Είτε καπνίζει κάποιος, είτε όχι, είτε είναι μικρός σε ηλικία είτε μεγαλύτερος είναι μάλλον απίθανο να μην έχει πιάσει στα χέρια του ένα πακέτο τσιγάρων «Sante». Τη θρυλική κόκκινη παραλληλόγραμμη κασετίνα δηλαδή που μέσα της έκρυβε 20 άφιλτρα τσιγάρα.
Οι παλαιότεροι σίγουρα θα τα έχουν δοκιμάσει. Οι νεότεροι θα έχουν μνήμες διότι όλο και κάποιος παππούς θα ήταν θαυμαστής των συγκεκριμένων τσιγάρων. Τα «Sante» μαζί με τον «Άσσο» είναι από τα μακροβιότερα τσιγάρα της ελληνικής αγοράς. Το ταξίδι του κόκκινου πακέτου, με το όνομα η ρίζα του οποίου προερχόταν από τη λατινική λέξη sanitas που σημαίνει υγεία, ξεκίνησε το 1931 στην οδό Λυκούργου στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί ήταν η έδρα της εταιρείας που δημιούργησε ο Χαρίλαος Κωνσταντίνου.
Η παρασκευή των τσιγάρων, ωστόσο, γινόταν στο δημόσιο καπνεργοστάσιο της οδού Λένορμαν. Τα «Sante» κέρδισαν σχεδόν από την πρώτη στιγμή τους θεριακλήδες. Το ιδιαίτερο (αν και βαρύ) χαρμάνι τους τα ανέδειξαν σχεδόν αμέσως σε αγαπημένα τσιγάρα. Η κουβέντα, ωστόσο, γύρω από τα «Sante» είχε φουντώσει κυρίως για έναν άλλο λόγο. Όλοι αναρωτιόντουσαν ποια είναι η γυναίκα, η φωτογραφία της οποίας κοσμεί το πακέτο.
Η εταιρεία ανέθεσε σε ένα ζωγράφο να στολίσει το πακέτο με το πρόσωπο μιας όμορφης γυναίκας που καπνίζει. Για πολλά χρόνια, σχεδόν όλη η Αθήνα συζητούσε για την ταυτότητά της. Άλλοι έλεγαν ότι είναι η αγαπημένη του ζωγράφου, άλλοι ότι είναι γνωστή Αθηναία της εποχής. Όλα αυτά μέχρι που αποκαλύφθηκε ότι ήταν η Ζωζώ Νταλμάς, διάσημη ηθοποιός, χορεύτρια και ντίβα της οπερέτας.
Ποια ήταν η Ζωζώ Νταλμάς Για τα πρώτα χρόνια της ζωής της, λίγα πράγματα είναι γνωστά. Αρκετοί λένε ότι γεννήθηκε το 1900 ή το 1905, ενώ το πραγματικό της όνομα ήταν Ζωή Σταυρίδη. Η Ζωζώ, όσο ήταν στο θέατρο, δύο πράγματα έκρυβε επιμελώς: το πότε γεννήθηκε και το πότε βγήκε στο θέατρο. Γενέθλια πόλη της ήταν η Κωνσταντινούπολη και δεύτερη πατρίδα της η Θεσσαλονίκη στην οποία εγκαταστάθηκε όταν ήταν περίπου 10 χρονών.
Μεγάλωσε μαζί με τη μητέρα και τη γιαγιά της στις προσφυγικές γειτονιές του Ιπποδρομίου ενώ δεν υπάρχει καμία πληροφορία σχετικά με τον πατέρα της. Αντίθετα, είναι γνωστό πως ένα μεγάλο κομμάτι του χαρακτήρα της το «κληρονόμησε» από τον Τσερκέζο παππού της (ένας θεότρελος, γλεντζές, γυναικάς, λεβέντης άνδρας) και την γιαγιά της, που ήταν Ρουμάνα με ρίζες από το Αηδονοχώρι της Κοζάνης αλλά και τη Μακεδονίτισσα μάνα της. Στη Θεσσαλονίκη σπούδασε πιάνο, τραγούδι και χορό στο «Ωδείον Γραικού» και μετά, επανέλαβε της ίδιες σπουδές στην Ιταλία και συγκεκριμένα στο Μιλάνο.
Πρωτοεμφανίστηκε ως χορεύτρια με τον Θίασο Ένκελ («Πριγκίπισσα της Τσάρντας») κι αμέσως μετά στην Αθήνα, με τον ίδιο θίασο και το ίδιο έργο. Ακολούθησαν: τουρνέ στην Αλεξάνδρεια (με «Σοκολατένιο Στρατιώτη»), εμφανίσεις στο Θέατρο «Ολύμπια» (με «Λεμπλεμπιτζή Χορχορ Αγά»), κ.λπ. Ως ηθοποιός, πρωτοεμφανίστηκε στην οπερέτα «Ανοιξιάτικο αεράκι».
Το 1923 σημείωσε μεγάλη επιτυχία στη «Φρασκουίτα» του Λέχαρ (Θέατρο «Παπαϊωάννου»). Ως θιασάρχης, εμφανίστηκε στα Θέατρα: «Απόλλων», «Μοντιάλ», «Μακέδου», «Ιντεάλ», «Αλάμπρα» «Κεντρικόν», «Λαού», κ.ά. Έδωσε επίσης παραστάσεις στο Θέατρο «Ζωζώς» (που λειτουργούσε στην πλατεία Κυψέλης, φέροντας το όνομά της). Μεγάλη επιτυχία της υπήρξε η «Μπαγιαντέρα» του Κάλμαν, όπως και το «Κοκτέιλ» του Ρ. Μπενάτσκυ (το 1933 στο «Κεντρικόν»).
Έδωσε πολλές συναυλίες και ρεσιτάλ χορού και τραγουδιού με διεθνές πρόγραμμα. Έκανε επίσης άπειρες περιοδείες, ψυχαγωγώντας τους απόδημους Έλληνες, μα και το αλλόγλωσσο κοινό. Έπαιξε και στον κινηματογράφο: 7 ταινίες στην Τουρκία (σε παραγωγή «Ιπέκ Φιλμ») και ορισμένες στο Παρίσι («Η καρδιά μου κτυπά», κ.λπ.) επίσης στην Ελλάδα: «Έρως και Κύματα» (1927), «Δις Δικηγόρος» (1933), κ.λπ. Ο μεγάλος έρωτας με τον Ατατούρκ και η κατασκοπία «Έζησα τα πάντα, έκανα τα πάντα, δεν είχα φραγμούς, ήμουν ελεύθερη.
Μεγάλες λέξεις, πόζες, ξελιγώματα, ε; Αλλά ησυχάστε, δεν πρόκειται για τέτοιο πράγμα. Νομίζετε πως μία καλλιτέχνις της δικής μου ιδιοσυγκρασίας, μποέμισσα από κούνια και αδιόρθωτη αναρχική που δεν μπορεί να ανεχθεί ρέγουλες, ετικέτες και δεσμούς σκλαβιάς, δεν έχει καμία φιλοσοφική αρχή; Ε, λοιπόν εγώ έχω μία. Η ζωή δεν έχει καμία απολύτως αξία όταν δεν μοιάζει με ρομάντζο». Έτσι περιέγραφε τον εαυτό της αλλά και την κοσμοθεωρία της η ντίβα Ζωζώ Νταλμάς. Η ζωή της σημαδεύτηκε από πολλούς και θυελλώδεις έρωτες.
Σημαντικότερος εξ αυτών με τον Κεμάλ Ατατούρκ. Γνωρίστηκαν σε ένα νυχτερινό μαγαζί που χόρευε η Ζωζώ. Όταν τελείωσε τον χορό την κάλεσε στο τραπέζι του και στην συνέχεια πέρασαν τη νύχτα μαζί.Στις 6.30 το επόμενο πρωί, ο Κεμάλ έφυγε, έδωσε εντολή στο υπηρετικό προσωπικό, όταν εκείνη ξυπνήσει να την περιποιηθούν ενώ της άφησε κι ένα χαρτονόμισμα χιλίων λιρών στο κομοδίνο «διά τις καλές της υπηρεσίες». Η Ελληνίδα ντίβα, όπως ήταν φυσικό, ένιωσε προσβεβλημένη αλλά δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, δεν ήταν του χαρακτήρα της. Πήρε το χαρτονόμισμα στα χέρια της για να το σκίσει, αλλά βλέποντας πάνω σε αυτό τυπωμένο το πρόσωπο του Κεμάλ αποφάσισε να δράσει διαφορετικά. Πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε προσεχτικά το κομμάτι που ήταν η εικόνα του.
Το υπόλοιπο κομμάτι με την τρύπα στη μέση το άφησε στη θέση του μαζί με ένα σημείωμα που έγραφε: «Από αυτό που μου αφήσατε πήρα μόνο αυτό που μου χρειαζόταν. Το υπόλοιπο σας το επιστρέφω γιατί μου είναι εντελώς άχρηστο». Ο Κεμάλ φάνηκε να συγκλονίζεται από την κίνηση αυτή. Το βράδυ της έστειλε στο θέατρο λουλούδια κι ένα πανάκριβο κόσμημα.
Η Ζωζώ τα γύρισε πίσω. Το άλλο βράδυ τα ίδια, μέχρι που τελικά η Ελληνίδα ντίβα υπέκυψε στο αδιάκοπο φλερτ του Τούρκου ηγέτη και οι δυο τους ξεκίνησαν ένα δεσμό ο οποίος κράτησε πολλά χρόνια, έως και λίγο πριν από τον θάνατο του Κεμάλ Ατατούρκ.
Η ίδια σε μια από τις πολλές συνεντεύξεις που είχε δώσει είχε υποστηρίξει, ότι σε προσωπικές τους στιγμές ο Κεμάλ της είχε εκμυστηρευτεί σε άπταιστα ελληνικά: «Πίστεψε με, θαυμάζω τους Έλληνες κι όχι τους μπουνταλάδες τους δικούς μου». Σε άλλη συνέντευξή της το 1962, είχε πει: «Άστα «μπαμπά», του έλεγα ειρωνικά, «το θες ή δεν το θες, είσαι Ρωμιός! Από πού ήταν η γιαγιά σου; Δεν ήταν η κυρα-Μαρία από τα Γιάννενα; Ύστερα τούρκεψες, «μπαμπά»! Κι αυτός χαχάνιζε, χτυπιόταν, άρπαζε ένα μπουκάλι με ρακή, έπινε στην υγειά μου και στην ελληνοτουρκική φιλία».
Ο έρωτας αυτός, ωστόσο, σε συνδυασμό με κάποιες (αρκετές είναι η αλήθεια) επισκέψεις που έκανε η Ζωζώ στον Ελευθέριο Βενιζέλο (οι οποίες συνέπιπταν με την επιστροφή της από τα ταξίδια της στην Τουρκία) ήταν αρκετά ώστε να φουντώσουν οι φήμες πως η ντίβα κρατούσε με επιτυχία και τον παράλληλο ρόλο της κατασκόπου. Ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε κάτι τέτοιο. Η ίδια η Ζωζώ, ωστόσο, σε μία συνέντευξή της φρόντισε να δώσει τροφή στα σενάρια. «Κατάσκοπος δεν ήμουνα, Ελληνίδα ήμουνα… «Τα διαμάντια και τα χρυσαφικά που με γέμισαν Αιγύπτιοι πρίγκιπες και Τούρκοι πασάδες, στην οικογένειά μου και σε φτωχά κορίτσια τα μοίρασα», είχε πει. Το άδοξο φινάλε Πέρα από τη δόξα και την ξέφρενη ζωή, ωστόσο, η Ζωζώ έζησε και στιγμές τραγικές. Τραγικότερη όλων τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη στην κατοχή στα υπόγεια της Γκεστάμπο.
Οι ναζί την βασάνισαν επειδή εκείνη δεν κατέδωσε συναδέλφους της που ήταν στην αντίσταση. Αποτέλεσμα των βασανιστηρίων ήταν να χάσει το τεσσάρων μηνών μωρό που είχε στην κοιλιά της. Η τελευταία της «παράσταση» δόθηκε στις 2 Αυγούστου 1988.
Το τέλος της ζωής της τη βρήκε να ζει σε ένα δυάρι, δύο υπόγεια κάτω από τη γη, στην οδό Τρικάλων στους Αμπελόκηπους, όπου της πήγαιναν φαγητό οι γείτονες και κάποιοι άνθρωποι του θεάτρου. Τα ένσημα που είχε μαζέψει δεν ήταν αρκετά για να βγάλει τη σύνταξη. Από την γεμάτη πλούτη ζωή της, δεν είχε κρατήσει απολύτως τίποτα για την ίδια και πέθανε μόνη.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή η Ζωζώ Νταλμάς πέθανε μόνη σε ένα οίκο ευγηρίας και πως πώς τα έξοδα για την κηδεία της τα ανέλαβε ένας παλιός χορευτής και θαυμαστής της, ο Δημήτρης Ιβάνωφ στον οποίο λίγο πριν αφήσει την τελευταία της πνοή είχε πει: «Άναψε ένα κεράκι στην Παναγία για να ξεκουραστώ».
ΠΗΓΗ: tilestwra.com