Στον παρακάτω κήπο, όπου σήμερα σώζονται ορισμένες ελιές με τεράστιους κορμούς, έκανε ο Ιησούς την τελευταία του προσευχή, πριν τη Σταύρωση.
Ο Ιησούς, για να φθάσει εκεί περπάτησε δύο χιλιόμετρα από το Υπερώο, όπου διεξήχθη ο Μυστικός Δείπνος με τους έντεκα από τους μαθητές του.
Σύμφωνα με τις γραφές, ήταν μια έντονη, δυνατή προσευχή γεμάτη αγωνία. Ο ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπο του Χριστού φανερώνοντας την ανθρώπινη υπόστασή του. Έπρεπε να πιει εκείνο το ποτήρι και να το αντιμετωπίσει σαν άνθρωπος, να ξεπληρώσει το τίμημα στο όνομα όλων των ανθρώπων.
Ήξερε ότι στο εξής θα έμενε μόνος. Θα αντιμετώπιζε την εγκατάλειψη ακόμη και από τους μαθητές του που θα δείλιαζαν, τις αποδοκιμασίες του όχλου που θα φώναζαν «Σταύρωσον Αυτόν», την άρνηση και την προδοσία.
«Απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο», φώναξε προς στιγμή, όχι γιατί φοβόταν το θάνατο αλλά γιατί η ανθρώπινη υπόστασή του ξεχείλιζε από πίκρα για την αδικία, την σκληρότητα, την κακία, την αχαριστία, την πονηρία, την αγνωμοσύνη των ανθρώπων. Ξεχείλιζε από τη θλίψη που αποκόμισε από τις άδικες κατηγορίες και την υποκρισία των Γραμματέων και των Φαρισαίων εις βάρος του.
Αμέσως όμως ξεπερνά το μονοπάτι αυτό της θλίψης για να βγει νικητής και να δώσει δύναμη κι ελπίδα σε όλους μας. Με περισσή αγάπη για τον άνθρωπο συνεχίζει λέγοντας:
«Όμως, όχι όπως εγώ θέλω, αλλ’ όπως εσύ», δείχνοντας την τέλεια υπακοή στο θέλημα του Πατέρα αλλά και την αποφασιστικότητα του να φέρει το σχέδιο της σωτηρίας του αμαρτωλού ανθρώπου σε πέρας.
Την προστάτευε μέχρι και ο Μωάμεθ: Η παλαιότερη χριστιανική μονή δεσπόζει στην κορυφή του Όρους Σινά (photos)
Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO αποτελεί η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης, καθώς θεωρείται η παλαιότερη χριστιανική μονή στον κόσμο.
Είναι κτισμένη στις παρυφές του Όρους Σινά στην Αίγυπτο, στην ομώνυμη χερσόνησο, και υπάγεται στην αυτόνομη Εκκλησία του Όρους Σινά.
Η παλαιότερη μαρτυρία για ύπαρξη μοναστικής ζωής στην περιοχή χρονολογείται γύρω στο 381-384 μ.Χ., όταν και εμφανίστηκαν οι πρώτοι ερημίτες μοναχοί.
Πρώτα χτίστηκε το παρεκκλήσι της “Φλεγόμενης Βάτου” από την μητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, Ελένη, στο σημείο όπου ο Μωυσής άκουσε τη “Θεία Φωνή”, δηλαδή τη φωνή του Θεού. Μεταξύ 527 και 565, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ διέταξε να χτιστεί το μοναστήρι για να προστατεύσει το παρεκκλήσι από “τη μανία των επιδρομών”, που εκείνη την περίοδο απειλούσαν τόσο το ιερό κτίσμα όσο και τη ζωή των μοναχών.
Έτσι, χτίστηκε το τείχος περιμετρικά του Παρεκκλησίου της Φλεγόμενης Βάτου και μέχρι σήμερα ο Ιουστινιανός και η Βασίλισσα Θεοδώρα μνημονεύονται ως κτήτορες της Μονής. Το μοναστήρι συνδέθηκε με την Αγία Αικατερίνη την Μεγαλομάρτυρα από την πεποίθηση ότι τα λείψανά της μεταφέρθηκαν εκεί ως εκ θαύματος.
Το μοναστήρι που σεβάστηκαν και προστάτευσαν όλες οι θρησκείες Καθώς το όρος Σινά αποτελεί τόπο ιερό όχι μόνο για τους χριστιανούς, αλλά και για τους μουσουλμάνους και τους Ιουδαίους, ο ιδρυτής του Ισλάμ Μωάμεθ έθεσε τη μονή υπό την προστασία του, εκδίδοντας υπέρ αυτής προστατευτήριο έγγραφο, γνωστό ως “Αχτιναμέ”.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μετά το 641 μ.Χ., που η Αίγυπτος πέρασε στην κυριαρχία των Αράβων, η μονή να συνεχίσει απρόσκοπτα τον βίο της εντός του ισλαμικού πλέον κόσμου της Μέσης Ανατολής.
“Οι μοναχοί της Μονής, με πολλή διπλωματική επιδεξιότητα και μέσα από τις μεγαλύτερες δυσχέρειες, κατορθώνουν να διασώσουν αλώβητο το απόκοσμο μοναστήρι, εξασφαλίζοντας την ενεργητική προστασία του αλλόθρησκου κυρίαρχου της χώρας“, σύμφωνα με τον αείμνηστο βυζαντινολόγο, Μανώλη Χατζηδάκη.
Η ειρηνική συμβίωση και συνεργασία των χριστιανών Σιναϊτών μοναχών με τους μουσουλμάνους περιοίκους Βεδουίνους ανά τους αιώνες είναι μέχρι σήμερα παροιμιώδης.
Σε περιόδους πολιτικής αστάθειας, ποικίλοι ηγεμόνες έσπευσαν να επικυρώσουν τα προνόμια της μονής, τόσο σουλτάνοι της Αιγύπτου όσο και οι ορθόδοξοι ηγεμόνες της Ρωσίας και των παραδουνάβιων κρατών.
Ιδιαίτερα γνωστή είναι η περίπτωση του Μεγάλου Ναπολέοντα, που σεβάστηκε το καθεστώς της μονής κατά τη γαλλική παρουσία στην Αίγυπτο το 1798 και εξέδωσε θέσπισμα στο οποίο δικαιολογεί την απόφασή του αυτή, αναφέροντας ότι “η μονή κατοικείται υπό ανδρών πεπαιδευμένων και πεπολιτισμένων“.
Όταν το 1798 έπεσε ο βόρειος τoίχος μετά από ένα σεισμό, ξαναχτίστηκε το 1801 με τη βοήθεια της στρατιάς του Ναπολέοντα.
“Επί 1400 χρόνια η Μονή συνέχισε τη ζωή της χωρίς καμία σημαντική διακοπή, σπάνια περίπτωση για ελληνικό μοναστήρι, και παρά τις μεταβολές που έφερε ο καιρός και οι άνθρωποι, διατηρεί έναν αρχαϊκό χαρακτήρα γνησιότητας“, έγραφε το 1967 ο τότε διευθυντής του Βυζαντινού μουσείου Μ. Χατζιδάκης.
Η παλαιότερη απεικόνιση του Χριστού με τα ιδιαίτερα μάτια
Πολύτιμα σκεύη από χρυσάφι, σμάλτο και πέτρες που χαρακτήριζαν ένα αυτοκρατορικό μοναστήρι δεν σώζονται λόγω των αρπαγών από γειτονικούς βεδουίνους σε στιγμές ταραχών.
Οι καταγραφές δείχνουν ότι αυτό που δεν ενδιέφερε τους επιδρομείς, ήταν οι εικόνες και τα χειρόγραφα. Με την φροντίδα των μοναχών σώθηκαν πολλές σημαντικές εικόνες, ώστε συνολικά να υπολογίζονται σήμερα περισσότερες από 2000. Ανάμεσα σε αυτές οι πεντακόσιες ανήκουν στην κύρια βυζαντινή εποχή, δηλαδή από τον 6o έως τον 15ο αιώνα.
Στο Σινά είναι συγκεντρωμένες οι περισσότερες βυζαντινές εικόνες που υπάρχουν σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Ανάμεσα σε αυτές βρίσκονται και οι παλαιότερες γνωστές εικόνες, οι αποκαλούμενες “κηρόχητες” του 6ου αιώνα που είναι και οι πολυτιμότερες και σπανιότερες.
Ο μεγάλος αριθμός των εικόνων, εκλεκτά δείγματα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής, προσδίδουν στο μοναστήρι το χαρακτήρα του μεγαλύτερου και σημαντικότερου μουσείου βυζαντινών εικόνων.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η εικόνα με τη μορφή του Χριστού Παντοκράτορα. Χρονολογείται στον 6ο αιώνα μ.Χ. και θεωρείται η παλαιότερη απεικόνιση του Χριστού. Επίσης, είναι μία από τις ελάχιστες εικόνες που διασώθηκε από την περίοδο της Εικονομαχίας.
Αυτό που τη χαρακτηρίζει και τραβά αμέσως την προσοχή κάθε πιστού είναι μια μικρή ασυμμετρία στα μάτια, σαν να αποτυπώνουν διαφορετικά συναισθήματα. Οι τεχνοκριτικοί αναγνωρίζουν συνάφεια ανάμεσα στα μάτια της συγκεκριμένης βυζαντινής εικόνας και στα μάτια των πορτραίτων Φαγιούμ, που έλκουν την καταγωγή τους από την Αίγυπτο.
Στο ίδιο μοναστήρι βρίσκεται μία από τις πλουσιότερες βιβλιοθήκες Βυζαντινών χειρογράφων με περισσότερους από 3000 κώδικες, πολλοί από τους οποίους είναι στολισμένη με μικρογραφίες εξαιρετικής τέχνης.
Τα χειρόγραφα
Στη Μονή Σινά βρίσκονται περισσότεροι από 3000 κώδικες. “Πολλοί από αυτούς είναι στολισμένοι με μικρογραφίες εξαιρετικής τέχνης“, αναφέρει ο βυζαντινολόγος Μ. Χατζιδάκης στην ημερολογιακή έκδοση της Εθνικής Τράπεζας του 1967.
Παρατηρεί ακόμα ότι “πολλοί κώδικες έχουν γραφτεί στο μοναστήρι, αλλά οι ωραιότεροι προέρχονται από την Κωσταντινούπολη και μερικοί πρέπει να είναι, κατά την παράδοση, δώρα Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Τα χειρόγραφα αυτά αποτελούν ένα, τεκμήριο για τους στενούς δεσμούς που κράτησε το μοναστήρι με την πολιτική και πνευματική ζωή του Βυζαντίου“.
Με το πέρασμα των χρόνων, ένα μικρό μέρος από το μεγάλο πλούτο του μοναστηριού “διέφυγε” σε άλλους χώρους της χριστιανοσύνης. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι ο περίφημος “Σιναϊτικός Κώδιξ”, ένα από τα αρχαιότερα κείμενα της Βίβλου του 4ου αιώνα που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Ο Σιναϊτικός Κώδικας είναι αρχαίος χειρόγραφος κώδικας που περιέχει τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και ένα μέρος των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης.
Ο αρχαίος χειρόγραφος κώδικας που περιέχει τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και ένα μέρος των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, γνωστός και ως “Σιναϊτικός κώδικας”, φυλασσόταν στη μονή μέχρι τον 19ο αιώνα αλλά τώρα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.
Ο Σιναϊτικός Κώδικας χρονολογείται από τα μέσα του 4ου αιώνα και ανακαλύφθηκε στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Ορους Σινά. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι συντάχθηκε σε 50 αντίγραφα, κατ΄ εντολήν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όταν εκείνος ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Την άποψη αυτή δεν συμμερίζεται η Μονή.
“Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους γραπτούς θησαυρούς της ανθρωπότητας“, υποστηρίζει ο προϊστάμενος του Τμήματος Μεσαιωνικών Χειρογράφων και Χειρογράφων των Πρώιμων Χρόνων τής Βρετανικής Βιβλιοθήκης του Λονδίνου δρ. Σκοτ Μακ Κέντρικ.
“Το ηλικίας 1.600 ετών χειρόγραφο αποτελεί “παράθυρο” στην εξέλιξη του Χριστιανισμού και παρέχει στοιχεία για το πώς μεταδόθηκε το μήνυμα της Βίβλου από γενιά σε γενιά“, υποστηρίζει.