Θυμάμαι ένας δικηγόρος, που έκανε πολλές αδικίες, πόσο βασανίσθηκε στο τέλος της ζωής του. εξασκούσε το επάγγελμά του σε μία επαρχία που είχε πολλούς κτηνοτρόφους. Εκεί, φυσικά, γίνονταν και αγροζημίες και πολλοί βοσκοί έτρεχαν σ’ αυτόν τον δικηγόρο, γιατί με πονηρά επιχειρήματα έπειθε και τον αγρονόμο και τον ειρηνοδίκη.
Έτσι οι καημένοι γεωργοί πολλές φορές όχι μόνο δεν έβρισκαν το δίκαιο για τα σπαρτά που τους κατέστρεφαν τα κοπάδια, αλλά έβρισκαν και τον μελά τους. Όλοι τον ήξεραν τον δικηγόρο αυτόν και κανείς τίμιος άνθρωπος δεν τον πλησίαζε.
Ακόμη και ο Πνευματικός να δείτε τί συμβούλεψε έναν ευαίσθητο βοσκό. Ο βοσκός αυτός είχε ένα μικρό κοπάδι και μία σκύλα. Μία φορά που η σκύλα είχε γεννήσει, έδωσε τα κουταβάκια σε άλλους και κράτησε μόνον την μάνα.
Εκείνο το διάστημα είχε χαθεί μία προβατίνα και είχε αφήσει το αρνάκι της που θήλαζε. Αυτό, επειδή δεν είχε μάνα, έτρεχε πίσω από την σκύλα και θήλαζε από αυτήν, η οποία ένιωθε και η ίδια ανακούφιση. Έτσι τα δύο ζώα είχαν συνηθίσει και το ένα έβρισκε το άλλο. Ο καημένος ο βοσκός, όσο και να προσπαθούσε να τα ξεχωρίσει, εκείνα έσμιγαν.
Επειδή ήταν ευαίσθητος ο βοσκός, σκέφθηκε να ρωτήσει τον Πνευματικό εάν τελικά τρώγεται το κρέας του αρνιού ή όχι. Ο Πνευματικός, έχοντας υπ’ όψιν του και την φτώχεια του βοσκού, σκέφτηκε λίγο και του είπε: «Το αρνί αυτό, παιδί μου, δεν τρώγεται, γιατί θήλασε από την σκύλα, αλλά ξέρεις τί να κάνεις;
Επειδή όλοι οι άλλοι βοσκοί πηγαίνουν δώρα στον δικηγόρο τον δείνα αρνιά και τυριά, να του πάς και συ αυτό το αρνί να το φάει. Μόνον αυτός έχει ευλογία να το φάη, γιατί όλος ο κόσμος ξέρει που είναι άδικος».
Όταν είχε γεράσει πια ο άδικος αυτός δικηγόρος και έπεσε στο κρεββάτι, υπέφερε χρόνια από εφιάλτες και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τον χτύπησε και ημιπληγία και δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει.
Προσπάθησε ο Πνευματικός να τον κάνει τουλάχιστον να γράψει τις αμαρτίες του, αλλά είχε χάσει και τον έλεγχο, και αναγκαζόταν να του διαβάζει την ευχή των Επτά Παίδων, για να κλείσει λίγο τα μάτια του να κοιμηθεί.
Του διάβαζε και εξορκισμούς, για να γαληνέψει λίγο, μέχρι που αναπαύθηκε, και ας ευχηθούμε ο Θεός να τον αναπαύσει πραγματικά.
– Γέροντα, πολλοί πιστεύουν ότι τους έχουν κάνει μάγια. Πιάνουν τα μάγια;
– Εάν ο άνθρωπος έχει μετάνοια και εξομολογείται, δεν πιάνουν. Για να πιάσουν τα μάγια, θα έχει δώσει κάποιο δικαίωμα ο άνθρωπος. Θα αδίκησε κάποιον, θα κοροϊδεύει καμιά κοπέλα κ.λπ.
Τότε θα πρέπει να μετανοήσει, να ζητήσει συγχώρηση, να εξομολογηθεί, να τακτοποιηθεί και να επανορθώσει αυτό που έκανε. Γιατί αλλιώς, και όλοι οι παπάδες να του διαβάσουν εξορκισμούς, δεν λύνονται τα μάγια. Αλλά και μάγια να μην του έκαναν, και μόνον το άχτι της αδικημένης ψυχής αρκεί για να τον βασανίζει.
Υπάρχουν δύο μορφές αδικίας, η υλική και η ηθική. Υλική αδικία είναι, όταν αδικεί κανείς τον άλλον σε υλικά πράγματα.
Ηθική είναι, όταν λ.χ. κάποιος γελάσει μία κοπέλα, και αν μάλιστα είναι ορφανή, με πενταπλάσιο βάρος βαραίνει την ψυχή του. στον πόλεμο η σφαίρα ξέρεις πώς κυνηγάει τους ανήθικους; εκεί βλέπεις έντονα την θεία δικαιοσύνη, την προστασία του Θεού. Ατιμία στον πόλεμο δεν σηκώνει.
Ανήθικο άνθρωπο θα τον βρει σφαίρα. Μία φορά πηγαίναμε με την διλοχία μας να αντικαταστήσουμε ένα τάγμα. Εν τω μεταξύ όμως μας χτύπησαν και ριχτήκαμε στην μάχη. Ένας, θυμάμαι, από εκείνο το τάγμα είχε κάνει την προηγούμενη μέρα μία ατιμία, είχε βιάσει μία έγκυο, την καημένη.
Έ, σ’ εκείνη την επιχείρηση μόνον αυτός σκοτώθηκε!! Φοβερό! Όλοι έλεγαν μετά: «Το κτήνος, καλά έπαθε και σκοτώθηκε!». Ιδίως αυτοί που κάνουν πονηριές, που κοιτάζουν να ξεφύγουν από ‘δω, να ξεφύγουν από ‘κει, τελικά δεν γλυτώνουν.
Είναι παρατηρημένο ότι όσοι πιστεύουν πολύ, φυσικά ζούνε και τίμια, χριστιανικά, και το σώμα τους το τίμιο προστατεύεται από τα πυρά περισσότερο απ’ ό,τι αν φορούσαν Τιμιόξυλο.
(Λόγοι τόμος Α σελ. 87-89)