Κάτω από το χλωμό φως της γκαζόλαμπας, τρία χέρια, ένα ανδρικό και δύο γυναικεία, σφίχτηκαν μεταξύ τους σε μια σιωπηλή συμφωνία θανάτου. Η απόφαση είχε ληφθεί. Η Κατερίνα έπρεπε να πεθάνει.
Ήταν Τρίτη βράδυ της 30ης Ιουλίου 1967, όταν οι τρεις υποψήφιοι δολοφόνοι έδωσαν τα χέρια. Το εγκληματικό τους σχέδιο ήταν απλό. Ο Βασίλης θα έριχνε παραθείο στο φαγητό της γυναίκας του την ώρα που θα βρίσκονταν στο χωράφι τους και σε περίπτωση που η άμοιρη Κατίνα για οποιοδήποτε λόγο δεν δοκίμαζε από το δηλητηριασμένο φαγητό, θα γύριζε πεινασμένη το βράδυ στο σπίτι, όπου η πεθερά της της είχε έτοιμο ένα άλλο πιάτο φαΐ ποτισμένο και αυτό με παραθείο.
Το πρωί της επόμενης ημέρας, ο Βασίλης ξεκίνησε με το ζώο του και με την εξάχρονη κόρη του Ελένη για το μπαξέ τους που βρισκόταν σκαρφαλωμένος, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό, πάνω στην πλαγιά ενός λοφίσκου. Λίγες ώρες αργότερα, γύρω στις 10 το πρωί έφτασε και η γυναίκα του Βασίλη φορτωμένη με ένα δισάκι μέσα στο οποίο είχε μεσημεριανό τους φαγητό. Πιπεριές και ντομάτες τηγανιτές, κατσικίσιο τυρί, ψωμί και κρεμμύδια, ήταν το φαγητό που θα χόρταινε την πείνα της οικογένειας. Έφτασε το μεσημέρι και το ζευγάρι με την μικρή κορούλα του, κάθισε κάτω από μια κεράσια για να ξεκουραστεί. Η ώρα ήταν 1.05. Είχε σημάνει η ώρα του εγκλήματος. Το σχέδιο που ήταν προϊόν το οικογενειακού συμβουλίου, έπρεπε να τεθεί σε εφαρμογή.
Λίγες ώρες μετά το μεσημεριανό γεύμα, ο Βασίλης έφτασε αλαφιασμένος στο χωριό και άρχισε με αγωνία να φωνάζει από το τηλέφωνο να του στείλουν ταξί από την Έδεσσα, γιατί η γυναίκα του πέθαινε. Πράγματι σε λίγο έφτασε ένα αυτοκίνητο, παρέλαβε το Βασίλη και κατευθύνθηκε προς το μπαξέ. Ο δρόμος ήταν δύσβατος και το αυτοκίνητο σταμάτησε 500 μέτρα μακριά από την κεράσια, κάτω από την οποία βρισκόταν κουλουριασμένο το κορμί της αγρότισσας. Πριν να σταματήσει το ταξί ο Βασίλης με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, πήδηξε από το αυτοκίνητο και άρχισε να τρέχει με όση δύναμη διέθεταν τα πνευμόνια του, προς το μέρος που είχε αφήσει τη γυναίκα του.
Την βρήκε πεθαμένη και δίπλα της πνιγμένη στο κλάμα την αδερφή του, που στο μεταξύ είχε φτάσει ειδοποιημένη από την μικρή Ελένη. Τα δύο αδέλφια σήκωσαν στα χέρια την πεθαμένη γυναίκα και την μετέφεραν στο αυτοκίνητο που περίμενε. Όταν έφτασαν στο νοσοκομείο της Έδεσσας γιατροί διαπίστωσαν απλώς το θάνατο της. Όμως η νεκροτομή διαπίστωσε ότι ο θάνατος της Κατίνας οφειλόταν σε ισχυρή δόση γεωργικού φαρμάκου.
Οι ανακρίσεις ξεκίνησαν. Περισσότερες από 20 φορές ο Βασίλης, οι αδερφές του, η μητέρα του, η πεθερά του, και άλλοι συγγενείς του και στο τέλος οι περισσότεροι από τους κατοίκους του χωριού, κλήθηκαν από την χωροφυλακή για να συμμετάσχουν στην ανάκριση. Εξετάστηκαν όλες οι εκδοχές με επικρατέστερη αυτή του ατυχήματος, ενώ σε δεύτερη μοίρα ερχόντουσαν τα σενάρια της αυτοκτονίας και της εγκληματικής ενέργειας.
Όλα συνηγορούσαν τότε υπέρ της εκδοχής του ατυχήματος γιατί κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το υπόδειγμα συζύγου και μητέρας, όπως ήταν η Κατίνα, θα μπορούσε να προκαλέσει το μίσος των πιο κοντινών συγγενών της, οι οποίοι δεν θα δίσταζαν στο τέλος να την βγάλουν από τη μέση. Την εκδοχή αυτή ενίσχυε και ο χαρακτήρας των συγγενών της, οι οποίοι κατά τη γνώμη των κατοίκων, δεν ήταν ικανοί να σκοτώσουμε ούτε μυρμήγκι.
Η υπόθεση έμοιαζε να έχει λυθεί. Ο φάκελος επρόκειτο να τεθεί στο αρχείο με την ένδειξη ατύχημα. Όμως, μετά από 45 περίπου ημέρες, στη θέση του εισαγγελέα πρωτοδικών τοποθετήθηκε ο κ. Παπαβασιλείου, οποίος κατά την μελέτη του φακέλου, προκειμένου να ενημερωθεί, διαπίστωσε ότι στην δικογραφία που είχε σχηματιστεί υπήρχαν ορισμένα στοιχεία, που ενοχοποιούσαν υποτυπωδώς, μερικούς συγγενείς της Κατερίνας. Η πρώτη του ενέργεια ήταν επιστρέψει δικογραφία στην αστυνομία και να διατάξει νέες ανακρίσεις.
Κάπως έτσι ξεκίνησε ο νέος κύκλος ανακρίσεων. Τα ίδια πρόσωπα που είχαν εξεταστεί από τις αρχές επέστρεψαν στην αστυνομία για να δώσουν νέες καταθέσεις. Λίγες μέρες αργότερα έφτασε το πρώτο πόρισμα της τοξικολογικής εξετάσεις με χαρακτηριστικό γνώρισμα την φράση «θάνατος από ισχυράν δόση παραθείου». Αυτό βέβαια ήταν γνωστό από την αρχή, καθώς από την πρώτη στιγμή διαπιστώθηκε ότι η Κατίνα πέθανε από παραθείο που βρέθηκε επάνω στα δαμάσκηνα που έφαγε λίγη ώρα πριν το θάνατο της.
Είχε αποκλειστεί τότε η περίπτωση, το παραθείο να βρισκόταν μέσα στο φαγητό που μετέφερε το θύμα στο μπαξέ, γιατί σύμφωνα με τα λεγόμενα του Βασίλη από το ίδιο φαγητό που έφαγε η γυναίκα του, είχε φάει ο ίδιος, η εξάχρονη κορούλα τους και ακόμα και η μητέρα του και η αδερφή του από το υπόλοιπο που είχε κρατηθεί στο σπίτι.
Όμως τα αποτελέσματα του εγκληματολογικού εργαστηρίου έλεγαν άλλα. Τόσο στο σκεύος μέσα στο οποίο η Κατερίνα μετέφερε το φαγητό, όσο και στην κατσαρόλα του σπιτιού που ήταν φυλαγμένο το υπόλοιπο φαγητό για το δείπνο, βρέθηκε μεγάλη ποσότητα παραθείου. Ήταν πλέον γεγονός ότι επρόκειτο για εγκληματική ενέργεια με πιθανό δράστη τον άντρα της.
Την επόμενη μέρα ένας χωροφύλακας, πλησίασε το Βασίλη που περπατούσε στην περιοχή του παζαριού, που γινόταν κάθε Σάββατο στην Έδεσσα. Του είπε να τον ακολουθήσει μέχρι τη Διοίκηση για να του κάνουν κάποιες ερωτήσεις. Ατάραχος ο Βασίλης χωρίς να φέρει καμία αντίρρηση ακολούθησε τον αστυνομικό. Στην πρώτη ερώτηση του διοικητή, απάντησε χωρίς περιστροφές. «Ναι μην κουράζεστε άδικα. Βαρέθηκα πια. Εγώ δηλητηρίασα τη γυναίκα μου με παραθείο. Θα σας τα πω όλα».
Μετανιωμένος γι’ αυτό που είχε κάνει, είπε στους αστυνομικούς ολόκληρη την ιστορία. Αλλά δεν άφησε την οικογένεια του απέξω. Μίλησε για το οικογενειακό συμβούλιο που είχε προηγηθεί, για το ρόλο που είχε αναλάβει ο καθένας από τους δράστες. Υπέδειξε τη μάνα του Αλεξάνδρα και την παντρεμένη αδερφή του Ελένη και είπε για αυτές ότι ήταν τα άλλα δύο σκέλη του εγκληματικού τριγώνου. Όταν έφτασαν στο Αστυνομικό Τμήμα η μητέρα και η αδερφή του Βασίλη τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η αδελφή του αρνήθηκε ότι είχε την παραμικρή ανάμειξη στην δολοφονία της Κατίνας, ενώ η μητέρα του Βασίλη επαναλάμβανε συνεχώς πως δε γνωρίζει τίποτα για την υπόθεση.
Ο Βασίλης έμοιαζε να έχει μετανιώσει ειλικρινά. Δεν έψαχνε να βρει δικαιολογίες για την απάνθρωπη πράξη του. Το μόνο που επικαλούνταν συνεχώς, ήταν ότι καβγάδισε με τη γυναίκα του, κατάσταση που την ανεχόταν επί πέντε χρόνια, χωρίς ποτέ να σκεφτεί ότι έπρεπε να βρει τον τρόπο να απαλλαγεί οριστικά από την παρουσία της. Ήρθαν όμως οι μέρες που τους καυγάδες του ζευγαριού άρχισαν να ανακατεύονται η μητέρα και η αδελφή του, οι οποίες παρότι έμεναν μακριά έβρισκαν συνεχώς την ευκαιρία να καβγαδίζουν. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι είχε γίνει εκρηκτική αφού τρεις άνθρωποι είχαν καθημερινώς στόχο την Κατίνα, η οποία με τη σειρά της αντιδρούσε έντονα, αφού δεν μπορούσε να ανεχθεί τις παρατηρήσεις, όχι μόνο του συζύγου της, αλλά και των συγγενών του.
Σύμφωνα με όσα είπε ο Βασίλης τους αστυνομικούς στο μυαλό της μητέρας και της αδερφής του άρχισε να καλλιεργείται η ιδέα ότι πρέπει να βρεθεί τρόπος να βγάλουν από τη μέση το μισητό το πρόσωπο. Στην αρχή με υπαινιγμούς και λίγο αργότερα με απευθείας πρόταση, παρότρυναν το Βασίλη να σκοτώσει τη γυναίκα του. Εκείνος αντιδρούσε, με αποτέλεσμα λίγες ημέρες πριν το θάνατο της Κατίνας, να επιχειρήσουν ανεπιτυχώς με παραθείο να κάνουν αυτό που αρνούνταν να πραγματοποιήσει ο Βασίλης.
Έφτασε το βράδυ της 30ης Ιουλίου, όταν η αδερφή του Ελένη μπήκε αναστατωμένη στο σπίτι. Χαμηλόφωνα και με συνωμοτικό ύφος, κατέστρωσαν τα δύο αδέλφια και η μητέρα τους το εγκληματικό του σχέδιο, το οποίο έπειτα επισφραγήστηκε με τριπλή χειραψία.
Το επόμενο πρωί όπως περιέγραψε ο Βασίλης τους αστυνομικούς έφτασε στο χωράφι μαζί με την μικρή του κόρη. Λίγες στιγμές αργότερα έφτασε και η γυναίκα του με το μεσημεριανό φαγητό. Εκείνος είχε φροντίσει προηγουμένως να κρύψει το μπουκαλάκι με το παραθείο ανάμεσα στα φύλλα μίας κερασιάς.
«Στη μία το μεσημέρι καθίσαμε να φάμε. Είπα της γυναίκας μου να πάει να δει τις τέσσερις κατσίκες μας, που έβοσκαν σε μια άκρη του χωραφιού. Βρήκα την ευκαιρία. Σηκώθηκα από τη θέση μου, πήρα το μπουκαλάκι και άδειασα το περιεχόμενο του μέσα στο φαγητό. Όταν γύρισε εγώ της είπα ότι δεν πεινούσα, την δε κόρη μου, είχα φροντίσει προηγουμένως να της δώσω ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί με τυρί για να μη δοκιμάσει από το φαγητό. Εκείνη άρχισε να τρώει σιωπηλά και ύστερα από λίγα λεπτά, ενώ εγώ την παρακολουθούσα με την άκρη του ματιού μου, την είδα να κουλουριάζεται και να αρχίζει να σπαράζει κάτω στο χώμα. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Με πήραν στο λαιμό τους η μητέρα μου και η αδελφή μου» είπε ο Βασίλης στους αστυνομικούς.
Όταν πέρασαν λίγες μέρες ο κατηγορούμενος άλλαξε και πάλι στάση. Προσπάθησε να πάρει όλο το βάρος στους ώμους του, απαλλάσσοντάς την μητέρα και την αδερφή του. Χαρακτηρισε την νεκρή γυναίκα του βάναυση, υστερική σύζυγο που πολλές φορές έφτασε στο σημείο να τον δείρει. Ο Βασίλης είχε μετανιώσει, αυτό ήταν ολοφάνερο. Άρχισε να σκέφτεται και την τύχη των τριών παιδιών του, που μετά την σύλληψη του, αλλά και της μητέρας και της αδελφής του, είχαν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους και ζούσαν από φιλανθρωπία των κατοίκων του χωριού. Ο Βασίλης προφυλακίστηκε, αλλά ύστερα από λίγους μήνες κάλεσε το δικηγόρο του και υποστήριξε ότι ήταν λάθος και ότι η γυναίκα του ήπιε μόνη της υγρό παραθείο έπειτα από ένα καβγά που είχαν. Οδηγήθηκε ξανά στον ανακριτή για να απολογηθεί για δεύτερη φορά.
Η δίκη του ξεκίνησε το 1969 και στο δικαστήριο οι περισσότεροι μάρτυρες συμφωνούσαν ότι μεταξύ του θύματος και της αδελφής του Βασίλη, Ελένης υπήρχαν συχνά προστριβές, γιατί η τελευταία ήθελε να διευθύνει τα πάντα στο σπίτι του αδερφού της. Όλοι μάρτυρες κατέθεσαν ότι το θύμα ήταν εξαιρετικά καλός χαρακτήρας εργαζόταν συνεχώς στο σπίτι και στα χωράφια. Αρκετοί επίσης από τους μάρτυρες υποστήριξαν ότι μετά το θάνατο της Κατίνας, ο Βασίλης απτόητος θέλησε να ξαναπαντρευτεί και του πρότειναν συνοικέσιο με μία κοπέλα από το χωριό.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, που κράτησε αρκετούς μήνες, με λυγμούς κατέθεσε στο δικαστήριο η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας, η μικρή Αλεξάνδρα, που εμένε πλέον στην παιδόπολη της Καβάλας. «Θυμάμαι ότι ο μπαμπάς χτυπούσε πολλές φορες τη μαμά μου. Αν έπρεπε τώρα να διαλέξω που θα πάω, ανάμεσα στην παιδόπολη ή στο σπίτι με το μπαμπά μου, θα διάλεγα την παιδόπολη».
Το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον Βασίλη ως αυτουργό της δολοφονίας, την μητέρα του ως άμεσο συνεργό και την αδελφή του ως απλή συνεργό. Στο άκουσμα την απόφασης ο Βασίλης αναφώνησε: «Μ’ έφαγες πεθερά».