ φωτίσει. Χρωστάω λοιπόν ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ στον Άγιο καί Μεγαλομάρτυρα ‘Εφραίμ.
Άπό τότε, πηγαίνω στην εκκλησία κάθε Κυριακή καί τίς Μεγάλες Εορτές, Εξομολογούμαι καί κοινωνάω.
Γι΄ αυτό τό θαύμα πού μού έκανε ό Άγιος Έφραίμ, Τόν δοξάζω καί Τόν ευχαριστώ κάθε μέρα, καί ομολογώ στον κόσμο τό θαύμα Του, καί τούς δίνω τήν Παράκληση Του, εικόνες Του καί τά βιβλία Του νά τά διαβάζουν. Σεβαστή μου Μητέρα και ηγουμένη, ζητώ συγγνώμη άπό τόν Κύριο καί τόν Άγιο μας πού αμέλησα νά σάς γράψω αυτό τό καλό πού μοϋ έκαναν, επίσης ζητώ συγγνώμη καί άπό εσάς, πού σάς κούρασα…
Εύχομαι καί προσεύχομαι ό Άγιός μας νά προστατεύει τήν Ιερά Μονή σας μαζί με τίς αδελφές καί νά προσεύχεσθε καί γιά μένα τήν αμαρτωλή. Με αγάπη Κυρίου ή ταπεινή δούλη σας.
Αγγελική Δ. Αβρ., Οκτώβριος 2003, Αμαλιάδα
(από ένα γράμμα καταχωρημένο στό βιβλίο θαυμάτων, σ. 136, τόμος ΙΗ΄, Σεπτ. 2011)
Μία πολύ ζωντανή περιγραφή τού μαρτυρίου τού Αγίου Εφραίμ, μάς δίνει ό κ. Παναγιώτης Σπ. από την Αθήνα, μέσω ενός ξεχωριστού οράματος πού είδε καί έχει καταχωρηθεί στό επίσημο βιβλίο τής Ιεράς Μονής, στόν Γ΄ τόμο.
«Είδα, ότι βρισκόμουν ντυμένος σάν παπαδάκι στό μοναστήρι, καί βοηθούσα τόν Άγιο στήν Εκκλησία. Ξαφνικά, βλέπω νά μπαίνουν μέσα κάτι αγριάνθρωποι μέ σαρίκια στό κεφάλι τους, κρατώντας ρόπαλα, ξύλα, καί σπαθιά. Από τόν τρόμο μου έτρεξα καί κρύφτηκα κυττώντας μέ αγωνία τό τί θά γίνει…
Όλοι αυτοί, φωνάζοντας δυνατά, έπιασαν τόν Άγιο καί αφού τόν έδεσαν στό δέντρο, άρχισαν νά τόν κτυπάνε, νά τόν τρυπάνε μέ τά σπαθιά τους καί τό αίμα νά τρέχει στήν γή…
Τού έκαναν μαρτύρια ανήκουστα, κόβοντας κοματάκια από τό κορμί του, ενώ μέ γυρισμένα τά μάτια στόν ουρανό ό Άγιος προσευχόταν. Ακόμη καί ένα μικρόσωμο σκυλάκι πού συνεχώς γαύγιζε δίπλα του προσπαθώντας νά τόν ελευθερώσει, τό κυνήγησαν κι΄ αυτό οί τύραννοι…
Από τόν φόβο μου καί τήν αγωνία μου, συνεχίζει ό κ. Σπυρόπουλος, βλέποντας τήν ζωντανή αναπαράσταση τού μαρτυρίου τού Αγίου Εφραίμ, ξύπνησα, αλλά όταν σέ λίγο ξανακοιμήθηκα τό ίδιο όνειρο συνεχίσθηκε…
Δέν έβλεπα τώρα τούς τυράννους αλλά μόνο τόν Άγιο δεμένο πάνω στό δένδρο πού καί σήμερα υπάρχει, κατακόκκινο μέσα στό αίμα του, χαρακωμένο από παντού, αλλά δέν ζούσε πιά, είχε πεθάνει…
Κι΄ εγώ, πάντα κρυμμμένος πίσω από μιά βρύση καί προσευχόμενος στόν Θεό νά μού δώσει δύναμη, φοβόμουν νά βγώ μή ξέροντας πιά τί νά κάνω.
Καί ξαφνικά βλέπω, νά μπαίνουν βιαστικά εκεί μερικοί άνθρωποι, νά ξεκρεμάνε τόν Άγιο, καί νά τόν μεταφέρουν σ΄ έναν λάκκο πιό πέρα, βάζοντάς τον μέσα.
Έβλεπα ακόμη, τό μικρόσωμο σκυλάκι μέ ένα κομμάτι κρέας στό στόμα νά κατευθύνεται στόν λάκκο, καί ρίχνοντάς το μέσα νά απομακρύνεται ουρλιάζοντας πένθιμα.
Ήταν ακριβώς τό ίδιο σκυλάκι, γιά τό οποίο σέ ένα άλλο όραμά είχε πάλι αναφερθεί ό Άγιος, «ότι ήταν τό μόνο πλάσμα πού μού συμπαραστάθηκε τότε, γλύφοντας τίς πληγές μου…»
ΜΕ ΕΣΩΣΕ ΑΠΟ ΜΑΓΕΙΑ , ΑΛΛΑ ΜΟΥ ΒΡΗΚΕ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ…
Εύοσμος, 9-12-1999
Σεβαστή μου Γερόντισσα, Γνώρισα τον Άγιο Εφραίμ στήν Χίο από μιά κυρία πού κάναμε παρέα εκεί, τόν Μάϊο τού 1997.
Είχα μεγάλο πρόβλημα υγείας, συγκεκριμένα από μάγια, καί πήγα στή Μονή τοΰ Αγίου Εφραίμ καί προσκύνησα. Άπό τότε έγινα καλά καί έκοψα μέχρι καί τά φάρμακα πού έπαιρνα. Αυτό ήταν τό πρώτο θαύμα τοΰ Αγίου μου… Τό δεύτερο δέν άργησε νά έρθει.
Είχαμε οικονομικό πρόβλημα, έπρεπε νά βοηθήσω τόν άντρα μου, νά βρω δουλειά, καί τήν βρήκα από αγγελία μέσα σέ δύο μέρες!
Μάλιστα στό γραφείο πού έπιασα δουλειά είναι καί ή εικόνα τοΰ Αγίου Εφραίμ. Καί τό αφεντικό μου πηγαίνει κάθε μήνα καί προσκυνάει τή Χάρη του καί τή Χάρη τοΰ Αγίου Ραφαήλ στή Μυτιλήνη.
Τήν επόμενη φορά τόν είδα ολοζώντανο στό σπίτι μου μέσα, μέ ένα θυμιατό στό χέρι νά θυμιατίζει, μπαίνοντας άπό τό παράθυρο καί νά βγαίνει άπό τήν πόρτα. Μεγάλη ή Χάρη Του.
Είναι ό πιό γρήγορος Άγιος. Μόλις τόν επικαλεστείς, αμέσως θά βρεθεί δίπλα σου. Καί τό τελευταίο θαύμα του, γιά νά μήν σας κουράζω άλλο, ήταν ή απάντηση πού μού έδωσε σέ κάτι πού μέ βασάνιζε πολύ καιρό, αφού παρουσιάστηκε ένα βράδυ στον ύπνο μου ή εικόνα Του καί ζωντάνεψαν τά μάτια Του.
Συγκεκριμένα τά άνοιξε πάνω, κάτω, δεξιά,αριστερά. Ήταν ή απάντηση σέ αυτό πού ήθελα. Τόν ευχαριστώ άπό τά βάθη της ψυχής μου.
Ευχαριστώ τό Θεό πού μού έστειλε αυτόν τόν «Αγιο στό σπίτι μου, γιά νά μας προστατεύει άπό κάθε κακό. Μέ ευλάβεια. Μία ακόμη πιστή του,
Καλλιόπη Μ., Εύοσμος, Θεσσαλονίκη
ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΣΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΑΝ ΓΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ…
«Αγία Ηγουμένη,
Πρίν περίπου δύο χρόνια είχα έρθει στη Μονή σας καί στον Άγιό μας. Πρίν νά έρθω, γιά πρώτη φορά, προσευχήθηκα νά μού πει αν μέ δέχεται. Καί τόν είδα στον ύπνο μου, πανύψηλο, μέ ένα γκρί ράσο πού ανέμιζε, καί πολύ αδύνατο…
Προχτές, στίς 6 Μαίου, είχα φοβερή καί έντονη επιθυμία νά έρθω στό Μοναστήρι σας. Ήρθα μέ μιά φίλη μου καί τήν κόρη της μέ ταξί. Μέσα στό αυτοκίνητο είχα πάρει ενα βιβλίο τού ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ «ΟΠΤΑΣΙΑΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ». Ξαφνικά βλέπω ότι τήν προηγουμένη ημέρα ήταν ή γιορτή Του.
Τό παιδί μου όλο αυτό τό διάστημα έψαχνε γιά δουλειά καί δέν έβρισκε. Περισσότερο από όλα όμως ήθελε νά πάει στην ΑΜΣΤΕΛ γιά νά φτιάχνει μπύρα, γιατί μέ αυτό ήθελε ν’ ασχοληθεί επαγγελματικά.
Τήν ώρα πού ήμουν μπροστά στό ΑΓΙΟ ΣΚΗΝΩΜΑ ΤΟΥ, ήταν 12 μέ 12.30 μεσημέρι. Όταν ήρθα σπίτι, έμαθα ότι εκείνη ακριβώς τήν ώρα τηλεφώνησαν στον γιό μου, τήν άλλη μέρα νά πάει στην ΑΜΣΤΕΛ γιά δουλειά. Μέ άπειρο σεβασμό Φωτεινή Π.
ΠΗΓΗ: type.gr