Ως πού θα έφτανε μια μάνα για το παιδί της; Για τη δικαίωση του παιδιού της; Μια σκέψη που πολλοί από εσάς την κάνετε σίγουρα επανειλημμένα το τελευταίο διάστημα. Σε αυτό το άρθρο θα εξηγήσουμε πώς η Ελένη Φωτιάδου το μακρινό αλλά επίκαιρο 1998 διεκδίκησε πάση θυσία δικαιοσύνη για τον θάνατο της κόρης της. Γνώριζε από την πρώτη στιγμή πως ήταν δολοφονία.
Η πολύκροτη υπόθεση του θανάτου της Εύας Φωτιάδου, τον Ιούνιο του 1998, ήθελε αρχικά τη 19χρονη να πεθαίνει από ναρκωτικά, όπως όμως αποδείχθηκε μετέπειτα, δεν ήταν παρά μια άγρια δολοφονία, που εξιχνιάστηκε χάρη στην αυτοθυσία της μητέρας της.

Βγήκε στις «πιάτσες» των τοξικομανών
Τρία χρόνια μετά τον θάνατό της, και παρά τις αντιρρήσεις ορισμένων πλευρών, οι δικαστές του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης δικαίωσαν τους ισχυρισμούς της μητέρας της, η οποία αναγκάστηκε να βγει στις «πιάτσες» των τοξικομανών, παριστάνοντας ακόμη και την πόρνη, για να αναζητήσει τους δολοφόνους της κόρης της, πιστεύοντας εξ αρχής πως επρόκειτο για δολοφονία.
Με το υπ’ αριθμόν 1164 βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου, το σκεπτικό του οποίου βασίστηκε στις γνωματεύσεις γιατρών και των πραγματογνωμόνων ιατροδικαστών, παραπέμφθηκαν να δικαστούν για ανθρωποκτονία από πρόθεση τέσσερις τοξικομανείς, οι τρεις εκ των οποίων με την κατηγορία ότι προηγουμένως τη βίασαν. Με το ίδιο βούλευμα παραπέμφθηκαν και άλλες δύο γυναίκες, με την κατηγορία ότι συνήργησαν στις δύο πράξεις.
Στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου κάθισαν οι Σάββας Χατζηγιαννίδης, Χρήστος Κουφουδάκης, Τασίμ Αμέτογλου και Ασημέ Μαναβή, ως βασικοί κατηγορούμενοι για τον βιασμό και τη δολοφονία της 19χρονης, καθώς επίσης και οι Θεοδοσία Καραγεωργίου και Φωτεινή Φετιέ ως συνεργοί.
«Τώρα νομίζω ότι η ψυχή του παιδιού μου έχει αναπαυτεί»
Η υπόθεση πήρε διαστάσεις έξι μήνες μετά τον θάνατο της νεαρής, διάστημα στο οποίο η μητέρα της, Ελένη Φωτιάδου, πεπεισμένη ότι πρόκειται για δολοφονία, άρχισε μόνη της έρευνες, με σκοπό να δικαιώσει την ψυχή της κόρης της. «Τώρα νομίζω ότι η ψυχή του παιδιού μου έχει αναπαυτεί. Η δική μου ζωή σταμάτησε στις 12 Ιουνίου. Τότε που μου έφεραν το παιδί μου νεκρό. Έπρεπε όμως να παλέψω. Να το κάνω για την Εύα και την Πένυ, την άλλη 18χρονη κόρη μου, που μεγάλωσε με πολλούς κόπους. Έφτυσα αίμα ώσπου να συγκεντρώσω τα στοιχεία, αλλά είχα ορκιστεί ότι θα πληρώσει ο δολοφόνος», είπε μετά την έκδοση του βουλεύματος η Ελένη Φωτιάδου.
Η 47χρονη Ελένη Φωτιάδου είχε καταγγείλει το περιστατικό στις εισαγγελικές αρχές, προσκομίζοντας και βιντεοκασέτες από την έρευνα που έκανε, με συνδρομή ιδιωτικού ντετέκτιβ. Η ίδια ήρθε σε επαφή με κύκλους τοξικομανών και έτσι κατέληξε στην αιτία θανάτου της κόρης της αλλά και στα ονόματα που ενεπλάκησαν στην υπόθεση. Μάλιστα, όπως η ίδια επιβεβαίωσε, δημιούργησε ερωτικές σχέσεις με τον βασικό κατηγορούμενο.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των καταγγελιών που έγιναν, οι υπερασπιστές των κατηγορουμένων, των οποίων τα ονόματα από την αρχή κατέθεσε η μητέρα, έκαναν λόγο για «αστήρικτα σενάρια». Άλλωστε, και η πρώτη ιατροδικαστική έκθεση ανέφερε ότι ο θάνατος της νεαρής επήλθε από χρήση ναρκωτικών ουσιών και όχι από κακώσεις.
Ωστόσο, η αίτηση της Ελένης Φωτιάδου για εκταφή του πτώματος της κόρης της, τον Δεκέμβριο του 1998, έγινε δεκτή και η απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου βασίζεται κατά κύριο λόγο στις εκθέσεις που έγιναν στη συνέχεια για τα αίτια θανάτου της κόρης της.
Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται στο βούλευμα, «ο θάνατος της Παρασκευής Φωτιάδου επήλθε από εσωτερική αιμορραγία, ύστερα από κακώσεις που υπέστη στο κεφάλι και στην κοιλιακή χώρα». Μάλιστα, τονίζεται ότι προηγουμένως η άτυχη 19χρονη μεταφέρθηκε με καρότσι στο σημείο όπου βρέθηκε στη Νεάπολη, από το σπίτι του ενός κατηγορουμένου Σάββα Χατζηγιαννίδη, αφού είχε βιαστεί. Οι δικαστές αναφέρονται στην έκθεση μικροβιολόγου, που εντόπισε «ίχνη σπέρματος στα εσώρουχα της 19χρονης».
Σημειώνεται ότι σε πρώτο βαθμό, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα της Έδρας, όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν αθώοι, κατά πλειοψηφία. Το 2004, στον δεύτερο βαθμό, ο βασικός κατηγορούμενος, κρίθηκε ένοχος για έκθεση σε κίνδυνο, με αποτέλεσμα τον θάνατο της 19χρονης Εύας και καταδικάστηκε σε 7 χρόνια κάθειρξη. Ωστόσο, οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι κρίθηκαν και πάλι αθώοι.