Ήρθε κάποιος νεαρός αναστατωμένος καί μου είπε: Γέροντα, δέν πρόκειται νά διορθωθώ. Μου είπε ό πνευματικός μου: “αυτά είναι καί κληρονομικά…”. Τόν είχε πιάσει απελπισία.
Έγώ, όταν μου πή κάποιος ότι έχει προβλήματα κ.λπ., θά του πώ: Αυτό συμβαίνει γι’ αυτόν καί γι’ αυτόν τόν λόγο γιά ν’ άλλάξης, πρέπει νά κάνης εκείνο κι εκείνο.
Έχει λ.χ. κάποιος έναν λογισμό πού τόν βασανίζει καί δέν κοιμάται, παίρνει χάπια γιά τό κεφάλι, γιά τό στομάχι καί μέ ρωτάει: Νά κόψω τά χάπια;. Όχι, του λέω, νά μήν κόψης τά χάπια.
Νά πετάξης τόν λογισμό πού σέ βασανίζει καί ύστερα νά τά κόψης. Αν δέν πετάξης τόν λογισμό, έτσι θά πάς θά ταλαιπωρήσαι. Γιατί, τί θά ώφελήση νά κόψη τά χάπια, όταν κρατάη μέσα του τόν λογισμό πού τόν βασανίζει;
Καλά είναι ό πνευματικός νά μή φθάνη μέχρι του σημείου νά άνάβη κόκκινο φως νά ανέχεται λίγο μία κατάσταση, αλλά φυσικά πρέπει καί ό άλλος νά δουλεύη σωστά, γιά νά βοηθηθή.
Ένας νεαρός ζόρισε κάποια φορά τήν αρραβωνιαστικιά του – ποιος ξέρει τί της έλεγε; -καί εκείνη άπό τήν αγανάκτηση της πήρε τό αυτοκίνητο καί έφυγε καί στόν δρόμο σκοτώθηκε.
Μετά ό νεαρός ήθελε νά αύτοκτονήση, γιατί ένιωθε ότι αυτός έγινε αιτία καί σκοτώθηκε ή κοπέλα. Όταν ήρθε καί μου τό είπε, άν καί στήν ουσία είχε κάνει έγκλημα, τόν παρηγόρησα καί τόν έφερα σέ λογαριασμό.
Έπειτα όμως τό έρριξε τελείως έξω, έγινε τελείως αδιάφορος, βρήκε έν τω μεταξύ καί μιά άλλη. “Οταν ξαναήρθε μετά άπό δύο-τρία χρόνια, τού έδωσα ένα τράνταγμα γερό, γιατί τότε δέν υπήρχε κίνδυνος νά αύτοκτονήση. Χρειαζόταν τό τράνταγμα, άφού δέν υπήρχε αναγνώριση.
Δέν καταλαβαίνεις, τού είπα, ότι έκανες φόνο, ότι έγινες αιτία καί σκοτώθηκε ή κοπέλα;. Άν δούλευε σωστά, θά συνέχιζε νά ύποφέρη, άλλά θά ανταμειβόταν μέ θεϊκή παρηγοριά δέν θά έφθανε σ’ αυτήν τήν κατάσταση τήν άλήτικη τής αδιαφορίας. Θέλει δηλαδή πολλή προσοχή. Κάνει κάποιος ένα σφάλμα καί πέφτει στήν απελπισία.
Εκείνη τήν στιγμή μπορεί νά τόν παρηγόρησης, άλλά, γιά νά μή βλαφθή, χρειάζεται καί τό δικό του φιλότιμο. Μιά φορά είχε έρθει στο Καλύβι ένα νέο παιδί απελπισμένο, γιατί έπεφτε σέ σαρκική αμαρτία καί δέν μπορούσε νά απαλλαγή άπό αυτό τό πάθος.
Είχε πάει σέ δυο πνευματικούς πού προσπάθησαν μέ αυστηρό τρόπο νά τό βοηθήσουν νά καταλάβη ότι είναι βαρύ αυτό πού κάνει. Τό παιδί απελπίσθηκε. Άφού ξέρω ότι αυτό πού κάνω είναι αμαρτία, είπε, καί δέν μπορώ νά σταματήσω νά τό κάνω καί νά διορθωθώ, θά κόψω κάθε σχέση μου μέ τόν Θεό.
Όταν άκουσα τό πρόβλημα του, τό πόνεσα τό καημένο καί τού είπα: Κοίταξε, ευλογημένο, ποτέ νά μήν ξεκινάς τον αγώνα σου άπό αυτά πού δέν μπορείς νά κάνης, άλλά άπό αυτά πού μπορείς νά κάνης.
Γιά νά δούμε τί μπορείς νά κάνης, καί νά άρχίσης άπό αυτά. Μπορείς νά εκκλησιάζεσαι κάθε Κυριακή;. Μπορώ, μού λέει. Μπορείς νά νηστεύης κάθε Τετάρτη και Παρασκευή;. Μπορώ. Μπορείς νά δίνης ελεημοσύνη τό ένα δέκατο άπό τόν μισθό σου ή νά επισκέπτεσαι άρρωστους καί νά τούς βοηθάς;. Μπορώ.
Μπορείς νά προσεύχεσαι κάθε βράδυ, έστω κι άν αμάρτησες, καί νά λές “Θεέ μου, σώσε τήν ψυχή μου”;. Θά τό κάνω, Γέροντα, μού λέει. Άρχισε λοιπόν, του λέω, άπό σήμερα νά κάνης όλα αυτά πού μπορείς, καί ό παντοδύναμος Θεός θά κάνη τό ένα πού δέν μπορείς.
Τό καημένο ηρέμησε καί συνέχεια έλεγε: Σ’ ευχαριστώ, πάτερ. Είχε, βλέπεις, φιλότιμο καί ό Καλός Θεός τό βοήθησε.