Κάποιες ανατροπές στη ζωή μας είναι τόσο συνταρακτικές που φέρνουν τα πάνω κάτω και αλλάζουν τα πάντα σε μια στιγμή.
Η ζωή τα έφερε έτσι σε μένα ώστε ο καρπός της αμαρτίας του άνδρα μου να γίνει ευλογία για μένα.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Κάθε χρόνο το 15Αυγουστο κάνουμε μια μεγάλη οικογενειακή γιορτή στο ορεινό χωριό που μένουν τα πεθερικά μου. Συνδυάζουμε την ονομαστική εορτή του πεθερού μου με το πανηγύρι του χωριού . Στρώνεται λοιπόν ένα μεγάλο τραπέζι στην πλατεία του χωριού με τους άνδρες να ψήνουν και τις γυναίκες να ετοιμάζουν τα συνοδευτικά. Άφθονο κρασί , τραγούδι , χορός, μια ωραία ατμόσφαιρα γενικότερα. Σε μια τέτοια στιγμή , με το γλέντι στο ‘’τσακίρ κέφι’’ , σταματάει ένα αυτοκίνητο στην πλατεία, βγαίνει μια ξανθιά γυναίκα και ένα μελαχρινό κοριτσάκι και κατευθύνονται προς το μέρος μας.
Όλοι κοιτάξαμε με ενδιαφέρον (δεν είναι και πολλοί οι άγνωστοι επισκέπτες στο χωριό μας άλλωστε). Η γυναίκα πλησίασε το σύζυγο μου ο οποίος όταν την είδε έμεινε στήλη άλατος . Κάτι του είπε δεν καταλαβαίναμε αφενός , αφετέρου δεν μιλούσε ελληνικά. Έγινε μια έντονη συζήτηση μεταξύ τους και μέχρι να πλησιάσω να δω τι συμβαίνει την βλέπω να φιλάει το κοριτσάκι, να το δίνει στον άντρα μου, να κάνει μεταβολή , να μπαίνει στο αυτοκίνητο και να εξαφανίζεται. Όλοι κοίταζαν απορημένοι μια το παιδί μια τον άντρα μου, ο οποίος φαινόταν να παραπαίει, μια εμένα που δεν καταλάβαινα τίποτα.
Κανένας δε μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβη . Έτσι όπως έγιναν τα πράγματα ήταν και η ώρα της αλήθειας. Ο σύζυγος μου είχε ένα υποκατάστημα στη Βουλγαρία . Από την εξωσυζυγική σχέση με την εν λόγω κυρία , γεννήθηκε το μικρό κοριτσάκι. Ήταν σίγουρα δικό του παιδί , είχαν γίνει τα απαραίτητα τεστ DNA , όχι ότι ήταν απαραίτητα, το παιδί του έμοιαζε πάρα πολύ.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, με τη μητέρα της είχαν διακόψει, εκείνη ήταν πλέον αρραβωνιασμένη με έναν αμερικανό και θα πήγαινε να ζήσει κοντά του, στην Αμερική. Θα άφηνε λοιπόν το παιδί στον άντρα μου (έπρεπε να αναλάβει και εκείνος τις ευθύνες ) μέχρι να τακτοποιηθεί και θα επέστρεφε να το πάρει.
Εγώ τα άκουγα όλα αυτά χωρίς να πιστεύω ότι με αφορούσαν, σαν να μην είχαν συμβεί σε εμένα. Νόμιζα ότι ήταν ένα κακό όνειρο, ένας εφιάλτης. Ότι θα ξυπνήσω και ο καρπός της παράνομης σχέσης του θα εξαφανιστεί και θα ήταν όλα όπως πριν!
Όμως, δυστυχώς, όλα ήταν αλήθεια και εγώ δεν μπορούσα να την αντιμετωπίσω. Δεν έκλαψα, δεν ούρλιαξα, δεν έπαθα υστερία, δεν έσπασα όλο το σπίτι, δεν χώρισα , δεν μάζεψα τα συντρίμμια μου να σηκωθώ να φύγω. Ούτε για αυτό δεν είχα κουράγιο. Ήμουν ένα ράκος ψυχικό και σωματικό.
Όταν γυρίσαμε στο σπίτι μας στην Αθήνα δεν έβγαινα έξω, νομίζοντας ότι ήμουν στιγματισμένη, όλοι θα ήξεραν τι είχε συμβεί, δεν πήγαινα στη δουλειά , δεν πήγαινα πουθενά. Σερνόμουν από το κρεβάτι στον καναπέ και από το καναπέ στο κρεβάτι . Ευτυχώς τα παιδιά μας (έχουμε δύο μεγάλα παιδιά) σπουδάζανε μακριά και δεν είχαν ιδέα για το πώς είχα καταντήσει..
Το κοριτσάκι σαν να μην υπήρχε. Σχεδόν δεν το έβλεπα. Ο άντρας μου είχε αναλάβει να το πηγαίνει και να το φέρνει από το σχολείο . Είχε προσλάβει και μια κυρία να το φροντίζει όταν έλειπε εκείνος και να του μαθαίνει ελληνικά . Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος , το παιδί μεγάλωνε χωρίς να του λείπει τίποτε, παρά μόνο αγάπη – στοργή και φροντίδα. Ότι χρειάζεται περισσότερο δηλαδή ένα παιδί σε αυτήν την ηλικία . Ο άντρας μου τυπικός στις υποχρεώσεις του , αλλά σαν πατέρας ψυχρός και απόμακρος μαζί της . Ίσως να μην ήθελε να ρίξει λάδι στη φωτιά , λόγω της κατάστασης μου .
Όλο το διάστημα που ήμουν άρρωστη , εκείνο που θυμάμαι μεταξύ ύπνου και ξύπνιου , όταν συνερχόμουν από την επήρεια των φαρμάκων ήταν δύο ματάκια να με κοιτάνε ορθάνοιχτα με αγάπη και απορία.
Το πλασματάκι αυτό, που δεν ήθελα καν να υπάρχει, που παρακαλούσα να εξαφανιστεί, που μου θύμιζε ότι ήθελα να ξεχάσω , ήταν πάντα εκεί όταν άνοιγα τα μάτια μου. Πάντα δίπλα μου, τόσο μικρό , τόσο ανυπεράσπιστο, τόσο διψασμένο για αγάπη.
Όταν συνήρθα από την αρρώστια μου είδα τη ζωή αλλιώς και μαζί με τη ζωή και το μικρό αυτό κοριτσάκι. Σαν να μου έφυγε ένα μαύρο πέπλο που μου κάλυπτε τα μάτια μου και το είδα έτσι όπως είναι στην πραγματικότητα. Όχι ότι ήταν η προδοσία του άντρα μου, αλλά ένα τρομαγμένο σπουργιτάκι που μεγάλωνε χωρίς μητρική στοργή και τρυφερότητα.
Έτσι , άνοιξα την αγκαλιά μου σε αυτό το παιδί , της έδωσα αγάπη και αυτό που πάντα ήμουν , την ‘’μάνα’’. Πέρασαν δώδεκα χρόνια από τότε. Η μητέρα της δεν κράτησε το λόγο της. Μόνο πέρυσι που τελείωνε το λύκειο της ζήτησε να πάει στην Αμερική για να σπουδάσει. Τη μεγάλωσα σαν δικό μου παιδί.
Έτσι τα χρόνια πέρασαν. Τα μεγάλα παιδιά μου έχουν πλέον τις δικές τους οικογένειες . Τον άντρα μου τον χάσαμε πριν τρία χρόνια από καρδιά. Εγώ μένω μαζί με την 18χρονη κόρη μου την οποία λατρεύω και η οποία επέλεξε να σπουδάσει στην Αθήνα για να βρίσκεται κοντά στη μαμά της, δηλαδή εμένα, που με υπεραγαπάει.