H πόρτα της φωτογραφίας δεν είναι αποτέλεσμα μοντάζ. Είναι πράγματι στενή και συνήθως χαρακτηρίζεται ως «αντι-λαιμαργική». Βρίσκεται στο ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι γοτθικού ρυθμού Αλκομπάσα (Alcobaça) της Πορτογαλίας, αποτελεί την είσοδο της κουζίνας και το πλάτος της είναι μόλις 32 εκατοστά. Η είσοδος της μονής φέρει την επιγραφή:
Σκεφτείτε ότι τρώτε τις αμαρτίες των ανθρώπων γεγονός που προϊδεάζει τους ανυποψίαστους επισκέπτες τον πραγματικό λόγο που οι διαστάσεις της είναι τόσο μικρές. Aπό την ίδρυσή του το μοναστήρι συνδέθηκε με το Τάγμα των Κιστερνιακών. Οι Κιστερκιανοί είναι μικτό θρησκευτικό, μοναστικό τάγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας γνωστό και ως «Λευκοί Μοναχοί» ή «Οι Βερναρδίνοι». Ακολουθούσαν ευλαβικά τους «αρχικούς κανόνες» του Αγίου Βενέδικτου, οι οποίοι ανάμεσα στην χειρωνακτική εργασία και την ανά διαστήματα υποχρεωτική σιωπή, όριζαν και την αυστηρή νηστεία….
Λέγεται ότι οι Κιστερκιανοί ήταν στην πλειοψηφία τους αγρότες, που κατανάλωναν ό,τι παρήγαγαν και συνήθως είχαν στη διάθεσή τους πολλά τρόφιμα.
Η πόρτα ήταν ένας απλός και αποτελεσματικός τρόπος για να διατηρούνται οι μοναχοί σε ένα συγκεκριμένο βάρος, καθώς καλούνταν να περάσουν μέσα από αυτή, για να λάβουν το φαγητό τους από την κουζίνα και να το σερβίρουν στην τραπεζαρία. Αν κάποιος μοναχός δεν μπορούσε να περάσει, απαγορευόταν να φάει μέχρι να αποκτήσει ξανά το κατάλληλο βάρος.
Η λαιμαργία θεωρείτο θανάσιμη αμαρτία. To ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι Alcobaca στην Πορτογαλία, όπου βρίσκεται η «αντι-λαιμαργική» πόρτα. Είναι το πρώτο κτήριο γοτθικού ρυθμού στην Πορτογαλία (Πηγή: Wikipedia)
Ο ταξιδιωτικός συγγραφέας Ουίλιαμ Μπέκφορντ που επισκέφτηκε το μοναστήρι τον 18ο αιώνα, όταν ακόμα ίσχυε «ο κανόνας της πόρτας», εντυπωσιάστηκε με τα πλουσιοπάροχα εδέσματα της μονής. «Υπάρχουν πολλά κρέατα, φρούτα και λαχανικά σε ατελείωτες ποικιλίες.
Μετά τις σόμπες υπάρχουν φούρνοι και λόφοι από σιτάρι, από αλεύρι που είναι πιο λευκό από το χιόνι, βράχοι ζάχαρης, βάζα με το πιο αγνό λάδι και γλυκά σε μεγάλη αφθονία, τα οποία ξεδίπλωνε σε εκατό διαφορετικά σχήματα μια ομάδα μοναχών, τραγουδώντας τόσο απαλά όσο τα πουλιά στα χωράφια».
Όταν δοκίμασε μάλιστα από τα παραπάνω εδέσματα, περιέγραψε, «το τραπέζι δεν είχε μόνο τα πιο εξαιρετικά εδέσματα, αλλά και τις πιο σπάνιες λιχουδιές περασμένων εποχών και μακρινών χωρών. Εξαίσια λουκάνικα, λάμπραινες στη γάστρα, παράξενα πιάτα από την Βραζιλία και την Κίνα, όπως φωλιές πτηνών και πτερύγια καρχαρία.
Τα γλυκά και τα φρούτα μας περίμεναν σε ένα διπλανό ακόμα πιο ευρύχωρο και πολυτελή χώρο, στον οποίο αποσυρθήκαμε υπό την επίδραση του φαγητού».
Σήμερα, το μοναστήρι αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.