Δεκατέσσερις φορές. Τόσες ανέβηκε ο Δημήτρης Λιαντίνης στον Ταΰγετο προτού εντοπίσει και καταλήξει στο σημείο που θα άφηνε την τελευταία πνοή του, το καλοκαίρι του 1998.
Η πιο αλλόκοτη αυτοκτονία που ερεύνησαν ποτέ οι αστυνομικοί ρεπόρτερ είχε προαναγγελθεί με ποικίλες αναφορές του εκλιπόντως. Όπως αυτή στη σελίδα 235 του βιβλίου του «Έξυπνον Ενύπνιον». «Εάν ο θάνατος ενσκήπτει σαν γεγονός βίαιο και τραχύ (factum brutum) και αποσβολώνει την ανθρώπινη εμπειρία, τούτο δεν οφείλεται στη φύση του θανάτου, αλλά στη στάση του ανθρώπου. Δεν είναι βάναυσος ο θάνατος, αλλά ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζεται ο άνθρωπος τη ζωή είναι αδέξιος και σκαιός…».
Είναι δεδομένο από τις μαρτυρίες των οικείων του, κάποια δικά του σημειώματά και από τη δημοσιογραφική έρευνα (του Δημήτρη Αλικάκου κυρίως, ο οποίος έγραψε και το εξαιρετικό βιβλίο: «Λιαντίνης: έζησα έρημος και ισχυρός»), ότι για αρκετά χρόνια πριν από την εξαφάνιση του, την 1η Ιουνίου του 1998, ο 56χρονος τότε Λιαντίνης προετοίμαζε τον τρόπο με τον οποίο θα εγκατέλειπε τα εγκόσμια. Μία από τις μεγαλύτερες αγωνίες της ανήσυχης και χωρίς καμία αμφιβολία ιδιαίτερης φύσης του ήταν να συμβεί αυτό με το δικό του τρόπο.
Προετοίμαζε τον τρόπο με τον οποίο θα εγκατέλειπε τα εγκόσμια
Να επιλέξει αυτός το πού, το πώς και το πότε. Να κοιτάξει κατάματα το θάνατο και να τον αψηφήσει – κατά τη δική του θεώρηση να τον νικήσει. «Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα – βήμα ολόκληρη τη ζωή μου», ανέφερε μεταξύ άλλων στην επιστολή που άφησε στην κόρη του Διοτίμα, πριν χαθεί. Για τον καθηγητή, συγγραφέα και στοχαστή, η «στάση» του ανθρώπου που μετατρέπει σε βάναυσο το θάνατο είναι ο προπατορικός φόβος απέναντί του.
Δεν ξέρουμε αν κι εκείνος τον φοβήθηκε, τις ύστατες στιγμές, σε μια αυτοσχέδια σπηλιά στον Ταύγετο στα 2.240 μέτρα, το βέβαιο είναι όμως ότι δεν το έβαλε στα πόδια και ότι τελικά ο επίλογος γράφτηκε με τους δικούς του όρους. «Θα πεθάνω, Θάνατε, όχι όταν θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θα θελήσω. Σε τούτη την έσχατη ολική πράξη , δεν θα γίνει το δικό σου, αλλά το δικό μου», αναφέρει σε ένα από τα βιβλία του, το «Γκέμμα».
Αυτή, η απόκοσμη περιφρόνηση του θανάτου, έχει εκληφθεί από πολλούς ως βαριά κατάθλιψη (και άρα άρνηση για τη ζωή) και από άλλους ακόμα και ως διατάραξη της πνευματικής υγείας. Ο Λιαντίνης όμως δεν κράτησε για τον εαυτό του την πηγή αυτής της (όποιας) άρνησης. Στην προαναφερόμενη επιστολή στην κόρη του προφητεύει με ανατριχιαστική διορατικότητα την ηθική σήψη του νεοέλληνα και την «εγκληματική» – όπως αναφέρει – επίδραση της υλιστικής βουλιμίας στις πλάτες των επόμενων γενεών.
«Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Η λύπη μου γι αυτο το έγκλημα με σκοτώνει…».
Η προετοιμασία του θανάτου του ήταν τέτοια που πράγματι είναι σχεδόν αδύνατο να τη χωρέσει ο κοινός ανθρώπινος νους. Ο Λιαντίνης είχε ανέβει στον Ταΰγετο προκειμένου να χαρτογραφήσει την περιοχή και να «στήσει» την τελευταία του κατοικία, συνολικά 14 φορές.
Όλες τις είχε καταγράψει ο ίδιος μια – μια στο «Ορειπορικόν», ένα δικό του σημειωματάριο που βρέθηκε καιρό αργότερα μέσα σε ένα από τα συρτάρια με τα προσωπικά του αντικείμενα. Ήταν όλες σε διάστημα 5,5 χρόνων. Η πρώτη ήταν στις 28 Οκτωβρίου 1992 και η 14η και τελευταία την 1η Ιουνίου 1998.
Το σημειωματάριο βρέθηκε μετά την εξαφάνισή του. Το είχε αφήσει, μαζί με άλλες αποδείξεις της πράξης του, σε εμφανή σημεία, ώστε να εντοπιστεί εύκολα. Να μην αναρωτιέται κανείς για το τι πραγματικά συνέβη.
Πάνω στο γραφείο του άφησε το φάκελο με το γράμμα για τη Διοτίμα, τη μοναχοκόρη του. Δίπλα ακριβώς υπήρχε και ένα ανοιχτό βιβλίο. Στη σελίδα που το άφησε υπήρχε μια αναπαράσταση της γυναίκας του Kαίσαρα με το όνειρο που είχε δει πριν εκείνος πεθάνει.
Στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι του, εκεί που κοιμήθηκε το τελευταίο βράδυ ήταν το «H ζωή εν τάφω» του Mυριβήλη, το οποίο διάβαζε για τρίτη φορά. Στην τελευταία σελίδα είχε σημειώσει την ημερομηνία 31-5-98 και δίπλα τη φράση: «Αύριο είναι η μεγάλη μέρα».
Στο διπλανό τραπέζι υπήρχε το ρολόι του, ο χρυσός του αναπτήρας, το στυλό του, όλα τα προσωπικά του αντικείμενα και οδηγίες για τα χρήματα και τους λογαριασμούς του. Κανένα περιθώριο για παρερμηνείες.
Το επόμενο πρωί ο Λιαντίνης αναχώρησε με το αυτοκίνητό του από το σπίτι του στην Κηφισιά με προορισμό τη Σπάρτη. Άφησε την παλιά λευκή BMW στην πόλη με γεμάτο ρεζερβουάρ και πήρε ένα ταξί με προορισμό το καταφύγιο του Ταύγετου, 22 χιλιόμετρα μακριά. Ο ταξιτζής γνωστός του, τον είχε πάει αρκετές φορές εκεί. Τον άφηνε και τον περίμενε στο καταφύγιο μέχρι να επιστρέψει και να τον γυρίσει στη Σπάρτη. Αυτή τη φορά, όμως, ενημερώθηκε ότι δεν χρειαζόταν να τον περιμένει. Στις 2 το μεσημέρι, ο Λιαντίνης κατέβηκε από το ταξί στο καταφύγιο, και άρχισε να ανεβαίνει με τα πόδια στο μονοπάτι που οδηγούσε στον Προφήτη Ηλία, την κορυφή του βουνού.
Έκτοτε δεν τον είδε ποτέ κανείς, ζωντανό ή νεκρό.
Η – υπό αίρεση – συνθήκη της ανώφελης θυσίας έχει αναγάγει σε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα τον Δημήτρη Λιαντίνη. Αυτή είναι όμως η εύκολη προσέγγιση, η ερμηνεία του φαινομένου με τα κριτήρια, τις καταβολές και τα στερεότυπα του καθενός.
Το δύσκολο είναι να μελετήσει κανείς το έργο και να αφουγκραστεί το τελευταίο μήνυμα ενός ανθρώπου που 24 χρόνια μετά την εξαφάνισή θα έπρεπε να αναγνωρίζεται ως ο πιο… διορατικός αυτόχειρας, (όχι με ατομικά, αλλά) με συλλογικά κριτήρια.
Πηγή: menhouse.gr