Η Κυριακή των Βαΐων εορτάζεται κάθε χρόνο την Κυριακή πριν από την Ανάσταση και σηματοδοτεί την έναρξη της Μεγάλης Εβδομάδας. Η Εκκλησία τιμά τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα, όπου, σύμφωνα με τους συγγραφείς των Ιερών Ευαγγελίων, οι Ιουδαίοι τον υποδέχθηκαν κρατώντας βάια ή βάγια (κλαδιά φοινίκων). Απλώνοντας τα ρούχα τους στο έδαφος, φώναζαν με ενθουσιασμό: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
Στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, η εορτή αυτή τελούνταν μαζί με την Ανάσταση του Λαζάρου. Αργότερα, η εορτή του Λαζάρου μεταφέρθηκε στο Σάββατο που προηγείται, γνωστό σήμερα ως Σάββατο του Λαζάρου. Στη σύγχρονη εποχή, η Κυριακή των Βαΐων θεωρείται, τόσο από την Ανατολική όσο και από τη Δυτική Εκκλησία, η αρχή των Αγίων Παθών. Παρότι η ημέρα έχει χαρμόσυνο χαρακτήρα, αρχικά η κατάλυση ψαριού, λαδιού και κρασιού θεωρήθηκε ασυμβίβαστη με την αυστηρότητα της Μεγάλης Εβδομάδας και της νηστείας, με αποτέλεσμα να προσαρμοστεί ανάλογα.
Η εορτή αυτή τιμάται ιδιαίτερα με πλούσια υμνολογία και μεγαλοπρεπείς λειτουργίες, κατά τις οποίες ξεχωρίζει η ευλογία των βαΐων στον Όρθρο. Στο τέλος της λειτουργίας, τα ευλογημένα βάγια διανέμονται στους πιστούς, ως σύμβολο της χαράς και της ελπίδας που φέρνει ο ερχομός του Χριστού.
Τα έθιμα και ο λόγος που τρώμε ψάρι την Κυριακή των Βαΐων
Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες, η μνήμη του γεγονότος εορταζόταν με αναπαράσταση. Στον 4ο αιώνα, στους Αγίους Τόπους, ο επίσκοπος, ξεκινώντας από το Όρος των Ελαιών, εισερχόταν στα Ιεροσόλυμα έφιππος «επί πώλου όνου», περιβαλλόμενος από τον κλήρο, ενώ οι πιστοί προπορεύονταν κρατώντας κλάδους φοινίκων.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, καθιερώθηκε ο «περίπατος του Αυτοκράτορα», μια μεγαλοπρεπής πομπή που ξεκινούσε από τα ανάκτορα. Ο αυτοκράτορας, συνοδευόμενος από το ιερατείο και κρατώντας την εικόνα του Χριστού, κατευθυνόταν στην Αγία Σοφία. Επικεφαλής της πομπής ήταν ο λαμπαδάριος, ο οποίος έψαλλε ύμνους.
Σύμφωνα με τον Βαλσαμώνα, στο τέλος της εορτής ο Αυτοκράτορας διένειμε προσωπικά βάγια και σταυρούς, ενώ ο Πατριάρχης πρόσφερε κεριά για τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Αυτό το βυζαντινό έθιμο υιοθετήθηκε από τους Τσάρους της Ρωσίας, οι οποίοι, συνοδευόμενοι από τον κλήρο, ξεκινούσαν από το Κρεμλίνο και κατέληγαν στον μητροπολιτικό ναό. Στην Ελλάδα, το έθιμο διατηρείται σήμερα μέσα από τη διανομή των βαγιών από τους ιερείς των εκκλησιών.
Αναφορικά με τη νηστεία της ημέρας αυτής υπάρχει μια διαφοροποίηση στο ζήτημα του αν καταλύεται ψάρι ή όχι. Η γνώμη του Θεόδωρου του Στουδίτη είναι ότι την Κυριακή των Βαΐων «τρώγεται ψάρι», επειδή θεωρείται Δεσποτική εορτή. Για τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη μόνο μία ημέρα της Μεγάλης Σαρακοστής τρώγεται ψάρι, δηλαδή την ημέρα του Ευαγγελισμού.
Είναι χαρακτηριστική η θέση των Aποστολικών Διαταγών όταν λένε: «Μετά από αυτές (δηλαδή τις εορτές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων), να τηρείτε τη νηστεία της Τεσσαρακοστής, η οποία περιλαμβάνει ανάμνηση της ζωής του Κυρίου και της νομοθεσίας. Να κρατιέται αυτή η νηστεία πριν από το Πάσχα, αρχίζοντας από τη Δευτέρα και συμπληρούμενη την Παρασκευή. Μετά από αυτές αφού σταματήσετε τη νηστεία, να αρχίζετε την αγία εβδομάδα του Πάσχα, νηστεύοντες κατ’ αυτήν όλοι με φόβο…» Είναι ενδεικτικοί οι όροι “αφού σταματήσετε τη νηστεία” και “να αρχίζετε”, οι οποίοι δείχνουν ότι μια νηστεία τελειώνει και μία άλλη αρχίζει. Αυτή που τελειώνει είναι η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής και αυτή που αρχίζει είναι η νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας. άρα η εορτή αυτή βρίσκεται ανεξάρτητα ανάμεσα σε δύο νηστείες. Η θέση της λοιπόν δίνει το δικαίωμα να ομιλούν περί καταλύσεως κατ’ αυτήν την ημέρα ψαριού ή ακόμα και αυγού.