Κάθε νύχτα, ένας ηλικιωμένος άντρας καθόταν στην ίδια διασταύρωση στο Phoenix. Με ήλιο ή βροχή, παρέμενε πάντα εκεί δίπλα σε ένα εστιατόριο της εκκλησίας μέχρι που έκλεινε. Ο άντρας είχε πάντα μαζί του μία ταμπέλα που έγραφε: ‘χάλκινα νομίσματα προς πώληση.
Οι άνθρωποι τον προσπερνούσαν και κανείς δεν σταματούσε να τον ρωτήσει γιατί ήθελε να πουλήσει αυτά τα νομίσματα μέσα στην ζέστη. Ένα απόγευμα, μία γυναίκα με όνομα Lisa παρατήρησε τον ηλικιωμένο άντρα και η καρδιά της ράγισε.
Από τότε, κάθε νύχτα τον έβλεπε στο ίδιο ακριβώς σημείο. Μία πολύ ζεστή μέρα του Ιουνίου του 2017, τελικά αποφάσισε να τον πλησιάσει και να μάθει την ιστορία του – ήξερε πως πρέπει να υπήρχε κάποιος λόγος για όλα αυτά.
Τελικά ανακάλυψε κάτι απίστευτο για τον ηλικιωμένο, του οποίου το όνομα ήταν Paul. Την άφησε να τον βγάλει μία φωτογραφία και να την ανεβάσει στο διαδίκτυο… μαζί με την ιστορία του.
Δεν περίμενε ποτέ όμως η ιστορία του να γίνει viral, ούτε αυτό που συνέβη στην συνέχεια…
Καθόταν δίπλα στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατου παππού – Όταν άνοιξε η πόρτα και είδαν ποιος μπήκε…”έμειναν”
Η ιστορία αυτού του κοριτσιού και του παππού της είναι ένα τέτοιο παράδειγμα ότι η φιλία και η αγάπη μπορεί να νικήσει τα πάντα και να σε ξαναζωντανέψει. Δημοσιεύτηκε αρχικά στην ιστοσελίδα «Rumor has it» και συγκίνησε πολύ κόσμο παγκοσμίως.
«Κάθε Σάββατο, ο παππούς και εγώ πηγαίναμε στον οίκο ευγηρίας που ήταν μερικά τετράγωνα από το σπίτι μας. Στη μαμά δεν άρεσε γιατί άφηνα τους φίλους μου και έκανα παρέα με τον παππού ακόμα και τα Σάββατα. Επισκεπτόμασταν ηλικιωμένους και άρρωστους ασθενείς που ζούσαν εκεί, επειδή δε μπορούσαν πλέον να φροντίσουν τον εαυτό τους. “Όποιος επισκέπτεται τους άρρωστους τους δίνει ζωή,” έλεγε πάντα ο παππούς.
Αρχικά, επισκεπτόμασταν τη κυρία Σοκόλ. Την αποκαλούσα “Η Μαγείρισσα.” Της άρεσε να μιλάει για τον καιρό που ήταν γνωστή μαγείρισσα στη Ρωσία. Ο κόσμος ερχόταν από άλλες πόλεις για να δοκιμάσει τη διάσημη κοτόσουπά της.
Στη συνέχεια, πηγαίναμε στον κύριο Μέγιερ. Καθόμασταν γύρω από ένα τραπεζάκι, και μας έλεγε αστεία. Γελούσαμε με τα αστεία του, ακόμα και όταν δεν ήταν τόσο αστεία.
Στη διπλανή πόρτα ήταν ο κύριος Λιπμαν. Τον αποκαλούσα “Τραγουδιστή” επειδή αγαπούσε να μας τραγουδάει. Όποτε το έκανε, η όμορφη φωνή του γέμιζε τον αέρα, καθαρή, δυνατή και γεμάτη ενέργεια και πάντα τραγουδούσαμε μαζί του.
Επισκεπτόμασταν τη κυρία Καγκάν, “Τη γιαγιά,” που μας έδειχνε φωτογραφίες από τα εγγόνια της. Το δωμάτιο της κυρίας Σχριεμπέρ ήταν γεμάτο με αναμνήσεις που ζωντάνευαν, καθώς μας διηγούνταν εμπειρίες από τα παλιά.
Στη συνέχεια, υπήρχε ο κύριος Κρουλλ, “Ο Ήσυχος.” Δεν είχε πολλά να πει. Απλά άκουγε όταν ο παππούς ή εγώ του μιλούσαμε. Έγνεφε και χαμογελούσε και μας έλεγε να ξανάρθουμε την άλλη εβδομάδα. Αυτό μας έλεγαν όλοι, ακόμα και η υπάλληλος.
Κάθε εβδομάδα ξαναερχόμασταν, ακόμα και όταν έβρεχε. Πηγαίναμε μαζί να επισκεφτούμε τους φίλους μας: Τη μαγείρισσα, τον αστείο, τον τραγουδιστή, τη γιαγιά, τη κυρία με τις αναμνήσεις και τον ήσυχο.
Μια μέρα ο παππούς αρρώστησε πολύ και έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο. Οι γιατροί είπαν ότι η κατάσταση της υγείας του δε θα βελτιωνόταν.
Ήρθε το Σάββατο και έφτασε η ώρα να επισκεφτούμε το γηροκομείο. Πως μπορούσα να πάω χωρίς τον παππού μου; Τότε θυμήθηκα αυτό που μου είχε πει μια φορά: “Αν θέλεις να κάνεις μια καλή πράξη, τίποτα δε πρέπει να στέκεται εμπόδιο.” Έτσι πήγα μόνη μου. Όποιος επισκέπτεται τους άρρωστους τους χαρίζει ζωή.
Όλοι χάρηκαν που με είδαν. Εξεπλάγησαν που δεν είδαν το παππού. Όταν τους είπα ότι είναι στο νοσοκομείο, μπορούσαν να καταλάβουν ότι είμαι στεναχωρημένη.
Η μαγείρισσα αποκάλυψε κάποια μυστικά συστατικά της. Ο αστείος μου είπε τα τελευταία του αστεία. Ο τραγουδιστής μου τραγούδησε ένα τραγούδι ειδικά για μένα. Η γιαγιά μου έδειξε και άλλες φωτογραφίες. Η κυρία με τις αναμνήσεις μοιράστηκε μαζί μου και άλλες ιστορίες. Όταν επισκέφτηκα τον ήσυχο, τον ρώτησα πολλές ερωτήσεις. Όταν ξέμεινα από ερωτήσεις, του είπα τι έμαθα στο σχολείο.
Μετά από λίγο, τους αποχαιρέτισα όλους, ακόμα και την υπάλληλο πίσω από το γραφείο. “Ευχαριστούμε που ήρθες,” μου είπε. “Περαστικά στο παππού σου.”
Μερικές μέρες αργότερα, ο παππούς ήταν ακόμα στο νοσοκομείο. Δεν έτρωγε, δε μπορούσε να καθίσει και μετά βίας μιλούσε. Πήγα στη γωνία του δωματίου, για να μη με βλέπει να κλαίω. Η μητέρα μου στάθηκε δίπλα του και κράτησε το χέρι του παππού μου. Το δωμάτιο ήταν μελαγχολικό και πολύ ήσυχο.
Ξαφνικά η νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο και είπε, “Έχετε κάποιους επισκέπτες.” “Εδώ γίνεται το πάρτυ;” Άκουσα μια οικεία φωνή να ρωτά.
Ήταν ο αστείος. Πίσω του ήταν η μαγείρισσα, ο τραγουδιστής, η γιαγιά, η κυρία με τις αναμνήσεις, ο ήσυχος, ακόμα και η υπάλληλος του γηροκομείου.
Η μαγείρισσα είπε στον παππού για το σπουδαίο φαγητό που θα του μαγείρευε μόλις γινόταν καλύτερα. Του έφερε ένα μπολ με σπιτική κοτόσουπα.
“Κοτόσουπα; Αυτός ο άντρας χρειάζεται ένα σάντουις με παστουρμά,” είπε ο αστείος γελώντας.
Όλοι γέλασαν μαζί του. Τότε μας είπε μερικά αστεία. Μέχρι να τελειώσει, όλοι χρειάζονταν χαρτομάντηλα για να σκουπίσουν τα δάκρυα γέλιου.
Η γιαγιά του έδειξε μια ευχητήρια κάρτα για περαστικά φτιαγμένη από τις εγγονές της. Ο τραγουδιστής άρχισε να τραγουδάει, και όλοι τραγουδήσαμε μαζί του. Η κυρία με τις αναμνήσεις μας εξιστόρησε πως ο παππούς ήρθε επίσκεψη μέσα σε χιονοθύελλα, απλά για να φέρει μερικά τριαντάφυλλα για τα γενέθλιά της.
Πριν το καταλάβω, πέρασαν οι ώρες επίσκεψης. Όλοι είπαν μια σύντομη προσευχή για τον παππού. Τον αποχαιρέτησαν και του είπαν ότι θα τον ξαναδούν σύντομα.
Εκείνο το βράδυ, ο παππούς κάλεσε τη νοσοκόμα και της είπε ότι πεινούσε. Σύντομα ξεκίνησε να κάθεται και να σηκώνεται. Κάθε μέρα, ο παππούς ένιωθε ολοένα και καλύτερα, και δυνάμωνε. Σύντομα μπόρεσε να πάει σπίτι.
Οι γιατροί εξεπλάγησαν. Είπαν ότι η ανάρρωσή του ήταν ένα θαύμα. Αλλά εγώ ήξερα την αλήθεια: οι φίλοι του τον έκαναν καλά. Όποιος επισκέπτεται τους άρρωστους τους χαρίζει ζωή.
Ο παππούς είναι καλύτερα τώρα. Κάθε Σάββατο, πηγαίνουμε μαζί επίσκεψη στους φίλους μας: στη μαγείρισσα, τον αστείο, τον τραγουδιστή, τη γιαγιά, τη κυρία με τις αναμνήσεις, τον ήσυχο, ακόμα και τη κυρία που κάθεται στο γραφείο.»