ΓΙΟΡΤΗ ΣΗΜΕΡΑ : Την προσκύνηση της Τιμίας Αλυσίδας του Αγίου και ενδόξου Αποστόλου Πέτρου τιμά η εκκλησία μας κάθε χρόνο στις 16 Ιανουαρίου. Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος έγινε αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και σταμάτησε τους διωγμούς κατά των Χριστιανών, οι πιστοί στην Ρώμη έβγαλαν από τον τάφο το λείψανο του Αποστόλου Πέτρου, οικοδόμησαν Ναό προς τιμήν του και φύλασσαν σ’ αυτόν την Τιμία Αλυσίδα του Αγίου, που από βασανιστικό όργανο εναντίον του, έκανε πολλά θαύματα, όπως η σκιά του που ανάστηνε νεκρούς.
Μέσα στο Ναό έφτιαξαν έναν απόκρυφο τόπο τοποθετώντας πάνω σε θρόνο καθιστό το Άγιο Λείψανό του.
Ο τόπος αυτός ήταν άβατος, κλεισμένος με διπλές και ασφαλώς κλειδωμένες θύρες, για να προφυλαχθούν από τους κλέφτες και τους ιερόσυλους τα πολύτιμα στολίδια, όπως των χρυσών υποδημάτων και του χρυσοΰφαντου φορέματος που του είχαν φορέσει. Επιτρεπόταν μόνο τρεις φορές τον χρόνο να μπαίνουν οι Χριστιανοί για να προσκυνήσουν τον Άγιο.
Μία ημέρα πήγε στον Ορθόδοξο τότε Πάπα Ρώμης, κάποιος Χριστιανός και του εξομολογήθηκε πολύ βαριά αμαρτήματα ζητώντας συγχώρεση. Ο Πάπας του έβαλε επιτίμιο, αλλά για να λυθούν τα αμαρτήματά του, τον άφησε στην εξουσία του Αποστόλου Πέτρου, βάζοντάς τον να δεθεί με την Αλυσίδα του Αγίου και αφού συρθεί 7 φορές σε όλο τον Ναό, να πάει στο άβατο μέρος του Ναού που ήταν το Άγιο Λείψανο και να χτυπά με το κεφάλι του τις θύρες. Αν άνοιγαν μόνες τους, αυτό θα ήταν η θαυμαστή επιβεβαίωση ότι συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες του. Τότε ο Χριστιανός έκανε καθώς του είπε ο Πάπας και ω του θαύματος κόπηκαν οι σφραγίδες, ξεκλείδωσαν οι κλειδαριές και άνοιξαν οι θύρες! Από τότε αυτός ο τρόπος, έγινε νόμος και κανονισμός από τον Πάπα για τους εξομολογούμενους που έφεραν βαριές αμαρτίες.
Το θαύμα διαδόθηκε παντού και τότε ένας άλλος Χριστιανός που έκανε εμπόριο με τα πλοία και έπεσε σε τρικυμία πτωχεύοντας και χάνοντας τα υπάρχοντά του, μη μπορώντας να εξοικονομήσει τα προς το ζειν, παρακάλεσε ολοψύχως τον Απόστολο Πέτρο να του επιτρέψει να πάρει δανεικό το χρυσό υπόδημα από το ένα πόδι του, και όταν τακτοποιηθεί οικονομικά και επιστρέψει από το ταξίδι θα του φέρει υπόδημα ακόμα πιο τιμιότερο. Ζήτησε τότε από τον Άγιο, να του επιτρέψει να προσποιηθεί τον αμαρτωλό και να εξομολογηθεί ψευδώς στον Πάπα και αφού τον επιτιμήσει, να δεθεί με την Αλυσίδα, να χτυπήσει με τον κεφάλι του τις θύρες, εκείνος να του ανοίξει και να καταδεχθεί την κλοπή. Κατόπιν ο έμπορας αποκοιμήθηκε και είδε στον ύπνο του τον Άγιο να του λέγει να πράξει αυτά που του ζήτησε. Πήγε τότε στον Πάπα και εξομολογήθηκε ψεύτικα κάποια αμαρτία. Του επιβλήθηκε έτσι το γνωστό πλέον επιτίμιο και αφού σύρθηκε 7 φορές δεμένος με τις αλυσίδες σ’ όλο το Ναό και χτύπησε με το κεφάλι του τις θύρες, αυτές άνοιξαν και μάλιστα ο Απόστολος άπλωσε λίγο το πόδι του, δίνοντας το υπόδημά του στον έμπορα! Αυτός τότε το πήρε και έφυγε γεμάτος χαρά.
Οι θύρες έκλεισαν και το θαύμα αυτό παρέμεινε άγνωστο σε όλους, ακόμα και στον Πάπα, μέχρι που έφθασε η ημέρα που θα ερχόταν ο κόσμος για να προσκυνήσει το Λείψανο.
Τότε όταν εισήλθε ο Πάπας και είδε ότι έλειπε το υπόδημα του Αγίου λυπήθηκε για την απώλεια, αλλά θεώρησε ότι ήταν θέλημα Θεού που επέτρεψε και ο Άγιος να συμβεί. Διέταξε τότε και έφτιαξαν παρόμοιο υπόδημα και το φόρεσαν στο πόδι του Αγίου. Ο δε έμπορας αφού απέκτησε πολλά χρήματα και έγινε πάμπλουτος, καθώς και φιλάργυρος, πληροφορήθηκε ότι ο Πάπας έφτιαξε άλλο υπόδημα για τον Άγιο και θεώρησε περιττό να ανταποδώσει την χάρη του Αγίου.
Μία νύχτα όμως, φανερώθηκε στον ύπνο του ο Απόστολος Πέτρος και θυμίζοντάς του το χρέος, ζήτησε την ανταπόδοση. Αμέσως τότε ο έμπορας φτιάχνει ένα πολύτιμο υπόδημα και πηγαίνει στη Ρώμη, εξομολογείται στον Πάπα, δένεται με την Αλυσίδα, χτυπά τις πόρτες, ανοίγουν αυτές, εισέρχεται εντός του άβατου αυτού μέρους, βγάζει από το πόδι του Αγίου το υπόδημα που του έφτιαξε ο Πάπας, και βάζει αυτό που έφερε εκείνος. Και το υπόδημα του Πάπα το έβαλε ανάμεσα στα δύο πόδια του Αποστόλου, που σαν να ήταν ζωντανός άνοιξε λίγο τα πόδια του για να χωρέσει το τρίτο υπόδημα, πραγματοποιώντας έτσι ο έμπορας την υπόσχεσή του!
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Τήν Ῥώμην μή λιπών, πρός ἡμᾶς ἐπεδήμησας, δι᾽ ὧν ἐφόρεσας τιμίων Ἁλύσεων, τῶν Ἀποστόλων Πρωτόθρονε· ἃς ἐν πίστει προσκυνοῦντες δεόμεθα· ταῖς πρός Θεόν πρεσβείαις σου, δώρησαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ἡ πέτρα Χριστός, τήν πέτραν τῆς πίστεως, δοξάζει φαιδρῶς, τῶν μαθητῶν τόν πρωτόθρονον· συγκαλεῖ γάρ ἅπαντας, ἑορτάσαι Πέτρου τά θαύματα, τῆς τιμίας Ἁλύσεως· καί νέμει πταισμάτων τήν συγχώρησιν.