Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος (12 Ιουλίου 1912 – 13 Απριλίου 1984) ήταν Έλληνας ηθοποιός. Γεννήθηκε στο Διακοφτό Αχαΐας στις 12 Ιουλίου 1912. Σπούδασε στην Αθήνα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Την πρώτη του εμφάνιση στη σκηνή την έκανε στον ρόλο του ιππότη στον Βασιλιά Ληρ.
Στο Εθνικό Θέατρο παρέμεινε μέχρι το 1941. Συνολικά για 46 χρόνια, ερμήνευσε και έπαιξε στους μεγαλύτερους θιάσους της εποχής του. Πρώτη του ταινία ήταν, το 1947, τα «Παιδιά της Αθήνας». Συνολικά έπαιξε σε 136 ταινίες, ανάμεσά τους «Ένας ιππότης για τη Βασούλα», «Η βίλα των οpγίων», «Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται», «Φουσκοθαλασσιές», «Ο Κύριος Πτέραρχος» κ.τ.λ. Τελευταία ταινία του ήταν το «Ταξίδι στα Κύθηρα». Έπαιξε και στην τηλεόραση όπου ο ρόλος του κυρ-Γιώργη στο «Λούνα-Παρκ» τον καθιέρωσε στη λαϊκή συνείδηση. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μόνος, καθότι άγαμος και πέθανε στις 13 Απριλίου 1984.
Βρέθηκε στο σπίτι του, λίγες μέρες αργότερα.
Προς τιμή του, ο Δήμος Διακοπτού τοποθέτησε την προτομή του στην παραλία του δήμου. Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος έκανε πολλές αγαθοεργίες, κυρίως στην περιοχή όπου γεννήθηκε, χωρίς αυτό να είναι ευρέως γνωστό.
Το 1968 βραβεύτηκε με το βραβείο των Ελλήνων κριτικών για την ταινία «Το κανόνι και το αηδόνι».
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος αν και δεν χαρακτηρίστηκε ποτέ «ζεν πρεμιέ» του ελληνικού κινηματογράφου, είχε πάντα μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες.
Όπως ανέφερε ο ανιψιός του μεγάλου κωμικού Τάκης Βλαστός στη «Μηχανή του Χρόνου», ο θείος του συνήθιζε να λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου για τις κατακτήσεις του: «την βλέπεις αυτή την καράφλα; Πόσες τρίχες λείπουν; Κάθε μια τρίχα είναι και μια ικανοποιημένη γυναίκα».
Ωστόσο υπήρξε μια γυναίκα, που δεν κατάφερε να την κατακτήσει αν και ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της. Ήταν η Άννα Καλουτά, η ξανθιά γαλανομάτα ηθοποιός της επιθεώρησης.
Ο λόγος που ο έpωτας του Παπαγιαννόπουλου έμεινε ανεκπλήρωτος ήταν ότι η όμορφη πρωταγωνίστρια διατηρούσε δεσμό με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα.
Ο Νιόνιος, παρόλο που σεβάστηκε το γεγονός ότι η Καλουτά ήταν δεσμευμένη και μάλιστα με έναν συνάδελφό του, πληγώθηκε πολύ.
Οι άνθρωποι που τον έζησαν θυμούνται πως η απόρριψη της ηθοποιού του στοίχισε και για αρκετό καιρό κλείστηκε στον εαυτό του.
Άγαμος λόγω ροχαλητού
Ο Παπαγιαννόπουλος αν και είχε πολλούς δεσμούς στη ζωή του, δεν παντρεύτηκε ποτέ.
Καθώς μεγάλωνε, κάποιοι τον χαρακτήρισαν «γεροντοπαλίκαρο», αλλά ο ίδιος συνήθιζε να αστειεύεται με το θέμα του γάμου. Όταν οι φίλοι και οι γνωστοί του τον ρωτούσαν γιατί δεν παντρεύτηκε με καμία από τις συντρόφους του, εκείνος απαντούσε : “Εγώ ροχαλίζω πολύ, ποια γυναίκα θα με ανεχτεί;”
Όταν τον ρώτησε ο Αλέκος Σακελάριος απάντησε: “εγώ να παντρευτώ; Δεν πάω να πνιγώ καλύτερα;”
Ο γυναικοκατακτητής που δεν παντρεύτηκε ποτέ
Οι ανιψιές του Παπαγιαννόπουλου
Ο «γυναικοκατακτητής» Παπαγιαννόπουλος σεβόταν και θαύμαζε πολύ τις γυναίκες.
Γι’ αυτό ήταν πάντα διακριτικός και προσπαθούσε να κρύβει τις σχέσεις του, ώστε να μην εκθέτει τις συντρόφους του.
Ακόμα και όταν έβγαινε έξω μαζί τους, προσπαθούσε να πηγαίνει σε μέρη που δεν ήταν πολυσύχναστα.
Οι φίλοι του, που γνώριζαν την επιθυμία του να κρατάει την προσωπική του ζωή μακριά από τη δημοσιότητα, ακόμα και όταν τον συναντούσαν με κάποια κοπέλα, προσποιούνταν ότι δεν τον είχαν δει για να μην τον φέρουν σε δύσκολη θέση.
Μεγαλώνοντας ο Παπαγιαννόπουλος απέκτησε αδυναμία στις νεαρότερες κοπέλες. Για να είναι σίγουρος ότι δε θα δημιουργήσει πρόβλημα σε κάποια κοπέλα, όταν έβγαιναν τις σύστηνε πάντα ως ανιψιές του.
“Αλλωστε ήταν και αρκετά νέες σε ηλικία.
Ο Γιάννης Δαλιανίδης, που ήταν στενός συνεργάτης του, είχε γνωρίσει αρκετές από τις “ανιψιές” του.
Όταν τύχαινε κάποια ανιψιά να είναι και νεαρή ηθοποιός, ο Νιόνιος προσπαθούσε να τις βοηθήσει και ζητούσε από το γνωστό σκηνοθέτη «ένα μικρό ρολάκι για την ανιψιά του.”
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Βραδυνή, θέλοντας να αποφύγει τα σχόλια γύρω από την 3ρωτική του ζωή, είχε δηλώσει: «Ούτε ωραίος είμαι, ούτε τον γόη κάνω και δεν σέρνονται οι γυναίκες πίσω μου. Εξ’ άλλου δεν είναι σωστό να κάθεται κανείς και να αραδιάζει κατακτήσεις».
Την τακτική αυτή ακολούθησε μέχρι το τέλος της ζωής του, κάνοντας όλους όσους τον γνώρισαν να μιλούν για έναν γνήσιο τζέντλεμαν.