Αν όχι σε όλα, τότε σίγουρα στα περισσότερα στρατόπεδα της Ελλάδας σχεδόν πάντα κάθε «νέος» θα περάσει από μια διαδικασία «καλωσορίσματος» ή μύησης που απαραίτητα θα περιλαμβάνει κάποιας μορφής «τρέξιμο» τις πρώτες εβδομάδες αλλά την αφήγηση φοβερών και τρομερών ιστοριών από το παρελθόν που θα κινούνται στα όρια του υπερφυσικού ή του μεταφυσικού.
Στοιχειωμένες σκοπιές, εγκλήματα –συνήθως λόγω κάποιας αδιανόητης συγκυρίας ή σύμπτωσης, αυτοκτονίες, θεάσεις ανεξήγητες και ένα σωρό άλλα τέτοια που ποικίλουν και διαφέρουν ανάλογα με το στρατόπεδο, συνθέτουν το σκηνικό που συναντά κανείς εκεί που τελειώνει η λογική και αρχίζει ο Ελληνικός Στρατός, όπως αρέσκονται να λένε οι έφεδροι που υπηρετούν την θητεία τους.
Αναμφίβολα, ξεχωριστή θέση σε αυτές τις ιστορίες είναι αυτή που μεταφέρεται από στόμα σε στόμα και από ΕΣΣΟ σε ΕΣΣΟ σε όσους είτε παρουσιάζονται είτε καταλήγουν κάποια στιγμή στο Κέντρο Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων Αυλώνας. Το συγκεκριμένο ΚΕΤΘ, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα σε έκταση αλλά και σε αριθμούς οπλιτών στρατόπεδο στην Ελλάδα, γεγονός που μεταφράζεται σε μια θητεία γεμάτη καθημερινές δυσκολίες πρακτικού τύπου, όπως για παράδειγμα ο αγώνας δρόμου για να προλάβει κανείς ζεστό νερό τον χειμώνα ή των μυθικών διαστάσεων αγγαρείες που συνεπάγεται η συντήρηση μιας τέτοιας αχανούς έκτασης.
Πέρα όμως από αυτά τα καθημερινά και τετριμμένα, στον Αυλώνα έρχεσαι σε επαφή με την απόλυτη ιστορία τρόμου σχετικά με μία συγκεκριμένη σκοπιά, η οποία ενδεχομένως αποτελεί την «μήτρα» όλων των αντίστοιχων διηγήσεων σε άλλα στρατόπεδα της Ελλάδας.
Είναι η διαβόητη «σκοπιά της γριάς», ανενεργή σήμερα, που εδώ και περίπου 40 χρόνια την συντροφεύει ένας θρύλος ο οποίος για χρόνια την καθιστούσε την χειρότερη δυνατή υπηρεσία που θα μπορούσε να σου τύχει κατά την διάρκεια της παρουσίας σου στον Αυλώνα.
Φαίνεται ότι το περιστατικό το οποίο κινείται στα όρια του μύθου (ή και πολύ παραπάνω από αυτόν) συνδέεται με γεγονότα που συνέβησαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70, με την απαραίτητη υποσημείωση ότι τίποτα από όσα διαβάσετε παρακάτω δεν έχει αποδειχτεί ή καταγραφεί σε επίσημα έγγραφα. Το μόνο που για χρόνια γνώριζαν για πολλά χρόνια οι οπλίτες στο ΚΕΤΘ Αυλώνα ήταν ότι σε μία συγκεκριμένη σκοπιά, κοντά στα παλιά Πυρομαχικά, οι σκοπιές γίνονται με διπλοβάρδιες και ήταν 4ωρης διάρκειας. Δηλαδή αντί να κάθεται ένας σκοπός μόνος του για ένα δίωρο, όπως συμβαίνει στο 99% των περιπτώσεων, υποχρεωτικά ένα δίδυμο φαντάρων κάλυπταν το πλήρες πρόγραμμα.
Στους νέους που καλούνταν να κάνουν σκοπιά δεν δόθηκε ποτέ καμιά επίσημη αιτιολόγηση από τους ανώτερους. Και «οφ δι ρέκορντ» ίσως να τους έλεγαν ότι αυτό συμβαίνει διότι λόγω της θέσης της, η συγκεκριμένη σκοπιά μπορούσε να γίνει στόχος. Όχι από τρομοκράτες ή εχθρικές δυνάμεις, αλλά από παλιότερους που είχαν την κακή συνήθεια να τρομοκρατούν τους νεοσύλλεκτους. Βέβαια, για να μιλήσουμε και με λίγη λογική εδώ, όσοι έχουν υπηρετήσει κανονική θητεία είναι σε θέση να επιβεβαιώνουν ότι πολυτιμότερο πράγμα από τον ύπνο δεν υπάρχει. Επομένως μοιάζει απίθανο να σηκωθεί μέσα στα άγρια χαράματα κάποιος παλιός, θυσιάζοντας την ανάπαυσή του, μόνο και μόνο για να πετάξει πέτρες ή να υποδυθεί το φάντασμα σε κάποιο «κωλόψαρο».
Από την άλλη, ίσως ακόμη πιο απίθανό είναι να ισχύει ο θρύλος που είναι απόλυτα συνδεδεμένος με την «σκοπιά της γριάς», που γίνεται ακόμη πιο ανατριχιαστικός αν τον συνδυάσεις με την ύπαρξη ενός μικρού ξωκλησιού ακριβώς έξω από τα συρμπατοπλέγματα, το οποίο κανείς δεν είναι σε θέση να απαντήσει στα ερωτήματα από ποιον φτιάχτηκε, πότε, με ποια αφορμή και –κυρίως- το γιατί δεν είναι επισκέψιμο…
Πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’70 (ή αρχές του ’80) σύμφωνα με άλλες διηγήσεις, η τύχη τα έφερε έτσι ώστε δύο αδέλφια να υπηρετούν μαζί την θητεία τους στο συγκεκριμένο Κέντρο του Αυλώνα. Ο ένας εξ αυτών είχε υπηρεσία στην «σκοπιά της γριάς» και φαίνεται ότι ο αδελφός του είχε μία –όπως αποδείχτηκε- καταστροφική ιδέα.
Θέλησε να του κάνει μια αθώα πλάκα και να τον τρομάξει μέσα στη νύχτα, αλλά τίποτα δεν πήγε όπως τα είχε υπολογίσει. Παρά τα συνεχόμενα και διαρκή «αλτ τις ει», ο σκοπός δεν λάμβανε απάντηση και τελών σε πανικό έσκισε την τελαμώνα και όπλισε. Μη έχοντας οπτική επαφή μέσα στη νύχτα, ο αδελφός του δεν αντιλήφθηκε ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο και ότι το ίδιο του το αίμα στέκονταν απέναντί του με το δάχτυλο στην σκανδάλη. Στο επόμενο βήμα του άκουσε τον ήχο του πυροβολισμού και σχεδόν ταυτόχρονα ένιωσε να διαπερνά το κορμί του η σφαίρα που έβαλε τέλος στην ζωή του…
Σύμφωνα με τον μύθο, η μητέρα τους δεν άντεξε αυτά τα φοβερά νέα. Κατά κάποιους έβαλε κι εκείνη τέλος στη ζωή της σε ένα κοντινό ρέμα, αλλά η ενέργεια του μέρους μολύνθηκε για πάντα… Από τότε οι ανατριχιαστικές ιστορίες για εκείνην δίνουν και παίρνουν, με πολλούς να ορκίζονται ότι την βλέπουν να επισκέπτεται την σκοπιά όπου έχασε το σπλάχνο της και να επιστρέφει –μάταια- μήπως και αντικρίσει το παιδί της ζωντανό…