Το χέρι- που, αν το προσέξεις καλύτερα θα δεις πως θυμίζει έντονα σαρκικό κουπί- σηκώνεται κι ετοιμάζεται να κατέβει με πρωτοφανή δύναμη στον ήδη κοκκινισμένο σβέρκο του ήρωα της ιστορίας μας.
Έπειτα, έρχεται το μοιραίο: σλατς! «Ρε Λάμπρο, δεν μπορείς να βάζεις λιγότερη δύναμη;», ρωτάει αυτός που… υποδέχτηκε το χαστούκι. Έπειτα, όπως πάντα, γέλια- το κοινό στο θέατρο έχει λυθεί και οι πιθανότητες να βρει λίαν συντόμως την αυτοκυριαρχία του είναι λιγότερες κι από το να γίνει η δραχμή ο μπαμπάς του δολαρίου.
«Οι καρπαζιές που έτρωγα βροχή στις ταινίες ήταν αληθινές, ο σβέρκος μου το ξέρει! Στην ταινία σφαλιάρες, το ίδιο και στο θέατρο, δύο παραστάσεις, έτρωγα ξύλο από τις έξι το πρωί μέχρι τη μία τη νύχτα. Κάποτε παίζαμε στο θέατρο με τον Λάμπρο τον Κωνσταντάρα, αυτόν τον πρίγκιπα του θεάτρου, που μου είχε κουδουνίσει το μυαλό με τη χερούκλα του…», θα δήλωνε χρόνια αργότερα σε μια συνέντευξή του, λύνοντας το απόλυτο μυστήριο που συμπυκνωνόταν στην πρόταση «Μα δεν μπορεί όλες οι σφαλιάρες να είναι κανονικές! Κανείς δε θ’ άντεχε τόσο ξύλο».
Κανείς, πλην αυτού, δηλαδή.
Πλην του Αλέκου Τζανετάκου…
Τέχνη καμωμένη από ατόφια ανάγκη
Η οικογένειά του είχε 5 παιδιά, με τον ίδιο- γεννημένο το 1937 στα Μανιάτικα του Πειραιά- ν’ αποτελεί το μοναδικό αγόρι. Τα παιδιά του χρόνια σημαδεύτηκαν από «ανηλεή» φτώχεια, με τον ίδιο να τονίζει, ενθυμούμενος τα νιάτα του, πως «Ξεκίνησα να δουλεύω από πολύ μικρός, κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά. Σφουγγαρίκι στις αυλές και στα πεζοδρόμια των πλουσίων. Δεν ντρεπόμουν, αλλά ποτέ δεν ζητιάνεψα…».
Το μέγεθος της κακής οικονομικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν φαίνεται από το γεγονός ότι «Περιμέναμε πώς και πώς να έρθει η Κυριακή για να φάμε κρέας με μακαρόνια. Τις άλλες μέρες θυμάμαι τη μάνα μου να βρέχει μια μικρή φέτα ψωμί και να την πασπαλίζει με λίγη ζάχαρη».
Τη λύση στο αθεράπευτο, θαρρείς, οικονομικό του πρόβλημα έμελλε να δώσει η Τέχνη: όταν ο ίδιος βρισκόταν στην εφηβεία είδε τις 2 από τις 4 αδερφές του- τις επονομαζόμενες «Τζάνετ Σίστερς»- να σημειώνουν αξιόλογη επιτυχία ως μουσικοχορευτικό ντουέτο και αποφάσισε και ο ίδιος, λαμβάνοντας υπόψη και τις απολαβές των συγγενών του, ν’ ακολουθήσει τα βήματά τους.
Ωστόσο, ο Τζανετάκος επέλεξε να γίνει ηθοποιός. Έτσι, φοίτησε στη Σχολή Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, πριν «περάσει», μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, και από την κινηματογραφική σχολή του Λυκούργου Σταυράκου, απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα.
Μετά…
Μετά είχε φτάσει η στιγμή για την επιδρομή στο πανί.
Α, ναι: και την εκτόξευση στ’ αστέρια.
Σανίδι-Πανί-Φεγγάρι
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ξεκίνησε τις εμφανίσεις στο θέατρο, ενώ το 1956 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Μεγάλη Οθόνη, συμμετέχοντας στην κωμωδία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης».
Το 1957 έγινε ευρύτερα γνωστός στο θεατρικό κοινό μέσα από το «Οι δικοί μας άνθρωποι» του θιάσου του Αλέκου Σακελλάριου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου, ενώ 4-5 χρόνια αργότερα επέστη ο καιρός για να εξελιχθεί σε σταρ (σχεδόν) πρώτου μεγέθους: η Φίνος Φιλμ του προσέφερε συμβόλαιο συνεργασίας και η παρουσία του σε πασίγνωστες ταινίες (όπως, φερ’ ειπείν, το «Ο Ηλίας του 16ου» ή το «Μερικοί το προτιμούν κρύο») του έδωσε τη δυνατότητα ν’ αφήσει οριστικά και αμετάκλητα πίσω του την ανέχεια.
Μπορεί, όμως, η καριέρα του να πήγαινε από το καλό στο καλύτερο, αλλά το γεγονός πως ο Φίνος δεν τον χρησιμοποίησε ποτέ σε πρωταγωνιστικό ρόλο τον στενοχώρησε βαθύτατα. Γι’ αυτό, πήρε την απόφαση να μετακομίσει στην Καραγιάννης-Καρατζόπουλος (την έτερη μεγάλη εταιρία παραγωγής ταινιών), όπου και του δόθηκε η ευκαιρία να είναι το πρώτο όνομα την εποχή της βιντεοκασέτας.
Κατά τη διάρκεια της ενεργούς πορείας του στα μεγάλα φώτα έγραψε ιστορία και με την παρουσία του στο «Ο τρελός του Λούνα Παρκ» (1969-1970), όταν και πρωταγωνίστησε στο πλάι του Θανάση Βέγγου, «γράφοντας» μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στα χρονικά.
Σταδιακά, αηδιασμένος- όπως σχολίασε ο ίδιος- από το star system που αναπτυσσόταν στην Ελλάδα, άρχισε ν’ αποτραβιέται από τη δημοσιότητα, ιδρύοντας το 1985 το δικό του θίασο, με τον οποίον ανέβασε παραστάσεις εντός των συνόρων αλλά και στο εξωτερικό, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.
Παρά το γεγονός πως ταυτίστηκε με το χαρακτήρα του «Παιδιού της φάπας» και αυτού του ανεπρόκοπου και χαραμοφάη γιου, τον οποίον καταχέριζαν ο Βουτσάς, ο Κωνσταντάρας και ο Παπαγιαννόπουλος, αγαπήθηκε παράφορα από το ελληνικό κοινό, κι ας ήταν, κατά βάση, δευτεραγωνιστής.
Το ταλέντο του δε χρειαζόταν όλη την οθόνη για να λάμψη.
Του αρκούσαν λίγες στιγμές ευφυούς κωμικής παρουσίας.
Αυλαία
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε αποτραβηγμένος απ’ όλους και απ’ όλα, σχεδόν ολομόναχος, μιας και παρά το γεγονός πως είχε κάνει 17 αρραβώνες (όπως έγραψε στην αυτοβιογραφία του), ουδέποτε παντρεύτηκε και δεν έκανε οικογένεια.
«Έμεινα κι εγώ μόνος, ανύπαντρος, ένας μοναχικός λύκος που φωνάζω τις νύχτες επάνω στις βουνοκορφές τη μοναξιά μου και τη λύπη μου. Λύκος μοναχικός, τι έφταιξε που έμεινα μόνος και δεν παντρεύτηκα μέχρι τώρα; Μ’ έφαγε ο έρωτας, έχω κάνει δεκαεπτά αρραβώνες και κανένα γάμο. Ίσως είναι και το κισμέτ, που λένε οι Άραβες. Είμαι όμως καλά, έχω φιλοσοφήσει τη μοναξιά μου και την έχω κάνει φίλη. Είμαι οικονομικά ανεξάρτητος, έχω φτιάξει μια μεγάλη περιουσία και δοξάζω τον Θεό γι’ αυτά που μου έδωσε», είχε πει σε συνέντευξή του λίγα χρόνια πριν πεθάνει.
Εκείνο που ελάχιστοι γνώριζαν για τον Αλέκο είναι ότι εκτός από ηθοποιός είχε τρέλα και με την ταχύτητα, κατεβαίνοντας σε αρκετούς αγώνες και, μάλιστα, κερδίζοντας πολλούς από αυτούς.
Η Lancia που οδηγούσε ήταν «η γκόμενά μου!» και αυτή που του έμεινε πιστή μέχρι το τέλος, στις 11 Απριλίου του 2010, όταν και, καταβεβλημένος από τα σοβαρά προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν, πέθανε.
Μόνος του, κλινήρης για μεγάλο διάστημα, καταπίνοντας τη μη εκπεφρασμένη πικρία του για όλους εκείνους που τα χρόνια της δόξας ήταν δίπλα του, αλλά μετά τον είχαν ξεχάσει.
Όταν ο Τζανετάκος «έφυγε», δεν ακούστηκε κανένας θόρυβος.
Ούτε καν ο ήχος μιας πένθιμης σφαλιάρας, ένα εκκωφαντικά άηχο σπλατς.
Τι παράξενο, αλήθεια…