Η μαμά μου είχε μόνο ένα μάτι. Την μισούσα για αυτό… Ένιωθα ντροπή κάθε φορά που με έβλεπαν οι φίλοι μου μαζί της και αυτό συνέβαινε συχνά γιατί δούλευε στο σχολείο. Μαγείρευε για τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς για να στηρίξει οικονομικά την οικογένεια μας.
Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινα στο δημοτικό, ήρθε να με βρει η μητέρα μου για να μου πει ένα γεια. Με έφερε σε τόσο δύσκολη θέση. Πώς μπορούσε να μου το κάνει αυτό; Την αγνόησα. Της έριξα ένα βλέμμα γεμάτο μίσος και έτρεξε έξω με τους φίλους μου.
Την επόμενη μέρα στο σχολείο ένας από τους συμμαθητές μου, φώναξε μπροστά σε όλη την τάξη «Έ!! Η μαμά σου έχει μόνο ένα μάτι!».
Εκείνη τη στιγμή ήθελα να εξαφανιστώ. Αλλά ήθελα, επίσης, και η μαμά μου να εξαφανιστεί.
Μόλις πήγα σπίτι, την βρήκα και της είπα εκνευρισμένος «Με έχεις κάνει ρεζίλι, γιατί δεν μπορείς απλά να πεθάνεις;».
Η μαμά μου δεν μου απάντησε. Δεν είχα καν προλάβει να σκεφτώ τι θα της πω. Ήμουν τόσο θυμωμένος μαζί της που τα λόγια βγήκαν αυθόρμητα. Αδιαφορούσα για τα συναισθήματα της. Δεν με ένοιαζε καθόλου πως θα αισθανθεί μετά από αυτό.
Δεν την ήθελα στο σπίτι και δεν επιθυμούσα να έχω καμία σχέση μαζί της. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που διάβασα τόσο πολύ, με τόσο πάθος, ώστε να μπορέσω κάποτε να φύγω εγώ από το σπίτι για σπουδές και να μην πρέπει να την βλέπω καθημερινά.
Στη συνέχεια, παντρεύτηκα. Αγόρασα ένα σπίτι δικό μου. Είχα τα δικά μου παιδιά. Ήμουν ευτυχισμένος με τη ζωή μου, με τα παιδιά μου και με τις ανέσεις μου.
Τότε, μια μέρα, η μητέρα μου ήρθε στην πόλη που έμενα, για να με επισκεφθεί. Είχε να με δει πάρα πολλά χρόνια ενώ δεν είχε δει ποτέ ούτε την γυναίκα μου αλλά ούτε και τα εγγόνια της.
Όταν μου χτύπησε την πόρτα και της άνοιξα, τα παιδιά μου την είδαν και γέλασαν δυνατά μαζί της. Γύρισα, την κοίταξα και της φώναξα θυμωμένος «Πώς τολμάς να έρχεσαι στο σπίτι μου απρόσκλητη και να τρομάζεις τα παιδιά μου! Φύγε από δω! ΤΩΡΑ!!!».
Η μητέρα μου χαμήλωσε το πρόσωπο της και μου απάντησε με χαμηλή φωνή «Με συγχωρείς. Μάλλον έχω έρθει σε λάθος διεύθυνση». Έκλεισα την πόρτα με δύναμη και πήγα να παίξω με τα παιδιά μου.
Μια μέρα, χρόνια μετά, έλαβα μια επιστολή από έναν παλιό συμμαθητή μου από το λύκειο. Με ενημέρωνε ότι θα γίνει ένα πάρτι επανένωσης της τάξης μου και ότι θα ήθελε να πάω για να με δει. Είπα ψέματα στη γυναίκα μου ότι θα πάω σε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγα να συναντήσω τους φίλους μου. Μετά την εκδήλωση πήγα στο πατρικό μου σπίτι απλά και μόνο από περιέργεια.
Οι γείτονές μου είπαν ότι η μάνα μου είχε πεθάνει. Δεν δάκρυσα. Γιατί να το κάνω άλλωστε. Ήταν κάτι που το ήθελα από μικρός. Στη συνέχεια μου έδωσαν ένα γράμμα που μου είχε αφήσει εκείνη αν περνούσα από το σπίτι.
Το γράμμα έγραφε:
«Αγαπημένο μου αγόρι,
Σε σκέφτομαι όλη την ώρα. Λυπάμαι που ήρθα στο σπίτι σας και τρόμαξα τα παιδιά σας.
Ήμουν τόσο χαρούμενη όταν άκουσα ότι θα έρθεις για την σχολική σας επανένωση. Αλλά μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να σε δω. Λυπάμαι που σε έκανα να νιώθεις άσχημα με την εμφάνιση μου όταν μεγάλωνες. Λυπάμαι που σε ντρόπιαζα.
Βλέπεις, όταν ήσουν πολύ μικρός είχες ένα ατύχημα και έχασες το μάτι σου. Ως μητέρα, δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι το παιδί μου θα μεγαλώσει με ένα μάτι. Έτσι σου έδωσα το δικό μου.
Ήμουν τόσο περήφανη για το γιο μου που κατάφερε με το δικό μου μάτι να δει έναν ολόκληρο νέο κόσμο. Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που μπόρεσα να σου το προσφέρω αυτό.
Σε αγαπώ πολύ,
Η μητέρα σου.»