Είδατε εκείνος ο μοναχός πού ήταν πολύ άρρωστος;
Ήταν κάποτε ένας δεσπότης και ένας μοναχός καί πήγαν νά ζήσουν στήν έρημο σάν ασκητάδες. Κάποια μέρα λέει ο δεσπότης: «Θά πάω γιά εξυπηρέτησι στήν τάδε πόλι καί εσύ μείνε εδώ πέρα, κάνε τήν προσευχή σου καί θά επιστρέψω».
Στο διάστημα αυτό προσέβαλε μιά σοβαρή αρρώστια τον υποτακτικό καί κινδύνευσε νά πεθάνη. Ο δεσπότης όπου πήγαινε καί όπου στεκόταν είχε τό κομποσχοινάκι του καί άκουγε, «Γέροντα, πρόφθασον, ο υποτακτικός σου είναι πολύ άρρωστος, τελειώνει, είναι πολύ βαρειά άρρωστος».
«Μπά, λέει, τί φωνή είναι αυτή; Θά επιστρέψω». Φθάνοντας βλέπει τον υποτακτικό του καί του λέει: «Πώς μέ ειδοποιούσες;» «Νά, μεταχειρίστηκα τό κομποσχοινάκι μου σάν τηλέφωνο καί έλεγα, Γέροντα, πρόφθασον. Ακουγα τη φωνούλα σου. Τώρα εγώ θά φύγω». Μετά τον έκανε μοναχό, τον χειροτόνησε καί κοιμήθηκε. Είδατε πώς πληροφορεί ο Θεός;
Ο Γέροντάς μας ό,τι κάνουμε τό βλέπει, όλα τα βλέπει. Προχθές τον είδα στον ύπνο μου πολύ ζωντανό. Είχα μία στενοχώρια. Έβλεπα ότι ήμουν σ’ ένα βράχο καί καθόμουν καί τραβούσα κομποσχοινάκι. Εκείνη την ώρα είδα τον Γέροντα νά έρχεται καί νά μου λέη:
«Τί κάνεις, Γερόντισσα, εδώ;».
«Νά, τραβώ κομποσχοινάκι, καί σκέπτομαι τί “μέλλει γενέσθαι”, πώς θά σωθούμε, τί θά γίνουμε; Ασθενική είμαι, δέν μπορώ νά μιλήσω, δέν μπορώ νά κάνω όπως παλαιότερα τά καθήκοντά μου, πού τά γευόμουν. Τώρα δέν έχω σωματικές δυνάμεις, αισθάνομαι κουρασμένη, θέλω μία ενίσχυση νά μέ βοηθήση ένας άνθρωπος».
«Δός μου τά χέρια σου», μου είπε. Μου έδωσε τά χέρια του, του έδωσα καί ’γώ τά δικά μου και μέ σήκωνε, μέ σήκωνε…
Μόλις ξύπνησα αισθάνθηκα μία ξεκούρασι. Ό νους του σκέφτηκα θά είναι εδώ πέρα καί μάς εύχεται. Σήκωσε καί από εμένα όλο τό φορτίο πού αισθανόμουν. Γιατί πότε κοιμάμαι, πότε ξυπνάω, δέν έχω ύπνο νά ξεκουρασθή τό σώμα μου καί αισθάνομαι πολύ κουρασμένη.
Όταν κάνουμε προσευχή, φωτίζει ο Θεός τους Προεστώτες σέ ποιά πνευματική κατάστασι βρισκόμαστε καί έτσι, η Χάρις τού Θεού δέν μάς αφήνει, μάς ενισχύει.
Εμείς θά κάνουμε αυτό πού θέλει ο Θεός, γιά νά μή μάς βρή απροετοίμαστους, όταν θά έρθη η ώρα η ευλογημένη. Όπως λένε τώρα, άμα χειριστούν αυτά τά αέρια, τίποτε δέν θά μείνη όρθιο. Τόσο πολύ! Εδώ άπό τό Τσερνομπίλ έφθασε, δέν θά φθάση καί από τήν Ιερουσαλήμ; Άντε, δέν θά αφήση ο Θεός, τόσοι πιστοί προσεύχονται. «». Θά προστατεύση ο Θεός, δέν θά αφήση, γιατί χιλιάδες άνθρωποι προσεύχονται. Μιά φορά, θυμάμαι, ήταν ένας πού προσευχόταν γιά τούς πολιτικούς.
Πήγαινε κάθε μέρα στήν εκκλησία καί άναβε από ένα κερί γιά όσους ήταν υπουργοί, βουλευταί καί γονάτιζε στήν Παναγία μπροστά καί προσευχόταν νά διορθωθούν τά πράγματα, νά γίνουν καλύτερα. Μετά δακρύων προσευχόταν μου έκανε έντύπωσι’ κάθε μέρα άναβε κεριά. Η Χάρις του Θεού, έτσι τον φώτισε αύτόν. Άλλους πάλι αλλιώς. Ο π. Μάρκελλος πάει στήν έρημο καί βρίσκει Πατέρες πού προσεύχονται γιά τον κόσμο- καί λέει ότι ύπάρχουν καί αόρατοι άσκηταί πού κάνουν προσευχή. Έτσι είναι…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ – «ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ»