Φιλοξενούμενος -μέσω τηλεδιάσκεψης, από το νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται ύστερα από ατύχημα που είχε πρόσφατα– στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, ήταν ο Γιώργος Καπουτζίδης.
Ο γνωστός ηθοποιός και σεναριογράφος είχε την ευκαιρία να μιλήσει για το ευρύτερο νόημα της νέας σειράς του «Σέρρες».
Σε ειδική συζήτηση για την καταπολέμηση του αποκλεισμού και των διακρίσεων, ο Γιώργος Καπουτζίδης αναφέρθηκε στη σημασία της προβολής των ΛΟΑΤΚΙ ζητημάτων ακόμη και μέσω της τηλεοπτικής μυθοπλασίας.
Αναλυτικά όσα είπε ο Γιώργος Καπουτζίδης
«Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος και πολύ περήφανος γι’ αυτή τη δουλειά, νιώθω ότι είναι η πιο ώριμη δουλειά που έχω κάνει και η πιο ειλικρινής. Είναι μια δουλειά που ξεκίνησε από ένα πραγματικό περιστατικό: Ο πατέρας μου είχε σπάσει το χέρι του και ανεβήκαμε μαζί με την αδελφή μου στις Σέρρες για να τον βοηθήσουμε. Οπότε κάπως έτσι ξεκίνησα να γράφω αυτή τη σειρά.
Αρχικά σκέφτηκα ότι εγώ δεν έχω βιώσει αποκλεισμό εις βάρος των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στο χώρο της εργασίας μου. Διότι εγώ γράφω τις σειρές μου, εγώ παίζω -γράφω ρόλο για εμένα, οπότε δεν έχω βιώσει αποκλεισμό.
Μετά όμως συνειδητοποίησα ότι έχω βιώσει αποκλεισμό -και πολύ έντονο μάλιστα. Από τη δεκαετία του ’70 που ξεκίνησαν να υπάρχουν ελληνικές σειρές μέχρι και φέτος, πρέπει να έχουν γίνει πάνω-κάτω 800 ίσως και 1.000 σήριαλ. Αλλά ούτε μία σειρά, ούτε μία ανάμεσα σε αυτές τις χίλιες, δεν έχει για κεντρικό χαρακτήρα έναν γκέι, δεν είναι ο πυρήνας, δηλαδή, της ιστορίας.
Αρχικά ήταν ο τύπος με τον οποίον έσπαγαν όλοι πλάκα και αργότερα, όταν κάποιοι -ευτυχώς- εγκατέλειψαν αυτό το μοτίβο, ο γκέι χαρακτήρας έγινε ένας φίλος, ο πιστός φιλος της πρωταγωνίστριας που τη βοηθούσε στα ερωτικά της ή ένας άλλος φίλος μέσα σε μία παρέα, ή ένας τύπος που βιώνει μια απορριπτική συμπεριφορά και πρέπει να τον λυπηθούμε κ.λπ. Αλλά ποτέ, ποτέ, ο γκέι χαρακτήρας δεν είναι ο πυρήνας. Δεν είναι αυτός που διηγείται την ιστορία. Και εκεί κατάλαβα τι αποκλεισμό βιώνουμε.
Ως γκέι άνθρωπος έχω βιώσει έρωτες ωραίους, ωραίες σχέσεις, χωρισμούς, κατάγματα, έχω ζήσει πολλά πράγματα και δεν μπορώ να τα διηγηθώ. Δεν έχω το δικαίωμα να διηγηθώ την ιστορία μου. Για πολλούς λόγους: Άλλοι δεν διηγούμαστε την ιστορία μας γιατί δεν θέλουμε ‘να εκτεθούμε’. Άλλοι δεν διηγούμαστε τις ιστορίες μας γιατί έχουμε την αίσθηση ότι μάλλον δεν θα γίνουν δεκτή, δεν θα τη δει ο κόσμος, ή δεν θα τη θέλει το κανάλι. Και άλλοι τολμηροί, οι οποίοι διηγούνται την ιστορία τους με έναν γκέι πρωταγωνιστή πέφτουν επάνω σε έναν τοίχο. Στον τοίχο που θα ορθώσει μια εταιρεία παραγωγής, ή ένα κανάλι και θα πει ότι αυτή η σειρά δεν αφορά κανέναν.
Έχω την αίσθηση ότι ο λόγος που δόθηκε το πράσινο φως στις «Σέρρες» είναι ότι το έγραψε ένας άνθρωπος που έχει κάνει τηλεοπτικές επιτυχίες στο παρελθόν. Δεν ξέρω εάν ένα νέο παιδί έγραφε το ίδιο σενάριο θα γινόταν δεκτό. Και αυτό είναι ακόμη στενάχωρο, είναι αυτό που πρέπει να αλλάξουμε. Γιατί πρέπει να μπορούμε να διηγηθούμε τις ιστορίες μας.
Παράδειγμα: Αν έγραφα μια ιστορία για ένα φαροφύλακα σε ένα νησί της άγονης γραμμής. Που βρίσκει μια γυναίκα ημιλιπόθυμη στην παραλία, την πλησιάζει και βλέπει ότι την έχει δαγκώσει οχιά, της βγάλει το δηλητήριο, την πάει στο Κέντρο Υγείας όπου εκείνη συνέρχεται, τον βλέπει, τον ερωτεύεται. Κι αυτός την ερωτεύεται αλλά εκείνη είναι μία γκαλερίστα στη Νέα Υόρκη και πώς θα προχωρήσει αυτή η σχέση; Ένας φαροφύλακας στη Σίκινο με μία γκαλερίστα στη Νέα Υόρκη; Αυτό το σαχλό, συγνώμη που το λέω, σενάριο, αν το πήγαινα στα κανάλια, θα το δέχονταν όλα. Και ρωτάω: Είστε φαροφύλακες; Όχι. Μπορείτε να ταυτιστείτε με τη γκαλερίστα της Νέας Υόρκης; Όχι. Μπορείτε να ταυτιστείτε με την οχιά; Όχι. Κανένας. Ωστόσο, θα μου πούνε ότι αυτό είναι ένα σίριαλ που ο κόσμος θα το αγαπήσει. Εγώ λοιπόν έχω γράψει ένα σενάριο που η βάση του είναι ότι ένας γιος πηγαίνει στην πόλη του, επιστρέφει στις Σέρρες, γιατί ο πατέρας του έμεινε χήρος. Έχει χαθεί η μητέρα και έχει μείνει μόνος του ο μπαμπάς. Και σας ρωτάω: Δεν είμαστε όλοι γιοί και κόρες, δεν είμαστε παιδιά κάποιου; Δεν έχουμε όλοι, μα όλοι -φαροφύλακες, γκαλερίστες, οι πάντες- το φόβο του τι θα κάνω αν ο ένας γονιός μου μείνει μόνος;
Είναι μια ιστορία με την οποίαν ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί και ωστόσο, επειδή ο πρωταγωνιστής της είναι γκέι θα μου έλεγαν ότι είναι μια ιστορία για ειδικό κοινό. Κι όμως είναι για όλο το κοινό και είναι η πιο ειλικρινής ιστορία που έχω γράψει. Ξεκινά, άλλωστε, από ένα πραγματικό περιστατικό.
Θεωρώ ότι είναι ό,τι πιο σημαντικό έχω κάνει και με συγκινεί πολύ, διότι είναι μια ιστορία που θα μπορέσει να εμπνεύσει. Να εμπνεύσει τα γκέι αγόρια, τα τρανς άτομα, τα γκέι κορίτσια, αλλά θα εμπνεύσει επίσης και τους γονείς τους. Θα αλλάξει τις ισορροπίες μέσα στην ελληνική οικογένεια. Επειδή υπάρχει η προοπτική να παιχτεί κιόλας σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, με τις οποίες ο Αντ1 έχει εμπορική συνεργασία, που είναι χώρες στις οποίες τα ζητήματα ΛΟΑΤΚΙ ξέρουμε ότι βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από την Ελλάδα, νιώθω ότι αυτή η επιρροή θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη. Μπορεί να αλλάξει τις ισορροπίες μέσα στην ελληνική οικογένεια.
Ας μην ξεχνάμε ότι δεν είμαστε μόνο εμείς, τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα τα οποία ακούμε τις γνωστές προσβολές, χυδαιότητες, ανοησίες καθημερινά και που έχουμε μάθει και τις ξεπερνάμε. Κάθε φορά που κάποιος βγαίνει στην τηλεόραση, στο δημόσιο λόγο και καταφέρεται εναντίον μας, κάθε φορά που κάποιος μας μιλάει με απαξιωτικό τρόπο, κάθε φορά που κάποιος λέει ότι δεν είμαστε ικανοί να γίνουμε γονείς, ότι δεν είμαστε καλοί για οποιαδήποτε δουλειά, θίγει τους γονείς μας. Πληγώνει τους γονείς μας. Τους κάνει να ντρέπονται, τους κάνει να γεμίζουν με τύψεις και ενοχές, για κάτι που δεν θα έπρεπε να έχουν τύψεις και ενοχές.
Γι’ αυτό νιώθω ότι αυτή η σειρά θα εμπνεύσει και παιδιά και γονείς -κι ας ακούγεται αυτό πολύ συντηρητικό. Και θα γίνει και πολύ γρήγορα. Γιατί όταν κάποιοι διάβασαν το σενάριο και είπαν ότι είναι πάρα πολύ ωραίο, αλλά μήπως θα χρειάζονταν περισσότερες συγκρούσεις; Γιατί πατέρας και γιος μονοιάζουν -γιατί η σχέση τους ήταν κατεστραμμένη- από το δεύτερο επεισόδιο. Κι εγώ λέω ‘ναι, γιατί είναι τόσο απλό. Πρέπει να κάνεις ένα κλικ μέσα σου και να πεις ‘το παιδί μου είναι. Το αγαπάω. Πάει και τελείωσε’».