Ο Άγιος Εφραίμ ο Μεγαλομάρτυς (κατά κόσμον Κωνσταντίνος Μόρφης) γεννήθηκε την 14 Σεπτεμβρίου 1384, ανήμερα της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, στα Τρίκαλα Θεσσαλίας.
Τέκνο πολύτεκνης οικογένειας, έμεινε ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία, με αποτέλεσμα η μητέρα του να φέρει όλο το βάρος της ανατροφής του ιδίου και των επτά αδελφών του.
Και αυτό το κατάφερε με αγώνα και μόχθο, ώστε τα παιδιά της να μείνουν πιστά στο δρόμο της αγάπης και του Χριστού, άγοντας πνευματική και ενάρετη ζωή.
Το 1395 κατέλαβε τη Θεσσαλία ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ Α΄ με τα στρατεύματά του, ο οποίος αποκαλείτο Κεραυνός για την αγριότητά του. Η σκληρή διοίκησή του επέβαλε το παιδομάζωμα, ήτοι τη στρατολόγηση νέων αγοριών 14-18 ετών, ακόμα και μικρότερων, με σκοπό να δημιουργήσει ένα σώμα φανατικών Τούρκων, που θα στρεφόταν εναντίον των Ελλήνων.
Μέσα σε αυτό το φοβερό κλίμα που επικρατούσε στη σκλαβωμένη Ελλάδα μόνη παρηγοριά στάθηκαν οι Εκκλησίες και οι Ιερές Μονές.
Έτσι η μητέρα του Αγίου, προκειμένου να τον γλιτώσει από τη μανία του παιδομαζώματος, τον προέτρεψε να φύγει από τα Τρίκαλα και εκείνος, έχοντας μια κλίση προς τον εκκλησιαστικό βίο, θέλησε να πάει σε Μοναστήρι. Με λιγοστά τρόφιμα και διαρκή προσευχή ξεκίνησε το ταξίδι του νότια.
Η Θεία Χάρη οδήγησε τα βήματά του στην ξακουστή ανδρική Σταυροπηγιακή Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Αττική. Στην περιοχή αυτή, κοντά στη Νέα Μάκρη, από το 10Ο και 11ο αιώνα υπήρχαν κελιά, καλύβες και ασκητήρια, όπου δεκάδες πιστοί Χριστιανοί ακολουθούσαν το δρόμο του Χριστού προς την αλήθεια και τη σωτηρία. Η τοποθεσία ονομάστηκε το «Όρος των Αμώμων», δηλαδή των «Καθαρών». Εκεί εισήλθε ο Άγιος ως Δόκιμος για κάποια χρόνια μέχρι να έρθει στην κατάλληλη ηλικία για να γίνει Μοναχός.
Το 1402 εκάρη Μοναχός με το όνομα Εφραίμ. Ασκήτεψε με υπακοή στο λόγο του Χριστού αποτελώντας παράδειγμα για τους μεγάλους Ασκητές και Πατέρες. Με ζήλο, ταπείνωση και σκληρούς αγώνες έγινε υπόδειγμα Μοναχού. Με την άδεια του Ηγουμένου είχε βρει μακριά από την Ιερά Μονή μια σπηλιά, όπου διαβιούσε με νηστεία, προσευχή και περισυλλογή. Με κατάνυξη αξιώθηκε και έλαβε το χάρισμα της Ιεροσύνης. Προσευχόταν από την ψυχή του «υπέρ του σύμπαντος κόσμου» και γονατισμένος μπροστά στο εικόνισμα της Μεγαλόχαρης παρακαλούσε αδιάκοπα για την προστασία και τη σωτηρία των αδελφών Χριστιανών που δοκιμάζονταν σκληρά.
Το 1424 οι Τούρκοι, μετά από μια σειρά βιαιοτήτων και λεηλασιών έφτασαν και στη Νέα Μάκρη. Ανέβηκαν στο Όρος των Αμώμων, πιστεύοντας ότι οι Χριστιανοί κρύβουν τους πολύτιμους θησαυρούς τους στα Μοναστήρια. Αφού λεηλάτησαν όλα τα κελιά και τα ασκητήρια έφτασαν στην Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Έσπασαν την πόρτα και όρμησαν εξαγριωμένοι στο Μοναστήρι. Απαίτησαν από τους Μοναχούς να τους παραδώσουν τους θησαυρούς, όμως μη βρίσκοντας αυτό που περίμεναν, ξέσπασαν την οργή τους στους Μοναχούς, μεταξύ αυτών τον Ηγούμενο και τους έσφαξαν όλους. Ο μόνος που γλίτωσε από τη Μοναστική κοινότητα ήταν ο Ιερομόναχος Εφραίμ, που έλειπε εκείνη την ημέρα στη σπηλιά του.
Όταν επέστρεψε στην Ιερά Μονή αντίκρισε έκπληκτος την καταστροφή. Αφού θρήνησε τους μάρτυρες, προχώρησε στην ταφή τους και κατόπιν επέστρεψε στο κελί του. Πήγαινε στην έρημη πλέον Ιερά Μονή μόνο για να τελέσει κατά τις μεγάλες εορτές τη Θεία Λειτουργία, να υπηρετήσει το Ιερό Θυσιαστήριο και να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων. Αντιμετώπιζε δυσκολίες για τη διαβίωσή του και τρεφόταν μόνο με χόρτα, ελιές και σύκα που εύρισκε στο δάσος.
Μετά από πολλούς μήνες οι Τούρκοι επέστρεψαν πάλι στο Όρος των Αμώμων, συνεχίζοντας τις λεηλασίες. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1425, ο Μοναχός Εφραίμ κατέβηκε από τη σπηλιά του στο Μοναστήρι για να τελέσει τη Λειτουργία στη μεγάλη εορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού. Οι Τούρκοι, μόλις τον βρήκαν, τον κτύπησαν και τον βασάνισαν. Ζητούσαν με οργή να μάθουν πού είναι κρυμμένοι οι θησαυροί, όμως ο Μοναχός τους απαντούσε ότι εκεί υπήρχαν μόνο πνευματικοί θησαυροί και προσευχόμενος διαρκώς τους έλεγε: «Δεν φοβάμαι ούτε τα μαρτύρια, ούτε το θάνατο. Καμιά δύναμη δε θα με κάνει να αρνηθώ την Πίστη μου στον Πανάγαθο Θεό». Ήταν ανήμερα των γενεθλίων του, έκλεινε τα σαράντα ένα του χρόνια, όταν άρχισαν τα φρικτά βασανιστήρια.
Καθημερινά τον ξυλοκοπούσαν και τον υπέβαλαν σε οδυνηρούς σωματικούς πόνους. Με αστείρευτη υπομονή δεχόταν ο Μεγαλομάρτυρας τις κακοποιήσεις, προσευχόμενος συνεχώς στο Θεό να του δίνει δύναμη.
Το μαρτύριό του κράτησε οκτώμισυ μήνες.
Οι Τούρκοι των κρέμασαν ανάποδα σε μια μουριά, που υπάρχει σήμερα στο προαύλιο της Ιεράς Μονής και συνέχιζαν να τον βασανίζουν εξαγριωμένοι.
Με μεγάλα καρφιά στα πόδια και το κεφάλι, κάρφωσαν το σώμα του στον κορμό του δέντρου και δεν σταμάτησαν εκεί.
Ήταν 5 Μαΐου του 1426, πρωινό Τρίτης, όταν πήραν ένα μυτερό σκληρό ξύλο και αφού του έβαλαν φωτιά, κατατρύπησαν με αυτό το χιλιοβασανισμένο σώμα του, δίνοντας τέλος στο μαρτύριό του.
Ήταν ανήμερα τις εορτής της Αγίας Ειρήνης, που ειρήνευσε η ψυχή του, παραδομένη στον Κύριο Ιησού Χριστό, λαμβάνοντας ως έπαθλο το αμάραντο στεφάνι του Αγίου και Μεγαλομάρτυρα.
Χρειάστηκαν 524 ολόκληρα χρόνια από το μαρτυρικό του θάνατο μέχρι να φανερωθεί.
Με μια σειρά γεγονότων όπως οράματα, σημάδια του Θεού και εμφανίσεις του ίδιου του Αγίου, βρέθηκαν στις 3 Ιανουαρίου 1950 τα Ιερά του Λείψανα και έγινε σταδιακά γνωστή η ζωή του.
Χιλιάδες πιστοί κατακλύζουν κάθε χρόνο τη Νέα Μάκρη, ελπίζοντας σε ίαση ψυχική, σωματική και πνευματική.
Εκεί η Ηγουμένη Μακαρία και οι Μοναχές της, με πολλή ευσέβεια δέχονται τους επισκέπτες στην Ιερά Μονή, όπου φυλάσσονται τα Ιερά Λείψανα του Αγίου Εφραίμ.
Η Ηγουμένη ήταν εκείνη που είχε την αξίωση να βρει το Άγιο σκήνωμα, όταν ήταν νεαρή.
Η Θεία Πρόνοια την είχε οδηγήσει το 1945 στα ερείπια του Μοναστηριού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Βλέποντας το ερημωμένο Μοναστήρι αποφάσισε να μείνει εκεί και να προσπαθήσει σταδιακά να αναστηλώσει την παλαιά Μονή.
Καθώς εργαζόταν στο προαύλιο άκουσε μια απόκοσμη βαθιά φωνή να λέει: «Σκάψε εκεί και θα βρεις».
Η Μοναχή φώναξε έναν εργάτη και του ζήτησε να σκάψει στο συγκεκριμένο σημείο της αυλής. Εκεί υπήρχε ένας μισογκρεμισμένος τοίχος, ένα μέρος που έμοιαζε με παλαιό κελί Μοναχού.
Σκάβοντας ανακάλυψε ο εργάτης ένα κρανίο, που εξέπεμπε γλυκιά ευωδία. Η Μοναχή κατάλαβε ότι βρήκαν το λείψανο κάποιου Αγίου και το ασπάστηκε ευλαβικά. Κατόπιν βρήκε ολόκληρο το σκήνωμα του Αγίου.
Τα πήρε και τα τοποθέτησε σε μια θυρίδα. Το βράδυ που βρισκόταν στην παλαιά Εκκλησία άκουσε βήματα από την πλευρά που είχε βρεθεί ο τάφος, να διασχίζουν την αυλή και να κατευθύνονται προς την Εκκλησία. Την κυρίευσε φόβο και ξαφνικά άκουσε μια φωνή να της λέει: «Μέχρι πότε θα με αφήσεις εκεί πέρα; Και ποιος μου έβαλε το κεφάλι έτσι…»
Στράφηκε προς τη φωνή και τον είδε να στέκεται στην πόρτα.
Ήταν ψηλός, αδύνατος, πολύ μελαχρινός, με μικρά στρογγυλά μάτια που είχαν ρυτίδες στις άκρες, γενειάδα που έφτανε ως το στήθος του και φορούσε ράσο.
Με το δεξί του χέρι την ευλογούσε, ενώ από το αριστερό έβγαινε ένα φως απόκοσμο.
Αγαλλίασε η ψυχή της μπροστά στη μορφή του και με θάρρος του απάντησε: «Συγχώρησέ με. Μόλις ξημερώσει με το καλό, θα τα φροντίσω όλα».
Πράγματι το πρωί η Μοναχή πήρε τα οστά, τα καθάρισε προσεκτικά από το χώμα, τα έβαλε σε μια θυρίδα στο Ιερό της Εκκλησίας και τους άναψε κι ένα καντηλάκι.
Την ίδια νύχτα είδε στο όνειρό του τον ίδιο Μοναχό. Κρατούσε στην αγκαλιά του μια εικόνα του, φτιαγμένη από ασήμι.
Δίπλα του βρισκόταν ένα μανουάλι. Η Μοναχή πλησίασε, άναψε μια λαμπάδα και άκουσε τη φωνή του:
«Σε ευχαριστώ πολύ. Το όνομά μου είναι Εφραίμ».
Με διάφορες οπτασίες και οράματα, ο Άγιος Εφραίμ φανέρωνε στις αδελφές του Μοναστηριού την ιστορία της ζωής του.
Η Μοναχή Μακαρία αφηγείται: Ένα μεσημέρι λαγοκοιμόταν από την κούραση. Ξαφνικά βλέπει: «Μια ιερή πομπή να πλησιάζει προς το κελί της, ψάλλοντας ύμνους. Έφτασαν μέσα στο κελί, πήραν το σώμα του Αγίου που το κουβαλούσαν στους ώμους τους και το απόθεσαν στην αγκαλιά της. Οι ιερείς ξεκίνησαν να κάνουν την κηδεία και όλοι μαζί βρέθηκαν μέσα σε μια Βυζαντινή Εκκλησία, με περίτεχνο διάκοσμο, αφιερωμένη στον Άγιο».
Ένα μικρό κοριτσάκι που ζούσε στο ίδρυμα της Μονής μαζί με τη γιαγιά του, ένα βράδυ που ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, είδε τον Άγιο να το πλησιάζει.
Εκείνος το είδε φοβισμένο, του χάιδεψε το κεφάλι και του είπε: «Μη με φοβάσαι παιδί μου. Είμαι ο Άγιος Εφραίμ».
Η γιαγιά του κοριτσιού ένα βράδυ αργά άκουσε κάποιον να στέκεται έξω από την πόρτα του θαλάμου. Πιστεύοντας πως ήταν η αδελφή Μακαρία της φώναξε. Ξαφνικά μια λάμψη φώτισε όλη την περιοχή του Μοναστηριού. Μέσα από το φως εμφανίστηκε ο Άγιος. Κρατούσε στα χέρια του μια μικρή Βυζαντινή Εκκλησία, που είχε τέσσερις τρούλους στις άκρες κι έναν μεγάλο στο κέντρο με ένα φωτεινό Σταυρό.
Αμέσως η γιαγιά γονάτισε μπροστά του και ο Άγιος της μίλησε: «Είμαι ο Μεγαλομάρτυρας Εφραίμ. Γεννήθηκα 14 Σεπτεμβρίου, ανήμερα του Σταυρού και πάλι 14 Σεπτεμβρίου ημέρα του Σταυρού, άρχισε το μαρτύριό μου. Να πεις στην αδελφή Μακαρία, πως θέλω να μου φτιάξει ένα τέτοιο προσκυνητάρι, στη στροφή του δρόμου, εκεί που καθόμουν και ξεκουραζόμουν».
Πράγματι οι Μοναχές έφτιαξαν το προσκυνητάρι, ένα κομψοτέχνημα, μικρογραφία Βυζαντινής Εκκλησίας.
Είναι αναρίθμητες οι μαρτυρίες για τις εμφανίσεις και τα θαύματα του Αγίου Εφραίμ. Ένα από αυτά αφορά την Εκκλησία του. Όταν έφτασε η ευλογημένη ώρα, που αξίωσε ο Κύριος, να χτιστεί ο Ναός του Αγίου, βρέθηκε από Θεία Πρόνοια, παλιά πέτρα που στόλιζε άλλοτε ένα οικοδόμημα στην Αθήνα. Η Ηγουμένη Μακαρία αναρωτιόταν, πού ακριβώς θα ήθελε ο Άγιος να χτιστεί η Εκκλησία του. Φτάνει τότε μια προσκυνήτρια στο Μοναστήρι και της λέει: «Είδα στο όνειρό μου τον Άγιο Εφραίμ και μου είπε: «Να πας να πεις στη Γερόντισσα, ότι τον τάφο μου τον θέλω μέσα στην Εκκλησία μου».
Πεντέμισι αιώνες φύλαγε η γη, σαν πολύτιμο θησαυρό στους κόλπους της τον Άγιο Εφραίμ, μέχρι που ο πολυεύσπλαχνος Θεός μας τον φανέρωσε, για να τον έχουμε βοηθό και οδηγό στις δύσκολες μέρες που ζούμε. Ας αναγνωρίσουμε όλοι μας τη δύναμη της πίστης και της προσευχής και ας προστρέχουμε σε Αυτόν, με ταπεινή καρδιά, παρακαλώντας Τον να μας ελεήσει. Και όλοι μαζί, ας ζητήσουμε από Αυτόν τον Άγιο του Θεού Εφραίμ, να είναι πάντα δίπλα μας, να μας φωτίζει, να μας στηρίζει και να μας καθοδηγεί.
ΠΗΓΗ diaforetiko