Με λένε Θέμις και θα ήθελα να διηγηθώ την ιστορία μου, πώς έχασα τον άνθρωπό μου στο ναυάγιο του Σάμινα στη Πάρο, πριν από 23 χρόνια…
Με τον άντρα μου ήμασταν ένα χρόνο παντρεμένοι και ο γιος μας ήταν 3 μηνών τότε.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη φρίκη που έζησα, το ναυάγιο, τα πτώματα που περνούσαν από μπροστά μου, τα ουρλιαχτά και τις φωνές, το σκοτάδι και τα κύματα, το παιδί μου που πάλευα με νύχια και με δόντια να κρατήσω στην επιφάνεια ώσπου πέρασε ένας ψαράς, καλή του ώρα όπου και να΄ναι, και μας τράβηξε στη βάρκα του. Έκανα πολλά χρόνια ψυχοθεραπεία για να σταθώ στα πόδια μου και μέσα στην ατυχία μου, ευτυχώς το παιδί μου ήταν πολύ μικρό και δεν θυμάται τίποτα. Τον άντρα μου όμως δεν θα τον ξεχάσω ποτέ…
Ήταν Σεπτέμβριος του 2000 όταν η κολλητή μου στην Αθήνα, βάφτιζε το αγοράκι της και αποφασίσαμε να πάμε οικογενειακώς. Πήγαμε, περάσαμε πολύ ωραία, είδαμε τους φίλους μας και αποφασίσαμε στην επιστροφή να ταξιδέψουμε βράδυ γιατί το παιδί ήταν πολύ μικρό και δεν θέλαμε να αναστατωθεί. Ήμασταν στη καμπίνα με τον άντρα μου και το μωρό, όταν θυμήθηκα πως είχα ξεχάσει το μπιμπερό του στο σαλόνι του καραβιού. Κρατούσα το παιδί μου στα χέρια και όπως μπήκα, το θυμήθηκα και γύρισα πίσω. Ακούσαμε έναν εκκωφαντικό θόρυβο και τα φώτα έσβησαν. Το καράβι πολύ γρήγορα πήρε κλίση. Παιδιά τσίριζαν, ο κόσμος έψαχνε τα σωσίβια και το πλήρωμα εξαφανισμένο. Έναν είδα μόνο και ούρλιαζα “Ο άντρας μου, πώς θα πάω να βρω τον άντρα μου”. Δεν ζήτησα σωσίβιο, δεν ζήτησα βοήθεια. Μόνο ο άντρας μου με ένοιαζε.
Προσπάθησα να πλησιάσω τις καμπίνες με το μωρό στην αγκαλιά. Ήταν αδύνατο. Όπως είχε γείρει το καράβι, οι πόρτες στις καμπίνες είχαν γίνει σαν ταβάνι και ο κόσμος που ήταν μέσα δεν μπορούσε να βγει. Ένας κύριος με έσπρωξε στο κατάστρωμα. Μια κυρία κρατούσε 2 σωσίβια και έψαχνε τον άντρα της. Της ζήτησα το ένα είδε το μωρό και μου το έδωσε αλλά δεν πρόλαβα να το φορέσω. Ο κόσμος έκανε σαν τρελός, οι βάρκες δεν ξεκολλούσαν, παιδιά τσίριζαν και έκλαιγαν, άκουγα συνέχεια έναν κύριο να φωνάζει “Η γυναίκα μου, τα παιδιά μου, βοήθεια, η γυναίκα μου”. Κόσμος έπεφτε στη θάλασσα. Η βάρκα μπροστά μου δεν ξεκολλούσε και πάνω στον πανικό μου, κράτησα σφιχτά το γιο μου και έπεσα στο νερό…
Βρέθηκα στη θάλασσα, με το μωρό σχεδόν να πνίγεται από το νερό που ήπιε και από τα κύματα που έρχονταν. Από μπροστά μου περνούσαν πτώματα, βαλίτσες, παπούτσια, ρούχα. Πιάστηκα από μια μπάλα που πέρασε από μπροστά μου και έμεινα εκεί. Η καρδιά μου δεν χτυπούσε, δεν ανέπνεα. Ο άντρας μου. Άραγε να μπόρεσε να βγει; Θεέ μου να μην περάσει πεθαμένος από μπροστά μου. Αυτό παρακαλούσα και όχι να σωθούμε. Ο γιος μου έκλαιγε στην αγκαλιά μου και τα χειλάκια του ήταν μελανά, κρύωνε και έτρεμε. Φοβήθηκα μην τον χάσω και άρχισα να φωνάζω βοήθεια. Το νερό με πήγαινε στα βράχια και εγώ έβαζα όλη μου τη δύναμη με το ένα χέρι να αλλάξω κατεύθυνση. Άρχισα να χάνω τις δυνάμεις μου όταν πέρασε ένας ψαράς που άκουσε τις φωνές μου και μας ανέβασε στη βάρκα του. Φύγαμε από το λιμάνι της Πάρου μια ευτυχισμένη οικογένεια και γυρίσαμε διαλυμένοι και μόνοι. Τον άντρα μου τον βρήκαν πολλές μέρες μετά, στο πάτο της θάλασσας… από τότε “πνίγηκα” και εγώ.
Μετά τα σαράντα πήρα το παιδί μου και φύγαμε από το νησί. Όλοι μου έλεγαν να μείνω να με βοηθήσουν οι γονείς του αλλά δεν με χωρούσε ο τόπος, δεν μπορούσα με τίποτα να μείνω και να βλέπω τα μέρη που γνωριστήκαμε και ερωτευτήκαμε. Γυρίσαμε στην Αθήνα και μας φιλοξένησε η κολλητή μου. Τους γονείς μου, τους έχασα μικρή και εκτός από τη θεία μου που με μεγάλωσε και είχε πεθάνει, δεν είχα κανέναν εκτός από τη φίλη μου. Μετά από ένα χρόνο βρήκα δουλειά και φύγαμε. Βρέθηκα από το σπιτάκι μας και την αυλή μας, τα γεράνια μας και τα γλέντια μας, μόνη με ένα μωρό που έκανε τα πρώτα του βήματα σε ένα άχαρο διαμέρισμα. Χωρίς τα γέλια μας, χωρίς την ευκαιρία να γνωρίσει και να ζήσει τον πατέρα του. Πολλές φορές σκέφτηκα να αφήσω το μωρό στη φίλη μου και να πέσω από τον 6ο. Μετά σκεφτόμουν πως δεν ήθελα το παιδί μου να μεγαλώσει χωρίς γονείς όπως εγώ και έκανα πίσω. 3 χρόνια μετά γύρισα στη Πάρο για να τον βαφτίσω στην εκκλησία που παντρευτήκαμε και του έδωσα το όνομα του μπαμπά του.
Έκανα 10 χρόνια να βγω από το κουτάκι που είχα φτιάξει, να πω ότι είμαι έτοιμη να γνωρίσω κόσμο. Η κολλητή μου όταν έκανε δεύτερο παιδί εξαφανίστηκε από τη ζωή μου σιγά σιγά κάτι που δεν κατάλαβα ποτέ. Δεν είχα κυριολεκτικά κανέναν πια και τα βράδια που έβαζα το παιδί μου για ύπνο, κοιτούσα τη φωτογραφία του άντρα μου και έκλαιγα. Γιατί με άφησες; Γιατί δεν βγήκες από τη καμπίνα; Που είσαι να σε δει ο γιος σου; Κάθε βράδυ τα ίδια ερωτήματα, τα ίδια κλάματα, η ίδια μοναξιά. Στέρεψα…
Θέλω να πω σε όλους τους μονογονείς να μην εγκαταλείπουν. Ο πόνος είναι αβάσταχτος ειδικά όταν χάνεις τον άνθρωπό σου τόσο άδικα. Όμως οφείλεις να συνεχίσεις για το παιδί σου. Να του δείξεις πως ήταν ο γονιός του, τι του άρεσε να κάνει, τι έλεγε, ποιες ήταν οι αγαπημένες του συνήθειες. Να γνωρίσει το παιδί σου τον γονιό του μέσα από σένα. Υπάρχουν Κυριακές που βάζω άλλο ένα πιάτο στο τραπέζι και λέω στο μικρό “Αυτό είναι για τον μπαμπά που θα καθόταν μαζί μας”. Η κίνηση και μόνο μου τρυπάει τη καρδιά αλλά θέλω να δείξω στο παιδί μου πως ο πατέρας του, παρ’ όλο που δεν ζει πια, είναι κοντά μας μέσα από εκείνον και μέσα από εμένα. Όσο για τη δική μου ζωή; Δεν θέλω να τη “ξαναφτιάξω” όπως λένε. Η δική μου ζωή δεν φτιάχνεται γιατί δεν υπάρχει. Χάθηκε μαζί του, στο πάτο της θάλασσας…
Σας ευχαριστώ που μου κρατάτε συντροφιά. Μα πιο πολύ ευχαριστώ εκείνο τον ψαρά που μας έσωσε τη ζωή.
Θέμις