Σαν σήμερα, 8 Νοεμβρίου του 1935 γεννιέται ο Στράτος Διονυσίου στη Νιγρίτα Σερρών από πρόσφυγες γονείς από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας.
Το 1947, ο 12χρονος τότε Στράτος μετακόμισε στην Επτάλοφο των Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης και έναν χρόνο αργότερα, ο πατέρας του απεβίωσε, αποτελώντας το πρώτο χτύπημα της μοίρας.
Τα πρώτα του βήματα
Αρχικά, τραγουδούσε αμισθί σε νυχτερινά κέντρα και αφού εργάστηκε ως μικροπωλητής και ράφτης, έκανε ντεμπούτο ως επαγγελματίας τραγουδιστής στο κέντρο «Φαρίντα» της Θεσσαλονίκης. Από τις πρώτες του εμφανίσεις το 1959, ο Διονυσίου τράβηξε το ενδιαφέρον κάποιων καλλιτεχνών, οι οποίοι τον προέτρεπαν να κατέβει στην Αθήνα για να κάνει σημαντικότερες συνεργασίες.
Παρόλο που ο Διονυσίου είχε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, το 1959 μετακόμισε στην Αθήνα, μερικούς μήνες μετά την πρώτη του εμφάνιση στη Θεσσαλονίκη. Μέσα από εμφανίσεις στην οδό Σατωβριάνδου γνωρίστηκε με πολλούς τραγουδιστές, μεταξύ των οποίων η Καίτη Γκρέυ. Η Γκρέυ του πρότεινε να συνεργαστούν και ξεκίνησαν να εμφανίζονται στον Αστέρα της Κοκκινιάς. Την ίδια χρονιά, ο Διονυσίου γραμμοφώνησε δίσκο 45 στροφών με το τραγούδι «Δεν είμαι ένοχος» σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη και μουσική Σταύρου Χατζηδάκη.
Το 1973 συνελήφθη για παράνομη οπλοκατοχή και χασίς που βρέθηκε στο αυτοκίνητό του. Ο ίδιος υποστήριξε ότι επρόκειτο για συνωμοσία συναγωνιστών. Κρίθηκε αθώος για οπλοκατοχή το 1974, αλλά το 1975, στις 9 Απριλίου, ξεκίνησε στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης η εκδίκαση της περιβόητης υπόθεσης εμπορίας ναρκωτικών. Η απόφαση που βγήκε στις 30 Μαΐου, τον καταδίκασε σε τριετή φυλάκιση, ένα έτος στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων και τριετή εκτόπιση στα Ιωάννινα (η τελευταία ήταν παρεπόμενη της τυπικής ποινής για αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά). Αποφυλακίστηκε χάρη σε αμνηστία από την φυλακή, την άνοιξη του 1976. Εκείνη τη δύσκολη στιγμή, τον στήριξε ιδιαίτερα ο συνάδελφος και φίλος του Τόλης Βοσκόπουλος, ο οποίος το 1977 έγραψε και του έδωσε το τραγούδι «Αποκοιμήθηκα». Ενώ βρισκόταν στην φυλακή, ηχογράφησε και κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Πάλι Μαζί μας».
Ο Στράτος Διονυσίου στην Εισαγγελία, τον Οκτώβριο του ’73
Αξιοσημείωτη είναι η επί 11 χρόνια συνεργασία του με τον Γιάννη Πάριο, του οποίου τις φωνητικές ικανότητες αντιλήφθηκε. Το πρώτο τραγούδι του Γιάννη Πάριου που τραγούδησε ο Στράτος Διονυσίου, ήταν το «Μινόρε Παράπονο», σε μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη, το οποίο κυκλοφόρησε το 1976.
Ο θάνατος μέσα σε ταξί
Ο Στράτος Διονυσίου απεβίωσε στις 11 Μαΐου του 1990, σε ηλικία 54 ετών, από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής. Η κηδεία του έγινε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Λίγες ώρες πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, τραγουδούσε στο μαγαζί «Στράτος», ενώ νωρίτερα το ίδιο απόγευμα, ηχογράφησε 9 τραγούδια για τον δίσκο «Ποιος άλλος», που κυκλοφόρησε έναν μήνα μετά τον θάνατό του, κάνοντας ρεκόρ πωλήσεων. Σύμφωνα με τον στιχουργό Τάκη Μουσαφίρη, το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε εκείνη την ημέρα ήταν το «Μη μ’ αφήνεις μόνο μου».
«Πήγαμε πιο μέσα και αντικρίσαμε αυτό το θέαμα»
Ο γιος του, Στέλιος, έχει πει για την ημέρα θανάτου του: «Για κάποιον λόγο, εκείνη την ημέρα, δεν ξέρω πώς, ενώ φεύγαμε με τα σχολικά συνήθως από το σχολείο για να πάμε στο σπίτι, έφυγα με το λεωφορείο της γραμμής. Δεν ξέρω για ποιον λόγο και είχα μια αναστάτωση. Ήμουν στην πρώτη Λυκείου τότε, 16 χρονών. Φτάνω στο σπίτι όπου ήταν η μητέρα μας και ο θείος μας ο Γιάννης. Δούλευε το προηγούμενο βράδυ μαζί με τον πατέρα μου και ήρθε να πιει καφέ γιατί έμενε δίπλα μας.
Εκείνη την ώρα, μάς πήρε τηλέφωνο μια γειτόνισσα και λέει “βρε συ Γεωργία, όλα είναι καλά; Γιατί κάτι άκουσα στο ραδιόφωνο για τον Στράτο”. Ήταν περίπου 11 το πρωί. Και φύγαμε με τα πόδια από το Χίλτον να πάμε στον Ευαγγελισμό. Δεν ξέραμε ότι είχε πεθάνει. Ο πατέρας μας έφυγε από το ξενοδοχείο στις 10 το πρωί με ταξί και πέθανε μέσα στο ταξί. Έξω από τις στήλες του Ολυμπίου Διός.
Πήγαμε λοιπόν με τα πόδια στον Ευαγγελισμό, θεωρώντας ότι θα τον δούμε. Σαν να έπαθε κάτι με την καρδιά του αλλά δεν πέθανε. Τώρα αυτό είναι λίγο μακάβριο, μας ακούει και η μαμά. Όταν πήγαμε στο νοσοκομείο, στα εξωτερικά ιατρεία είχε και άλλους ασθενείς, οι οποίοι ήταν ζωντανοί. Και πήρα μια ελπίδα ότι είναι καλά. Μετά όμως πήγαμε πιο μέσα και αντικρίσαμε αυτό το θέαμα… ήταν συγκλονιστική στιγμή».