«Κατά την εποχή που ήμουν μάγειρας μια Κυριακή που τελείτω αγρυπνία πήρα απο τον δοχειάρη ρεβύθια να τα βράσω. Τα μούσκεψα και κατά την ώρα του όρθρου τα έβαλα στο καζάνι να βράσουν. Τα έβραζα τρείς ώρες.
Ξόδεψα δύο φορτία ξύλα και αυτά τα ευλογημένα (ή καλύτερα να πούμε αφορισμένα) αντί να μαλακώσουν σκλήραιναν περισσότερο.
Δε φαντάζεστε τη στεναχώρια μου.Οι πατέρες όλη τη νύχτα αγρυπνούν να μείνουν νηστικοί;
Περίλυπος και στεναχωρημένος όπως ήμουν ανέβηκα στο παρεκκλήσι των Αρχαγγέλων που είχα την επιμέλεια.
Αφού άναψα τα καντήλια και με πολλή ευλάβεια και στρωτές μετάνοιες τους επροσκύνησα και ασπαθηκα την εικόνα τους . Πήρα το κομποσκοίνι στα χέρια μου με πολλή αγάπη και ευλάβεια και τους παρακαλούσα να συνδράμουν να με βγάλουν από τη θλίψη που είχα. Αυτά καθώς έλεγα προσευχόμενος ω της ταχείας αντιλήψεως και αγάπης άγιοι Αρχάγγελοι , ακούω μια φωνή στη διάνοιά μου που μου έλεγε: Πάρε λίγο λάδι από το καντήλι και ρίψε το στο καζάνι.
Το έκαμα λέγοντας ταυτχρονα το απολυτίκιο τους , εντός 15 λεπτών τα ξηρά , σκληρά , πρώην κακόβραστα ρεβύθια έλυωσαν , έγιναν χυλός!
Τούτο ιδών από μέσα από τη ψυχή και την καρδιά μου εδόξασα το Θεό και ευχαρίστησα ευλαβώς τους αγίους Ταξιάρχες που με έβγαλαν από λύπη και στεναχώρια.
Οι πατέρες έφαγαν και μου έλεγαν μερικοί από αυτούς:
-Θεός σχωρέσει σε πάτερ ‘Ανθιμε , μας ανάπαυσες . Απ’ αυτά τα ρεβύθια να βράζεις πάντοτε
Αληθινή μαρτυρία Άνθιμου Μοναχού Διονυσιάτου
ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΙΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ, Ι.Μ. ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΘΩΣ, 1989, σσ. 190 κ.ε