Η συγκλονιστική ιστορία της Βικτόρια: O άντρας της που την ήθελε νεκρή και η ελεύθερη πτώση από τα 3.000 πόδια
Πριν από χρόνια, η έμπειρη skydiver Βικτόρια Σίλιερς σώθηκε από ένα θαύμα όταν κατά τη διάρκεια άλματος ρουτίνας το αλεξίπτωτο της δεν άνοιξε ποτέ κι εκείνη βρέθηκε να κάνει ελεύθερη πτώση από ύψος 3000 ποδιών. Στο βιβλίο που έγραψε με τίτλο «I survived» («Επιβίωσα»), αποκαλύπτει πως δεν ήταν η μοίρα που την ήθελε νεκρή αλλά ο σύζυγος της…
Κυριακή του Πάσχα, έτος 2015. Η έμπειρη skydiver Βικτόρια Σίλιερς κάνει ένα άλμα με ένα αλεξίπτωτο, δώρο του συζύγου της και λοχία του Βρετανικού στρατού Εμίλ Σίλιερς. Τα αλεξίπτωτά της, κύριο και εφεδρικό, αποτυγχάνουν να ανοίξουν με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος από ύψος 3.000 ποδιών! Για καλή της τύχη θα επιβιώσει παρά τους σοβαρότατους τραυματισμούς. Για κακή της τύχη θα αποκαλύψει ότι αυτό που της συνέβη δεν ήταν ένα τρομερό ατύχημα αλλά μια απόπειρα δολοφονίας με δράστη τον ίδιο της τον άνδρα… Όταν η αστυνομία φτάνει στην πόρτα της αποκαλύπτει πως κάποιος είχε σαμποτάρει το αλεξίπτωτό της με τις υποψίες να στρέφονται στον Εμίλ.
Στο βιβλίο της, η Βικτόρια περιγράφει πώς γνώρισε και ∈ρωτεύθηκε τον Εμίλ και πώς ο γοητευτικός άνδρας και πατέρας των δύο παιδιών της που εκείνη πίστευε πως γνώριζε καλά ήταν στην πραγματικότητα ένα αδίστακτο τέρας.
Την εποχή του δυστυχήματος ο γάμος τους είναι σχεδόν διαλυμένος. Ο Εμίλ σπαταλάει χρήματα σε γυναίκες και διασκέδαση, κανείς ωστόσο δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί πως αναζητούσε τόσο απεγνωσμένα τον θάνατο της γυναίκας του. Όπως αφηγείται η ίδια περιγράφοντας τα πρώτα λεπτά μετά το ατύχημα: «Η πρώτη μου σκέψη ήταν: “Είμαι ακόμα ζωντανή”. Γύρισα αργά και συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σε μαλακό χώμα. Μόλις είχα πέσει από ύψος 3.000 ποδιών από ένα αεροπλάνο. Στο μεγαλύτερο μέρος της τρομακτικά γρήγορης πτώσης μου αγωνιζόμουν για τη ζωή μου αφού το πρώτο αλεξίπτωτο και στη συνέχεια το εφεδρικό δεν είχαν ανοίξει σωστά. Διστακτικά κούνησα τα δάχτυλα των χεριών μου και μετά τα δάχτυλα των ποδιών μου και ανέπνευσα με ανακούφιση. “Όλα λειτουργούν”, σκέφτηκα. Είμαι στο έδαφος κι όλα λειτουργούν. Μισοκλείνοντας τα μάτια μου, παρατήρησα μια θολή εικόνα πολλών ανθρώπων γύρω μου. Ο εκκωφαντικός θόρυβος ενός ασθενοφόρου έγινε ακόμη πιο δυνατός και τότε όλα μαύρισαν. Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, βρισκόμουν μέσα σε ένα ελικόπτερο, δεμένη πάνω σε φορείο. Όταν φτάσαμε στο Νοσοκομείο προσπάθησα να μιλήσω, αλλά δεν μπορούσα. Την επόμενη φορά που άνοιξα τα μάτια μου, βρισκόμουν σε ένα μικρό νοσοκομειακό κρεβάτι…
«Επιτέλους ξύπνησες…»
Ο σύζυγός μου, Εμίλ, ήταν δίπλα μου, καθισμένος σε μια καρέκλα. “Επιτέλους ξύπνησες”, είπε, χωρίς το παραμικρό σημάδι συναισθήματος στον τόνο της φωνής του. Δεν μπήκε καν στον κόπο να σηκωθεί από τη θέση του και απλώς με ρώτησε πώς αισθάνομαι. “Μια χαρά. Λυπάμαι πολύ – δεν ήθελα να προκαλέσω όλη αυτή την ταλαιπωρία”, απάντησα. “Δεν πειράζει”, είπε ο Εμίλ. Επομένως δεν διαφωνούσε ότι αυτό ήταν δικό μου λάθος. “Θεέ μου, θα του αρέσω ακόμη λιγότερο τώρα”, σκέφτηκα, θυμωμένη με τον εαυτό μου για το ατύχημα. Ενώ ήξερα ότι δεν είχα κάνει τίποτα λάθος, ένιωθα τόσο υπεύθυνη… Ακριβώς την ώρα που ο αποτυχημένος γάμος μας πήγαινε να πάρει την πάνω βόλτα , είχα πάει και είχα καταστρέψει τα πάντα… Βέβαια, αν έφταιγε κάποιος για τα χάλια του γάμου μας, αυτός ήταν ο Εμίλ: Εκείνος ήταν που είχε εξωσυζυγική σχέση, εκείνος ήταν που έλεγε συνέχεια ψέματα για τα χρήματα τα οποία εξαφανίζονταν από τους λογαριασμούς μου.
Τα παιδιά μας, ο Μπεν που ήταν μόλις πέντε εβδομάδων και η Έιπριλ, που ήταν σχεδόν τριών ετών είχαν πάει να μείνουν με την πρώην σύζυγό του, όπως μου είπε ο ίδιος. “Πολύ ευγενικό εκ μέρους της”, σκέφθηκα. Δεν είχα θέμα με την Κάρλι. ΄Ηταν μια μόνη μητέρα που έκανε ό,τι μπορούσε για να μεγαλώσει τα δύο δικά της παιδιά. Τότε ξαφνικά συνειδητοποίησα πως δεν θα μπορούσα πλέον να θηλάζω το μωρό μου. Άλλη μια ενοχή προστέθηκε στον κατάλογο των ενοχών, που ένιωθα να με βαραίνουν. Τα είχα κάνει μαντάρα για όλους. Ένας από τους γιατρούς μπήκε στο δωμάτιο “Γειά σου Βικτόρια”, μου είπε και συνέχισε: “Νομίζουμε πως έχεις σπάσει τη λεκάνη σου”. Κοίταξα προσεκτικά προς τα κάτω, στον νάρθηκα που ήταν τοποθετημένος γύρω από τους γοφούς μου, αρχίζοντας επιτέλους να συνειδητοποιώ τη μεγάλη ζημιά που είχα προκαλέσει στον εαυτό μου…»
Ζωντανή από τύχη…
»…Μετά από αρκετές ακτινογραφίες είχα επιτέλους την απάντηση: “Είσαι πολύ τυχερή που είσαι ζωντανή”, είπε ο γιατρός. Όχι μόνον είχα διαλύσει τη λεκάνη μου, αλλά είχα και τέσσερα κατάγματα στη σπονδυλική μου στήλη. Είχα σπάσει τα περισσότερα από τα πλευρά μου δεξιά, τμήμα του δεξιού μου πνεύμονα είχε διαλυθεί και ο γιατρός πίστευε πως είχα πάθει ζημιά και στην ουροδόχο κύστη. Απ’ ό,τι φάνηκε, είχα επιβιώσει μόνον επειδή ήμουν αδύνατη, το άλμα έγινε από ύψος χαμηλότερο απ΄ ό,τι συνήθως και είχα προσγειωθεί σε έναν εξαιρετικά μαλακό αγρό, που μόλις είχε οργωθεί. Ανατρίχιασα καθώς σκεφτόμουν την Έιπριλ και τον Μπεν που με περίμεναν σπίτι. Συνειδητοποίησα πως κόντεψα να χάσω τα πάντα. Κοίταξα τον Εμίλ που καθόταν ακόμη δίπλα μου, αλλά εκείνος έδειχνε πως βαριόταν. “Φίλησέ με, αγκάλιασέ με, πες μου πως μ΄αγαπάς”, τον παρακάλεσα σιωπηλά. Μα εκείνος ούτε καν κουνήθηκε.
Το επόμενο βήμα ήταν να με μεταφέρουν στην εντατική, πριν υποβληθώ σε χειρουργείο τεσσάρων ωρών προκειμένου να συναρμολογήσουν τη λεκάνη μου, σαν να έφτιαχναν ένα παζλ. Μεταφέρθηκα σε φορείο και μετά σε ένα άλλο κρεβάτι. Τα ουρλιαχτά μου από τον πόνο έμοιαζαν με άγριου ζώου. Ο Εμίλ με κοιτούσε σωπηλός. Ο γιατρός, μου χτύπησε τον ώμο δίνοντάς μου κουράγιο. Η έλλειψη οποιουδήποτε ενδιαφέροντος από τον Εμίλ ήταν τόσο ξεκάθαρα εμφανής, που πραγματικά ένιωσα ντροπή. Τουλάχιστον μπορούσα να δω τα παιδιά μου στο Face Time. Έκλαιγα, έλιωνε η καρδιά μου κάθε φορά που έβλεπα το προσωπάκι του μωρού μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να γυρίσω στο σπίτι»…
Στις μέρες που ακολούθησαν, η Βικτόρια υποβλήθηκε σε ακόμη ένα χειρουργείο για την αφαίρεση ενός θραύσματος οστού δίπλα από τον νωτιαίο μυελό και ξεκίνησε επίπονες προσπάθειες -η ίδια είναι φυσιοθεραπεύτρια- ώστε να καταφέρει να σταθεί στα πόδια της, πράγμα που πέτυχε. Όλο εκείνο το χρονικό διάστημα ο άντρας της ήταν απών, δεν πήγαινε καθόλου στο Νοσοκομείο να την δει, προφασιζόμενος «αύξηση επαγγελματικών καθηκόντων». Ακόμη και όταν η Βικτόρια κατάφερε να πάρει εξιτήριο δύο εβδομάδες μετά από την πτώση της, εκείνος έκανε… τρεις ημέρες για να πάει να την πάρει με το αυτοκίνητο. Οι πρώτες εβδομάδες στο σπίτι ήταν πολύ δύσκολες, σιγά σιγά όμως άρχισε να συνέρχεται και ο άντρας της να χαλαρώνει: «Πού και πού με έπαιρνε καμιά αγκαλιά στον καναπέ», γράφει και συνεχίζει: «Στη συνέχεια, μια μέρα, δυο άτομα από τη Βρετανική Ένωση Αλεξιπτωτιστών χτύπησαν την πόρτα μου. Ήθελαν να με ενημερώσουν ότι ξεκίνησαν μια έρευνα, καθώς διαπίστωσαν πως έλειπαν κάποιοι ιμάντες από το αλεξίπτωτο μου. Έμεινα έκπληκτη. Οι ιμάντες είναι το ζωτικό κομμάτι του εξοπλισμού που συνδέει τον ιμάντα ασφαλείας με το αλεξίπτωτο. Χωρίς αυτά δεν έχεις την παραμικρή ελπίδα. “Ήσουν στο παρά ένα από το να σκοτωθείς”, γύρισε και μου είπε ο Εμίλ αγκαλιάζοντάς με καθώς κατέρρεα. Λίγες μέρες αργότερα, ρώτησαν αν συμφωνώ να αναφερθεί το περιστατικό στην Αστυνομία. Ρώτησα τον Εμίλ τι σκέφτεται γι αυτό. “Ναι, πρέπει, γιατί όχι;” απάντησε, περνώντας το χέρι του στοργικά στους ώμους μου.
Ο ένοχος σύζυγος
Πέρασαν μερικές εβδομάδες και ένα πρωί, ενώ τάιζα τον Μπεν με το μπιμπερό, ο Εμίλ κατέβηκε τις σκάλες σχεδόν κουτρουβαλώντας και έφυγε τρέχοντας, λέγοντας πως έχει αργήσει στη δουλειά. Όμως δεν επέστρεψε ποτέ στο σπίτι. Αντ’ αυτού, το ίδιο απόγευμα, βρίσκονταν στο κατώφλι μου αστυνομικοί από την αστυνομία του Wiltshire. Η πρώτη σκέψη μου ήταν: “Θεέ μου , ελπίζω ο Εμίλ να είναι εντάξει”. Κοιτάζοντας με ύφος σοβαρό, ο επιθεωρητής ντετέκτιβ Πολ Πολίν μου είπε: “Έχουμε έρθει να σας επισκεφτούμε απόψε, Βικτόρια, επειδή ο σύζυγός σας συνελήφθη ως ύποπτος για απόπειρα δολοφονίας σας”. Κάθε λέξη του με χτύπησε σαν τρένο. “Είναι τι;”, ρώτησα. “Αστειεύεσαι;” Δεν είχα καν υποψία για βρόμικο παιχνίδι, πόσο μάλλον ότι ο Εμίλ θα μπορούσε να με σκοτώσει. Τα νέα ήταν απίστευτα και ήθελα οπωσδήποτε να μιλήσω στον άντρα μου – αλλά η αστυνομία δεν επέτρεπε καμία επαφή μαζί του.
Την επόμενη μέρα, έπρεπε να πάω στην Αστυνομία για να δώσω κατάθεση. Με ρώτησαν αν ο Εμίλ είχε μείνει μόνος με το αλεξίπτωτό μου. Ξαφνικά, θυμήθηκα ότι ενώ ήμασταν στο κέντρο αλεξίπτωτων, η ΄Ειπριλ χρειαζόταν τουαλέτα, κι εκείνος προσφέρθηκε να την πάει, έχοντας το αλεξίπτωτό μου ακόμα δεμένο στην πλάτη του… Ο γάμος μας μπορεί να μην ήταν τέλειος, αλλά ήμουν πεπεισμένη ότι ο Εμίλ ήταν αθώος. Πώς όμως ήταν δυνατόν η Αστυνομία να έχει κάνει τόσο λάθος; Τις επόμενες εβδομάδες με ενημέρωναν για τις εξελίξεις. Μια μέρα, ένας αξιωματικός εμφανίστηκε για να μου πει ότι είχαν κάνει έρευνα στους κοιτώνες του Στρατού όπου ζούσε ο Εμίλ. “Βρήκαμε φωτογραφίες της φίλης του στο δωμάτιο. Δεν υπήρχε τίποτα από εσάς ή τα παιδιά εκεί”, είπε. “Έκανε μια σχέση για λίγο. Έχουμε δει από μηνύματα στο κινητό του ότι της είχε πει πως ο γάμος σας τελείωσε, ότι τον εξαπατήσατε και πως ο Μπεν δεν είναι γιος του. Ουσιαστικά, σχεδιάζει να δημιουργήσει μια νέα ζωή με τη φίλη του…”. Κάθε λέξη με έκοβε σαν μαχαίρι. Εγώ, να τον έχω απατήσει; Ο Μπεν να μην είναι γιος του; Με οργή , τράβηξα τη βέρα από το δάχτυλό μου και την πέταξα κάτω. “Το άτομο που νόμιζα ότι ήξερα δεν φαίνεται να υπάρχει”, φώναξα. Ωστόσο, ακόμη και τότε, ποτέ δεν πίστευα ότι ο Έμιλ ήταν ένοχος. “Θα μπορούσε να ήταν ατύχημα;”, με ρώτησαν. Με μια βαριά καρδιά, έπρεπε να παραδεχτώ: “Οι ιμάντες δεν σπάνε, δεν συμβαίνει αυτό”. Ο αξιωματικός ήθελε επίσης να μάθει αν είχε συμβεί κάτι άλλο που να ήταν περίεργο. Το μυαλό μου επέστρεψε σε μία διαρροή αερίου στην κουζίνα μας, μια εβδομάδα πριν από το άλμα. Και πώς ο Εμίλ – που έλειπε τότε στη δουλειά – πήρε αμυντική στάση όταν του τηλεφώνησα για αυτό.
Παρόλα αυτά δεν πίστευα ότι ο σύζυγός μου θα μπορούσε σκόπιμα να δημιουργήσει τη διαρροή. Τον Ιανουάριο του 2017, σχεδόν δύο χρόνια μετά την πτώση μου, ο Εμίλ κατηγορήθηκε τελικά για την απόπειρα δολοφονίας μου. Ένιωσα ότι ο κόσμος συντρίβεται γύρω μου: σαφώς υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία που ήταν αρκετά για να του απαγγελθούν κατηγορίες. Αλλά το να είσαι απαίσιος σύζυγος δεν σε κάνει δολοφόνο, έλεγα στον εαυτό μου…
Η δίκη, η καταδίκη και η νέα ζωή…
Η δίκη ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2017. Δεν μου επετράπη να παρευρίσκομαι στην αίθουσα του δικαστηρίου, παρά μόνο αφότου κατέθεσα, αλλά παρακολούθησα την υπόθεση από τις εφημερίδες- και έμαθα ότι ο σύζυγός μου είχε σχέση με μια γυναίκα που ονομάζεται Στέφανι Γκόλερ, την οποία είχε γνωρίσει στο Tinder. Ακόμα πιο επώδυνη ήταν η αποκάλυψη ότι ο Εμίλ κοιμόταν με την πρώην σύζυγό του Κάρλι πίσω από την πλάτη μου. Και αυτή ήταν η γυναίκα που φρόντιζε τα παιδιά μας όταν με πήγαν στο νοσοκομείο! Ένιωσα αναγούλα. Ήταν επίσης νέο για μένα ότι είχε χρέη 22.000 λιρών. Ήξερα, ωστόσο, για το ασφαλιστήριο συμβόλαιο από το οποίο θα λάμβανε 120.000 λίρες σε περίπτωση θανάτου μου…
Πολύ σύντομα, ήταν η σειρά μου να εμφανισθώ στο δικαστήριο. Ήλπιζα να δω κάτι στα μάτια του Εμίλ, αλλά η αίθουσα ήταν τεράστια κι εκείνος βρισκόταν πολύ μακριά. Για τέσσερις ατέλειωτες κουραστικές μέρες, απαντούσα σε ερωτήσεις. Σε ένα σημείο, ένας δικηγόρος μου ζήτησε να διαβάσω τις εκτυπώσεις των μηνυμάτων μεταξύ του Εμίλ και της φίλης του. Διαβάζοντας, συνειδητοποίησα ότι ο Εμίλ σχεδίαζε πραγματικά να με αφήσει. “Δεν θέλω ποτέ να σε αφήσω να φύγεις. Από τον Απρίλιο και μετά μπορώ να είμαι μαζί σου κάποιες φορές. Για να είμαι μαζί σου, θα έκανα οτιδήποτε”, είχε υποσχεθεί στη Στέφανι. Απρίλιος και μετά; Το ατύχημα μου είχε συμβεί το πρώτο Σαββατοκύριακο του Απριλίου… Προέκυψε επίσης πως απατούσε και εμένα αλλά και την ερωμένη του με την πρώην σύζυγό του! Βλέποντας αυτή τη τρομαχτική προδοσία διαλύθηκα. Αλλά έπρεπε να είμαι ειλικρινής όταν ένας δικηγόρος ρώτησε αν νόμιζα ότι ο Εμίλ είχε σαμποτάρει το αλεξίπτωτό μου. “Δεν ξέρω”, παραδέχτηκα. “Το ένστικτό μου, μου λέει ότι δεν μπορεί να μου έχει κάνει κάτι τέτοιο – αλλά δεν ξέρω τι να πω”. Μετά από έξι εβδομάδες, η ετυμηγορία πλησίαζε. Ήμουν στο σπίτι όταν άκουσα τις ειδήσεις: έπρεπε να γίνει επανάληψη της δίκης επειδή οι ένορκοι δεν μπόρεσαν να βγάλουν απόφαση. Τα τελευταία δυόμισι χρόνια, είχα χάσει τον σύζυγό μου, την κοινωνική μου ζωή, την ιδιωτικότητά μου. Τώρα αντιμετώπιζα ακόμη πέντε μήνες αναμονής.
Κατά την επανάληψη της δίκης, η Εισαγγελία το πήγε πολύ πιο σκληρά. Και υπήρχαν νέες βασανιστικές λεπτομέρειες – όπως το γεγονός ότι ο Εμίλ είχε κανονίσει να κάνει σ∈ξ με μια πόρνη τις εβδομάδες πριν από την πτώση μου. Στην απολογία του, αρνήθηκε ότι προσπάθησε ποτέ να με βλάψει και είπε ότι είχε παραπλανήσει μόνο τη Στέφανι. Αλλά η απόλυτη έλλειψη ενδιαφέροντος για μένα ήταν προφανής. Επιτέλους, περισσότερα από τρία χρόνια μετά την πτώση μου, οι ένορκοι έβγαλαν την ετυμηγορία τους. Ένοχος για απόπειρα δολοφονίας.
Πήρα άδεια από τη δουλειά μου για να προσπαθήσω να χωνέψω την απόφαση, αλλά δεν με βοήθησε. Λίγες μέρες αργότερα, στο τηλέφωνό μου ήρθε ένα μήνυμα από τη Νότια Αφρική. “Ο Εμίλ έχει καταστραφεί από την ετυμηγορία. Σ ‘αγαπά ακόμα”, έγραφε η μητέρα του . Και τότε ο ίδιος ο Εμίλ μου τηλεφώνησε από τη φυλακή. Νόμιζα ότι θα έκλαιγα , αλλά δεν ένιωσα τίποτα. “Λοιπόν, πώς είσαι;” ρώτησε. Αυτό είναι παράξενο, σκέφτηκα. Δεν μίλησα πολύ, του είπα μόνο κάποια πράγματα για τα παιδιά. Πριν κλείσουμε το τηλέφωνο, ο Εμίλ ρώτησε αν θα τον επισκεφτώ στη φυλακή του Winchester.
Η συνάντησή μας ήταν σουρεαλιστική. Το πρόσωπό του φαινόταν ταλαιπωρημένο, γερασμένο. Τον ρώτησα για τις απιστίες του, αλλά δεν μπόρεσα να πάρω απάντηση. “Δεν ήταν δικό σου λάθος”, επαναλάμβανε ξανά και ξανά. “Προσπάθησες να με σκοτώσεις με το αλεξίπτωτο και το αέριο;”, τον ρώτησα. Ο Eμίλ κούνησε το κεφάλι του πριν το πιάσει με τα δυο του χέρια. “Όχι, είμαι αθώος”. Καθώς άρχισε να κλαίει, συνειδητοποίησα ότι ακόμα δεν ήξερα αν τον πίστευα ή όχι – αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι με ένοιαζε κιόλας.
Πήγα πίσω στο δικαστήριο για την απαγγελία της ποινής. Μόνο όταν ο δικαστής διάβασε όλες τις λεπτομέρειες της συμπεριφοράς του Eμίλ απέναντί μου – τα ψέματα, την κλοπή, την πλήρη απαξίωση στο πρόσωπό μου- τελικά κατάλαβα. Ο σύζυγός μου ήταν ένα τέρας. Καταδικάστηκε σε τουλάχιστον 18 χρόνια κάθειρξη. Όταν έφευγα από την αίθουσα δεν του έριξα ούτε μια ματιά. Αρχικά, ο Εμίλ με βομβάρδιζε με γράμματα και με τηλεφωνήματα. Και στην αρχή, του απαντούσα. Φαινόταν σαν τον παλιό Εμίλ, αυτόν που μου έγραφε κάποτε γράμματα γεμάτα αφοσίωση και αγάπη. Ήθελε συνεχώς να τον επισκέπτομαι. “Κανείς δεν έρχεται”, μου έλεγε. “Είσαι ο μόνος άνθρωπος που μου έχει απομείνει.” Κάποτε, θα τον λυπόμουν, αλλά όχι πια.
Μετά από εβδομάδες πίεσης, του είπα τελικά σε ένα τηλεφώνημα πώς δεν ήθελα άλλο αυτόν τον γάμο. Ο Εμίλ έμεινε σιωπηλός. “Μάλιστα”, απάντησε. “Πρέπει να κλείσω”. Μου πήρε πολύ καιρό για να συνειδητοποιήσω πόσο χειριστικός ήταν και για να διαπιστώσω ότι ήμουν θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης. Μερικές φορές δεν είναι τόσο προφανές όσο ένα μαυρισμένο μάτι ή ένα σχισμένο χείλος: με την πάροδο των ετών, άσκησε όλο και πιο λεπτό έλεγχο στη ζωή μου έως ότου ήμουν εντελώς παγιδευμένη. Μου πήρε πολύ περισσότερο χρόνο για να καταλάβω και να αποδεχτώ πλήρως ότι προσπάθησε να με σκοτώσει και πως ήταν πραγματικά ένοχος. Σήμερα, το να είμαι απελευθερωμένη από τον Εμίλ είναι σαν μια δεύτερη ευκαιρία. Άρχισα ακόμη και να βγαίνω με κάποιον. Το να μαθαίνεις να ανοίγεσαι ξανά σε κάποιον είναι δύσκολο, αλλά το πηγαίνουμε αργά και με υποστηρίζει ανεπιφύλακτα όταν περνάω μέσα από σκοτεινές μέρες και άυπνες νύχτες. Η Έιπριλ γνωρίζει ότι ο μπαμπάς της είναι στη φυλακή επειδή έκανε κάτι στο αλεξίπτωτο της μαμάς και φαίνεται να το έχει αποδεχτεί. Όταν και τα δύο παιδιά είναι μεγαλύτερα, θα τους πω όλη την ιστορία. Τον Δεκέμβριο του 2018, υπέβαλα επισήμως αίτηση διαζυγίου. Αλλά υπήρχε ένα ακόμη πράγμα που ήξερα ότι έπρεπε να κάνω. Ένα άθλημα που μου άρεσε κάποτε είχε μετατραπεί σε εφιάλτη και δεν ήθελα να εγκαταλείψω το αλεξίπτωτο με αυτόν τον τρόπο. Έτσι, μια μέρα, προετοιμάσθηκα για να κάνω ένα άλμα μαζί με έναν άντρα που ήξερα και εμπιστευόμουν.
Μόλις μπήκα στο αεροπλάνο, άρχισα να πανικοβάλλομαι. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή κι έκλαιγα ανεξέλεγκτα καθώς ανεβαίναμε στον ουρανό. Ωστόσο, όταν ήρθε η σειρά μας να πηδήξω, ένιωσα ξαφνικά χαλαρωτικά. Ω Θεέ μου, σκέφτηκα καθώς “σπάσαμε” τα σύννεφα. Αυτό είναι καταπληκτικό! Το αλεξίπτωτο άνοιξε και η γρήγορη πτώση μας επιβραδύνθηκε σε μια υπέροχη ελεγχόμενη κατάβαση. Η προσγείωση ήταν υποδειγματική. Ξεσκονίζοντας το κράνος μου, με υποδέχτηκαν οι αγκαλιές των παιδιών μου. Μετά από αυτό το άλμα, οι αναδρομές στο παρελθόν έχουν αρχίσει να υποχωρούν και τελικά επέτρεψα στον εαυτό μου. Ήταν σαν να έπρεπε να ξεγράψω τις κακές μνήμες με ένα μόνο “πέταγμα”: μόνο “πέφτοντας” ξανά ήμουν επιτέλους απαλλαγμένη από το παρελθόν…»