Η ιερά εικόνα της Παναγίας της Εικονίστριας βρέθηκε περί το 1650 με θαυμαστό τρόπο στα κλαδιά ενός πεύκου, στη Σκιάθο…
Στον τόπο της ευρέσεως ζούσε κάποιος ασκητής, ο γέροντας ιερομόναχος Συμεών, ο οποίος είδε ένα μυστηριώδες φως να φωτίζει το ασκητήριό του μέσα από το δάσος.
Έκθαμβος και γεμάτος απορία για την προέλευση του εκτυφλωτικού φωτός, μάταια προσπαθούσε να πλησιάσει καθώς αυτό χανόταν. Ύστερα από πολλές απόπειρες, αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο περί θαύματος.
Μετά από προσευχή και νηστεία, κατόρθωσε να πλησιάσει το μέρος όπου κρεμόταν η εικόνα στα κλαδιά ενός πεύκου. Τότε αντίκρισε τη γλυκιά μορφή της Παναγίας της Εικονίστριας.
Ο ίδιος δεν μπόρεσε να κατεβάσει την Εικόνα. Ίσως ήταν και θέλημα της Παναγίας να συμβεί αυτό, για να γίνουν και άλλοι μάρτυρες του θαύματος. Έμεινε εκεί όλη τη νύχτα προσευχόμενος και το επόμενο πρωί αναχώρησε για την μεσαιωνική πόλη της Σκιάθου, το Κάστρο, όπου ανήγγειλε στους κατοίκους του το θαύμα. Οι προεστοί τον ακολούθησαν μαζί με τους ιερείς και τον κόσμο. Δάκρυα χαράς ξεχύθηκαν από τα μάτια όλων, αντικρίζοντας την εικόνα επάνω στο δένδρο.
Ήταν το πρωινό της 23ης Αυγούστου του 1944, όπου η Σκιάθος έμελλε να ζήσει έναν εφιάλτη. Είχε προηγηθεί, λίγες μέρες πριν, η σύλληψη του Γερμανού διοικητή των Βορείων Σποράδων Άντλερ, από το 54 σύνταγμα του ΕΛΑΣ Πηλίου, κατόπιν εντολής του ΕΑΜ Βόλου, γεγονός που επιβεβαίωσε τους φόβους της τοπικής επιτροπής ΕΑΜ Σκιάθου για αντίποινα από μέρους των Γερμανών.
Μόλις κατέπεσε ο θόρυβος και σταμάτησαν να επαγρυπνούν οι ντόπιοι, ισχυρές Γερμανικές δυνάμεις με καταδιώξεις και επιταγμένα σκάφη εισβάλουν στο νησί, με σκοπό να διαπράξουν αντίποινα για την σύλληψη του Άντλερ. Σκοπός τους το ολοκαύτωμα της πόλης της Σκιάθου και η ομαδικές εκτελέσεις όλων των κατοίκων του νησιού.
H πόλη της Σκιάθου παραδομένη στις φλόγες.
Αρχίζουν ήδη τις συλλήψεις όσων εντοπίζουν μέσα στο χωριό, μιας και οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν καταφύγει στις πλαγιές του νησιού, ενώ ταυτόχρονα πυρπολούν από στεριά και θάλασσα το χωριό.
Σε λίγο η φωτιά είχε εξαπλωθεί και δεν ξεχώριζε τίποτα, ούτε κι αυτός ο ήλιος, όπως μας πληροφορεί ένας αυτόπτης μάρτυρας. Η φωτιά δυναμώνει όλο και περισσότερο που μέχρι το βράδυ έχει καλύψει το μεγαλύτερο μέρος της πόλεως. Καίγονται ολοσχερώς περί τα διακόσια σπίτια. Οι γερμανικές δυνάμεις αποχωρούν με σκοπό να καλέσουν ενισχύσεις από το Βόλο, ώστε να χτενίσουν τη Σκιάθο και να μη μείνει κανείς ζωντανός.
Το προηγούμενο βράδυ, πολλοί κατέφυγαν στο παλαιό μοναστηράκι της Παναγίας της Κεχριάς, για να γιορτάσουν τα εννιάμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και να παρακαλέσουν την Θεοτόκο να τους βοηθήσει. Όμως τη χαρά διαδέχθηκε η λύπη, την ελπίδα κάλυψε το σκοτάδι. Έντρομοι όσοι γλίτωσαν από τη σύλληψη και την πυρκαγιά κοιτούν την πόλη που καίγεται και ζητούν το έλεος της Παναγίας. Κλαίνε απαρηγόρητοι και ζητούν τις μεσιτείες της στον Υιό της για τη σωτηρία τους.
Και η Παναγία η Εικονίστρια, η μητέρα των Χριστιανών, δεν άργησε να απαντήσει στις προσευχές των πενήτων Της.
Ενώ όλα έδειχναν ότι δεν υπάρχει σωτηρία η Θεοτόκος δεν διέψευσε τις ικεσίες των δούλων Της.
Ενώ ο ήλιος έδυε πίσω από τους πυκνούς καπνούς της κατά τα άλλα αίθριας και ζεστής εκείνης αποφράδας ημέρας, έξαφνα, εμφανίστηκαν μαύρα πυκνά σύννεφα, που σκέπασαν τον ουρανό. Ισχυρή καταιγίδα ξέσπασε, που σε λίγα λεπτά πλημμύρισαν τα πάντα. Η δυνατή νεροποντή διήρκεσε όλο το βράδυ και κατέσβεσε την πυρκαγιά, προτού καταστρέψει τα πάντα.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό.
Την επόμενη μέρα ο καιρός επιδεινώθηκε ραγδαία με ισχυρούς, ψυχρούς και βροχερούς ανέμους επί οκτώ ημέρες, φαινόμενο ασυνήθιστο για την εποχή. Άρχισε να φυσά ισχυρός Γρεγολεβάντες, ο οποίος φρεσκάριζε ολοένα και περισσότερο. Η τρικυμία που επικράτησε εμπόδισε τα γερμανικά καταδρομικά και επίτακτα καΐκια να προσεγγίσουν στο νησί.
Ταυτόχρονα ξεκίνησε η κατάρρευση της Γερμανίας, ματαιώνοντας διαπαντός τα αιμοδιψή σχέδιά τους.
Όπως και άλλοτε, έτσι και τώρα, η Παναγία η Εικονίστρια, στην οποία όλο το νησί απέδωσε το θαύμα, επιβεβαίωσε τα όσα έγραψε στους ύμνος του ο Μωραϊτίδης, ο οποίος σε ένα τροπάριο της τετάρτης Ωδής του Κανόνα της, παρακαλεί την Θεοτόκο να εμφανίσει τη θεία χάρη της και με την λάμψη της να αποδιώξει τον τύραννο εχθρό.
‘’… Ἐν ὥρᾳ θλίψεως… ἐμφάνηθι, καί λάμψει τῆς εἰκόνος σου, ἐξελοῦ τῆς τυραννίδος’’.
Μα το μεγαλύτερο θαύμα υπήρξε ένα και μοναδικό.
Μέσα σε εκείνη την παραζάλη, το πρωινό της 23ης Αυγούστου, το χωριό είχε εξ ολοκλήρου παραδοθεί στις φλόγες. Όσα σπίτια γλίτωσαν από την επέλαση της φωτιάς, δεν γλίτωσαν από το πλιάτσικο στο οποίο Γερμανοί στρατιώτες και Έλληνες καταδότες επιδίδονταν χωρίς ενδοιασμούς.
Οι φλόγες από τα διπλανά σπίτια έγλυφαν το Μητροπολιτικό Ναό των Τριών Ιεραρχών, στον οποίο φυλάσσεται μέχρι σήμερα η θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας της Εικονίστριας.
Την ώρα που όλοι έντρομοι έτρεχαν να γλιτώσουν από τον όλεθρο, κανείς δεν σκέφτηκε να φυγαδεύσει την Ιερά Εικόνα, το μεγαλύτερο κειμήλιο του νησιού. Και όμως παρέμεινε απείραχτη στο θρόνο της, όπως απείραχτος έμεινε και ο Ναός της, στον οποίο σήμερα αναπέμπουμε ευχαριστηρίους δεήσεις, και δοξολογίες, για την διάσωση της πόλεως και τα θαυμαστά ‘‘ξένα και τεράστια’’ που η Θεοτόκος χάρισε και χαρίζει μέχρι σήμερα σε όσους την επικαλούνται με ευλάβεια και πίστη.
Στην Παναγία την Κουνίστρα
Εις όλην την Χριστιανοσύνη
μια είναι μόνη Παναγία αγνή,
κόρη παιδίσκη, Άσμα των Άσμάτων,
χωρίς Χριστόν, θείο παιδί, στά χέρια,
και τρεφομένη με αγγέλων άρτον!..
Εσύ’ σαι η μόνη Παναγία Κουνίστρα,
που εφανερώθης στης Σκιάθου το νησί,
εις δένδρον πεύκου επάνω καθημένη,
κ’ αιωρουμένη εις τερπνήν αιώραν,
όπως αι κορασίδες συνηθίζουν…
Εφανερώθης, κι όλος ο λαός
μετά θυμιαμάτων και λαμπάδων
εν θεία λιτανεία σε παρέπεμψε –
κ’ εσήκωσεν ωραίον λευκόν ναόν,
που με πιατάκια ελληνικά σου στόλισε!..
Κι όλος ο ήλιος έλαμπεν εις τον ναόν σου,
και φως τον πλημμυρούσε μαργαρώδες,
όλα τ’ άστέρια εφεγγοβολούσαν,
και η σελήνη εχάιδευε γλυκά
τα απλά της εκκλησίας σου καντιλάκια !..
Κ’ είδες, η Κόρη, του λαού την πίστιν,
είδες και την πτωχείαν κ’ ευσπλαχνίσθης,
όπως το πάλαι είχε σπλαχνισθή ο Υιός σου
τους προγόνους του ίδιου του λαού,
ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα…
Κι άρχισες να γιατρεύης τους αρρώστους
και να γιατρεύης τους δαιμονισμένους –
που ήρχετο ώρα κ’ εις τους τοίχους εχτυπώντο
με φοβερόν συγκλονισμόν –
κι άρχισες, θεία, να θαυματουργής!..
Κ’ η χάρη σου ξαπλώθηχε ως τα πέρατα
του ειρηνικού νησιού της Σκιάθου –
ω Παναγιά μου, κόρη πάναγνη, καλή!
…Κ’ ίσως να φτάση κι ως εμένα και ν’ απλώση
γαλήνη στην ψυχή μου, την αμαρτωλή…