Ένας άντρας είχε πάει σε ένα κατάστημα Big Bazaar για να αγοράσει μερικά πράγματα. Όταν πήρε όλα όσα ήθελε και έφτασε στο ταμείο για να τα πληρώσει, είδε ένα μικρό αγόρι, δεν πρέπει να ήταν πάνω από 5 χρονών, να μιλάει με την κοπέλα στο ταμείο κρατώντας μια κούκλα.
«Λυπάμαι, αλλά δεν έχεις αρκετά χρήματα για να αγοράσεις αυτή τη κούκλα» άκουσε τη ταμία να λέει με αυστηρό ύφος στο μικρό παιδί.
Εκείνο προβληματισμένο γύρισε το κεφάλι του δεξιά – αριστερά και μόλις είδε τον άντρα να περιμένει στην ουρά τον πλησίασε και τον ρώτησε: «Κύριε, μπορείτε να μετρήσετε τα χρήματα που έχω, για να μου πείτε αν φτάνουν γι αυτή τη κούκλα;»
Ο άντρας έσκυψε, πήρε τα χρήματα του παιδιού, τα μέτρησε και είδε ότι όντως δεν έφταναν. «Ναι, δεν έχεις αρκετά χρήματα»
Όση ώρα κράτησε αυτός ο μικρός διάλογος, το αγόρι δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να κρατάει σφιχτά την κούκλα στα χέρια του.
Ο άντρας δεν μπορούσε να φανταστεί γιατί ένα αγόρι να θέλει τόσο απεγνωσμένα να αγοράσει μια κούκλα. Γύρισε προς το αγόρι και το ρώτησε.
«Είναι η κούκλα που η αδελφή μου είχε δει και της άρεσε περισσότερο. Θέλω να της την κάνω δώρο για τα γενέθλια της. Πρέπει να την πάρω όμως σύντομα για να την δώσω στην μαμά μου, έτσι ώστε να μπορεί να τη δώσει στην αδελφή μου όταν πάει εκεί» . Τα μάτια του ήταν τόσο λυπημένα όταν έλεγε αυτές τις λέξεις.
«Η αδελφή μου έχει πάει στον ουρανό. Ο μπαμπάς μου, μου είπε ότι και η μαμά θα πάει σύντομα να την συναντήσει εκεί που είναι. Έτσι σκέφτηκα να πάρω την κούκλα που τόσο πολύ ήθελε η αδερφή μου για να τη δώσω στη μαμά, να της την πάει»
Η καρδιά του άντρα κόντευε να σπάσει. Το μικρό αγόρι σήκωσε το βλέμμα του από το πάτωμα , τον κοίταξε και συνέχισε: «Είπα στον μπαμπά να πει της μαμάς να μην φύγει ακόμη. Να με περιμένει μέχρι να γυρίσω με την κούκλα»
Ο μικρός χαμογέλασε για πρώτη φορά την στιγμή που έβαλε το χέρι στην τσέπη του για να βγάλει μια φωτογραφία. Ο άντρας συγκλονισμένος την πήρε στα χέρια του. Στην τσαλακωμένη φωτογραφία υπήρχε μόνο το αγόρι. Χαρούμενο όμως, σε κάποια παλιά ευτυχισμένη στιγμή με την οικογένεια του. Ο άντρας κοίταξε τη φωτογραφία και μετά το αγόρι. Θα μπορούσε να ορκιστεί ότι πρόκειται για δυο διαφορετικά παιδιά, αν και δεν πρέπει να είχε περάσει καιρός από εκείνη τη μέρα.
«Θέλω η μαμά μου να πάρει και αυτή τη φωτογραφία μαζί της, για να μην με ξεχάσει ποτέ η αδελφή μου. Αγαπώ τη μαμά μου και εύχομαι να μην έπρεπε να φύγει αλλά ο μπαμπάς μου λέει ότι πρέπει να πάει για να μην είναι η αδελφή μου μόνη της εκεί πάνω»
Στη συνέχεια, έσκυψε σιωπηλό και κοίταξε τη κούκλα με λυπημένα μάτια.
Ο άντρας έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε το πορτοφόλι του. Πήρε μερικά χρήματα, τα έκρυψε στο χέρι του και είπε στο αγόρι:
«Ας μετρήσουμε για άλλη μια φορά τα χρήματα σου. Μπορεί να έκανα λάθος την προηγούμενη φορά και τα χρήματα να φτάνουν για να αγοράσεις την κούκλα»
Πήρε τα χρήματα του αγοριού και κρυφά πρόσθεσε και τα δικά του. Τα μέτρησε και χαμογελώντας είπε στο αγόρι ότι τα χρήματα τελικά ήταν περισσότερα από όσα χρειάζονταν για να αγοράσει την κούκλα!
Ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του παιδιού. «Τότε μπορεί να φτάνουν για να αγοράσω και ένα λευκό τριαντάφυλλο στην μαμά μου. Η μαμά μου λατρεύει τα λευκά τριαντάφυλλα!»
Ο άντρας βγήκε από το κατάστημα έχοντας καρφωμένη στο μυαλό του την εικόνα του μικρού αγοριού.
Περπατώντας προς το αυτοκίνητο του, θυμήθηκε κάτι. Μια είδηση που διάβασε πριν δυο μέρες στην τοπική εφημερίδα. Ένας μεθυσμένος οδηγός φορτηγού χτύπησε ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν μια νεαρή γυναίκα και ένα μικρο κοριτσάκι. Το κοριτσάκι πέθανε αμέσως και η μητέρα ήταν σε κρίσιμη κατάσταση.
Η οικογένεια της γυναίκας θα έπρεπε να αποφασίσει αν θα τραβήξει την πρίζα του μηχανήματος που την κρατούσε ζωντανή. Η νεαρή γυναίκα δεν θα μπορούσε ποτέ να ανακάμψει από το κώμα. Ήταν άραγε αυτή η οικογένεια του μικρού αγοριού;
Δύο ημέρες μετά από τη συνάντηση με το μικρό αγόρι, ο άντρας διάβαζε την εφημερίδα του, όταν το μάτι του έπεσε σε μια είδηση με μικρά γράμματα. Η νεαρή γυναίκα που ζούσε με μηχανική υποστήριξη είχε πεθάνει. Δίχως να το πολυσκεφτεί, ήξερε τι έπρεπε να κάνει.
Πήρε το αυτοκίνητο του και πήγε σε ένα ανθοπωλείο. Αγόρασε ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα και κατευθύνθηκε προς το γραφείο κηδειών. Μπαίνοντας στο εσωτερικό του βρήκε την γυναίκα ξαπλωμένη και γύρω της τους συγγενείς της να στέκονται σιωπηλοί.
Στα χέρια της κρατούσε ένα όμορφο λευκό τριαντάφυλλο, τη φωτογραφία του μικρού αγοριού ενώ η κούκλα ήταν τοποθετημένη στο στήθος της.
Ο άντρας βγήκε από το δωμάτιο με δακρυσμένα μάτια και με την αίσθηση ότι η ζωή του είχε αλλάξει για πάντα.
Στο μυαλό του ήταν καρφωμένη η τσαλακωμένη φωτογραφία του μικρού αγοριού. Ήταν τόσο ευτυχισμένο, τόσο γεμάτο από αγάπη. Είχε τα πάντα, την μητέρα του, την αδερφή του και μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου δεν είχε τίποτα. Ένας μεθυσμένος οδηγός τα είχε πάρει όλα μακριά του
πηγή: dinfo.gr