ον κυνηγούσα τρία χρόνια. Τελικά τον συνάντησα σε ένα καφενείο, εκεί που πηγαίνει κάθε πρωί να πιει τον καφέ του, σαν τον πατέρα σου και τον πατέρα μου. Δεν ήθελε να φέρω φωτογράφο μαζί μου, ήθελε μόνο να καθίσουμε να μιλήσουμε -επιτέλους. Και αυτό κάναμε για σχεδόν 75 λεπτά.
Στο τέλος μου είπε πως από δω και πέρα μπορώ να πηγαίνω να τον βρίσκω εκεί, στο καφενείο στη Λυκόβρυση, χωρίς να ρωτάω κανέναν. Και να τα λέμε. Τόσο απλά. Και με άφησε να τον τραβήξω και δυο τρεις φωτογραφίες -μάλλον κακές.
Οι απορίες μου για τη ζωή του ήταν πολλές, καθώς μιλάει σπάνια. Γραπτή του συνέντευξη δεν βρήκα και στο YouTube, μόνο κάτι σκόρπια δεκάλεπτα, ελάχιστα κι αυτά, από συμμετοχές του σε εκπομπές. Τον καλούσαν για να τραγουδήσει και επ’ ευκαιρία τον ρωτούσαν και δυο τρία πράγματα.
Αλλά δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω και πολύ. Αρκούσε μόνο η πρώτη ερώτηση, συνηθισμένη, σχεδόν στα όρια του κλισέ ή μάλλον πολλά χιλιόμετρα μετά απ’ αυτά τα όρια, για να ανοιχτεί. Για να πάρει πάνω του την κουβέντα και να θυμηθεί όσα τον έκαναν αυτό που είναι σήμερα: ένας απ’ τους μεγαλύτερους Έλληνες τραγουδιστές.
Σε ποια ηλικία βγήκατε να παίξετε μπροστά σε κόσμο πρώτη φορά;
Θυμάμαι ήμουνα 13ών χρονών. Ο πατέρας μου ήταν μουσικός και μου λέει μια μέρα “Μάκη, θα πάμε σε ένα χωριό από δω με τα άλογα”. Δεν είχαμε τότε πώς να πάμε αλλιώς.
Ο πατέρας μου έπαιζε κλαρίνο και είχε στο σπίτι κι ένα λαούτο, ένα σαντούρι, ένα βιολί… Και έπαιρνα εγώ το λαούτο όταν έφευγε και το γρατσούναγα μόνος μου. Μετά άρχισε να μου δείχνει… Μεγάλη σχολή.
Έτσι, όταν το έμαθα το όργανο, με πήρε απ’ το σχολείο και πηγαίναμε και παίρναμε δύο μερτικά. Τι να κάναμε, ήμασταν τόσα παιδιά. Επτά αδέρφια -οκτώ αρχικά, ο ένας έφυγε πολύ νέος τότε.
Σε γάμο; Σε πανηγύρι πήγατε την πρώτη φορά;
Σε γάμο, σε σπίτι. Έπαιζα, λοιπόν, εγώ λαούτο εκεί στην αυλή και λένε στον πατέρα μου “Γιώργη, βάλε το παιδί τώρα να κοιμηθεί”. “Όχι”, έλεγε αυτός. Ε, με πήρε ο ύπνος εκεί που έπαιζα και με βάλανε πάνω στο σπίτι και κοιμήθηκα.
Είδανε όμως οι μουσικοί την τρίτη, την τέταρτη φορά που πήγα μαζί τους ότι ήμουνα πολύ σταθερός στον χρόνο, αυτό που λέμε “δεν τράβαγα ούτε πίσω ούτε μπροστά” στον ρυθμό.
Αλλά εμένα το μεράκι μου ήταν το κλαρίνο. Το έπαιρνα από δέκα χρονών και έφευγα απ’ το σπίτι, πήγαινα κι έπαιζα κάπου μακριά γιατί δεν μ’ άφηνε ο πατέρας μου. Αλλά σε έναν χρόνο μέσα, είδε ότι το κατάφερνα και με άφησε. Αυτά τα όργανα είναι μέσα στη ζωή μας, έχουμε γεννηθεί μ’ αυτά.
Και συνεχίσατε να παίζετε κλαρίνο μετά;
Ναι, γιατί ο πατέρας μου έπαιζε καμπίσια, καγκέλια και τέτοια αλλά κάποιες φορές έπαιζε κι αυτά τα τραγούδια απ’ τη Σμύρνη, απ’ τον Βόσπορο, αυτά τα τούρκικα. Έπαιζαν τις εισαγωγές απ’ τα τσιφτετέλια στους γάμους και γινόταν χαμός. Και έτσι κάποια στιγμή που πήγαμε σε μια δουλειά, με έβαλε και έπαιξα ένα σόλο με το κλαρίνο, ένα τσιφτετέλι και άρεσε πολύ. Και από τότε πήγαινα στις δουλειές με το κλαρίνο.
Οπότε κάπου στα 12 εκεί σταματήσατε κι οριστικά το σχολείο.
Ναι, έμαθα λίγα πράγματα αλλά δεν ήταν τότε όπως είναι τώρα που πάνε γυμνάσιο, λύκειο. Δεν είχαμε και τα χρήματα κιόλας.
Είδα μια συνέντευξη που λέγατε ότι είχατε όνειρο να γίνετε φωτογράφος.
Μ’ άρεσε να γίνω φωτογράφος και στρατιωτικός. Μ’ άρεσε ο στρατός.
Σ’ ένα υπόγειο της Βάθης, κλαριτζίδικο
Και πότε αρχίσατε να τραγουδάτε;
Θυμάμαι όταν έγινα 17 χρονών πήγαμε κάπου στη Λιβαδειά, κοντά στο χωριό που γεννήθηκε ο Στάθης ο Κάβουρας που τραγούδαγε τα δημοτικά. Και του λέει μια τραγουδίστρια “κύριε Κάβουρα, βάλτον Μάκη να πει ένα τραγούδι, ξέρει, τραγουδάει”.
Εγώ έλεγα πού και πού κανένα, είπα κι εκεί κάποια τραγούδια και μου λέει ο Κάβουρας μετά “Μάκη, να το παρατήσεις το κλαρίνο”. “Τι λες μωρέ, του λέω, άμα το παρατήσω αυτό, θα πεθάνω, είναι η ζωή μου”. “Να το παρατήσεις μου λέει και να γίνεις τραγουδιστής”.
Ήταν ο πρώτος που το κατάλαβε κατά κάποιον τρόπο;
Ναι… Άκου τώρα όμως να δεις τι έγινε μετά. Το μεγαλύτερο κλαρίνο που είχαμε στην Ελλάδα ήταν ο συγχωρεμένος ο Βασίλης ο Σαλέας, ο θείος του Βασίλη του σημερινού. Αυτός ήταν 15 χρόνια στην Αμερική αλλά με τον γιο του, τον Γιάννη που έπαιζε ακορντεόν πηγαίναμε μαζί στις δουλειές στα πανηγύρια. Εγώ όμως δεν είχα δει ποτέ τον πατέρα του, μόνο στις φωτογραφίες.
Υπήρχε τότε στην πλατεία Βάθης ένα κεντράκι το “Σούλι”, όπου η ορχήστρα έλεγε και τα δικά μας τα δημοτικά αλλά και ηπειρώτικα.
Ήρθαν και με βρήκαν στο καφενείο που συχνάζαμε οι μουσικοί, ήταν στο Βασιλικό Θέατρο στη Μενάνδρου, και μου λένε “σε θέλουμε να έρθεις στο μαγαζί, να πάρεις και τη Βιτάλη μαζί σου” -εγώ είχα τότε κοντά μου την Ελενίτσα μου, ήταν μικρή τότε.
Και την έλεγαν ακόμα αλλιώς;
Ναι, Λαβίδα. Πάμε βλέπουμε το μαγαζί -να χώραγε εκατό άτομα, κάπου τόσο. Ένα μικρούλι ήτανε.
Υπόγειο;
Υπόγειο, ναι. Είχε και μία φίρμα τον Βασίλη τον Χρυσανθόπουλο, που είχε βγάλει το “Ήρθε μια βλάχα απ’ το χωριό” (σ.σ. μου το τραγουδάει), είχαμε και τη Μαρία Σαλτού απ’ την Άρτα, μια πολύ ωραία τραγουδίστρια. Εγώ έπαιζα κλαρίνο αλλά μου λέγανε “πες ρε Μάκη και εσύ κανά τραγούδι”.
Ένα σαββατοκύριακο, λοιπόν, είχε τέτοια γρίπη ο τραγουδιστής που δεν μπορούσε να ‘ρθει στο μαγαζί. Κάποια στιγμή, κουράστηκαν οι γυναίκες -γιατί σχολάγαμε και 8 η ώρα το πρωί αδερφέ- και άρχισα να τραγουδάω εγώ.
Και κατά τις 5 το πρωί μπαίνει μία παρέα έξι εφτά άτομα, με γραβάτες με παλτά…
Κυριλέ…
Κυριλέ όλοι να πούμε… Είχανε πάει στον Κάβουρα αυτοί προηγουμένως, που τραγούδαγε απάνω στην Αθήνα σε ένα μαγαζί. Και μέσα σ’ αυτήν την παρέα ήταν κι ο Σαλέας, μόλις που είχε έρθει απ’ την Αμερική. Εγώ όμως δεν τον αναγνώρισα, δεν τον είχα δει ποτέ.
Καθίσανε σε ένα τραπέζι αλλά το μαγαζί εκεί είχε μόνο κρασί Ζίτσας, ένα ηπειρώτικο, δεν είχε ουίσκι που ήθελαν αυτοί. Και στέλνει κάποιον το μαγαζί και τους φέρνει τρία τέσσερα μπουκάλια.
Οπότε το βλέπετε εσείς από πάνω και λέτε κάποιοι είναι αυτοί για να τους προσέχουν;
Το βλέπω, ναι…Τότε που λες δεν παίρναμε μεροκάματα, ήτανε η χαρτούρα.
Μόνο ό, τι πετάγανε στην πίστα, ό, τι δίνανε στο χέρι;
Τα πετάγανε στην ορχήστρα, όπως κάνανε παλιά στα πανηγύρια.
Δεν υπήρχε μισθός, τίποτα; Ούτε ένα κατοστάρικο;
Τίποτα, δεν υπήρχαν αυτά τότε. Λοιπόν, εκείνη την ώρα ένας πελάτης μου είπε να πω ένα πολύ δύσκολο τραγούδι, τη “Δυστυχία” (σ.σ. μου το τραγουδάει). Την ώρα που λέω το πρώτο κουπλέ, έρχεται ο σερβιτόρος και μου δίνει μία χούφτα δολάρια. Μου λέει “αυτός ο κύριος εκεί θέλει να πεις άλλο ένα”.
Είχατε ξαναδεί εσείς δολάριο από κοντά;
Ποτέ στη ζωή μου, τι λες τώρα (γελάει)! Έρχεται άλλη μια χούφτα δολάρια μετά. “Να μας πει κι άλλο ένα ο μικρός”… Αυτός ήξερε το τραγούδι, και όποτε τελείωνε το ρεφρέν, έστελνε άλλη μια χούφτα δολάρια. Γέμισε λεφτά και τη Βιτάλη, και τη Σαλτού και τέλος πάντων, φιλαράκι, από τις 5 που ήρθαν αυτοί, σταματήσαμε 8 η ώρα, λέμε “δεν μπορούμε άλλο”.
Πάω να φύγω και μου λέει ο σερβιτόρος “σε θέλει εκείνος ο κύριος”. Πάω εκεί, του συστήνομαι και με ρωτάει “γενικά πού παίζεις, πού πηγαίνεις;”. Του λέω “παίρνω το κλαρίνο, έχω κι ένα παιδί που παίζει ακορντεόν, τον γιο του Βασίλη του Σαλέα του μεγάλου κλαριντζή, έχουμε και καμιά κιθαρίτσα και πάμε στις ταβέρνες, πάμε σε γάμους, σε τέτοια πράγματα”.
Με ρωτάει από πού είμαι, του λέω “από την Αμαλιάδα, από ένα χωριό τον Σώστι”. “Ποιος είναι ο πατέρας σου;”. “Ο Γιώργης ο Χριστοδουλόπουλος”, του απαντάω. “Παίζει κλαρίνο’, μου λέει, αυτός.
Τον ήξερε δηλαδή.
Μου λέει “εγώ είμαι ο πατέρας του Γιάννη που παίζει μαζί σου ακορντεόν”. Και εκεί καταλαβαίνω ποιος είναι. Και μου λέει τότε στη γλώσσα μας -η μάνα μου είναι τσιγγάνα, εγώ τα λέω όλα- μου λέει “μπες”. Το “μπες” ξέρεις τι σημαίνει; “Κάτσε”.
“Άκου, μου λέει. Ήρθα πριν δυο μέρες από την Αμερική, αύριο γιορτάζω και το σπίτι της γυναίκας μου είναι στα Νέα Λιόσια, επάνω που είναι τα κυπαρίσσια. Θα ‘ρθεις εκεί, σε θέλω κάτι”.
Πάω το βρισκω, ήταν εκεί 40-50 άτομα, ψητά, πράγματα, είχαν μαζέψει και όλα τα κλαρίνα, τις κιθάρες, γινόταν χαμός. Κάθομαι εγώ και μου λέει “παίζεις καλά κλαρίνο, θα γίνεις καλός κλαριτζής αλλά θα κάνουμε κάτι. Έχεις ρεπερτόριο, ξέρεις τραγούδια;”. Του λέω “άμα κουράζονται στη δουλειά με βάζουν και λέω κανά τραγούδι”. “Θα πάω στου Κομπότι μετά από ένα μήνα, μου κάνει, γιατί έχει πανηγύρι και δεν έχω τραγουδιστή άλλονε, έχω μόνο έναν τον Τάκη τον Καρναβά και μπορεί να πάθει κάτι ο άνθρωπος. Θέλω να έρθεις μαζί μόνο για τραγουδιστής. Θα μου χαλάσεις το χατίρι;”.
Το Κομπότι ήταν ένα χωριό επάνω στην Άρτα -από εκεί είναι οι Σουκαίοι, ο Βαγγέλης και ο Βασίλης ο Σούκας. Συγγενής τους είναι και ο Τάκης ο Σούκας, μεγάλος καλλιτέχνης, μου ‘χε δώσει και τραγούδι. Ξέρεις ποιο; “Τώρα που φεύγεις μακριά στη ζωή μου” (μου το τραγουδάει).
Με τον Σαλέα, να του φιλάνε το κλαρίνο
Και εσείς πήγατε μαζί του στο πανηγύρι;
Το σκεφτόμουν γιατί έτρεμα αλλά μου έλεγαν κάποιοι άλλοι “τράβα ρε, θα πάρεις πολλή χαρτούρα με αυτόν τον άνθρωπο”. Και τελικά πήγα.
Και μόλις φτάνουμε, Κώστα μου, στο χωριό, του είχαν βάλει ένα κόκκινο χαλί από δω μέχρι εκεί πέρα για να κατέβει απ’ το ταξί. Και μετά λουλούδια. Είχε μαζευτεί όλο το χωριό να τον καλωσορίσει.
Πολλές ώρες πριν το πανηγύρι;
Ναι… Πώς ήταν ο Καραμανλής ντυμένος; Τέτοιο ντύσιμο είχε κι αυτός -ήταν στην Αμερική ο άνθρωπος τόσα χρόνια, ήξερε. Θυμάμαι φόραγε μεταξωτό κοστούμι, μεταξωτές κάλτσες και γραβάτα, και παπούτσια σεβρά… Άλλο πράγμα.
Ανεβαίνει στο πάλκο και με το που παίζει ένα σόλο, το κουτί που είχαμε εμείς για να μαζεύουμε τη χαρτούρα, γέμισε μέχρι τη μέση.
Και είδα και κάτι άλλο. Ήρθε ένας και την ώρα που έπαιζε το κλαρίνο -όταν παίζεις και δίνεις πολύ στο κλαρίνο, από κάτω απ’ την “καμπάνα” που λέμε, βγάζει σάλιο- πήγε ένας και το έγλειφε… Είχαμε μείνει ξεροί.
Του είχαν μεγάλη λατρεία δηλαδή.
Τραγουδάω κι εγώ κάποια δημοτικά, και το πρωί που σχολάσαμε του λένε “Βασίλη, το μικρό από πού είναι;”. Ήμουνα και ξανθός εγώ. ”Μπαλαμό είναι;”. “Μπαλαμό, λέει, ναι, από την Αμαλιάδα”. Και με αγαπήσαν πολύ εκεί πέρα.
Θυμάμαι που γυρίζαμε Αθήνα με το ταξί, ψιλοκοιμόμουνα, και τους έλεγε ο Σαλέας “μη φωνάζετε, κοιμάται το παιδί”.
Πόσο χρονών ήσασταν τότε;
17 χρονών. Τελικά με έψησε και το παράτησα το όργανο. Πηγαίναμε σε πολλές δουλειές τότε, ειδικά προς Αγρίνιο γιατί από κάπου εκεί ήταν ο Βασίλης, και πήραμε πολλά λεφτά, σου μιλάω για πολλή χαρτούρα.
Έμεινα τρία χρόνια μαζί του. Μου έμαθε και τους δρόμους απ’ τα τραγούδια.
Η τελευταία δουλειά μας ήταν σε ένα χωριό στο Μοναστηράκι. Κάποια στιγμή μου λέει “δεν θα προλάβω να σε δω που θα φτάσεις ψηλά”. Του λέω “πάλι θα φύγεις, μωρέ Βασίλη, για την Αμερική;”. “Όχι Μάκη, μου κάνει, αλλά άμα μπει ο λύκος στο μαντρί θα φάει πρόβατο”. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε.
Φεύγουμε από το χωριό, εμείς πάμε στην Αθήνα και αυτός πάει στην Πάτρα γιατί είχε κάποιες δουλειές. Μετά από 25-30 μέρες, παίρνουν τηλέφωνο στο καφενείο το μουσικό, ζητάνε τον γιο του και του λένε “έλα κάτω να πάρεις τον πατέρα σου γιατί δεν είναι καλά. Δεν μπορούμε να ανοίξουμε τα μάτια του και πίνει δέκα κιλά νερό την ημέρα”.
Τον φέρνουν στην Αθήνα και μετά από 10-15 μέρες, έφυγε. 44άρων χρονών.
Από τι;
Απ’ την παλιαρρώστια.
Είχε καταλάβει ότι είχε καρκίνο για αυτό σας έλεγε για τον “λύκο στο μαντρι”;
Μπράβο, ναι. Ένας κύριος ήταν, 1.90, πολύ πράμα, σίδερο σου λέω. Και ρωτάγανε “μα πέθανε αυτός ο άνθρωπος;”.
Και λέω τότε “πέθανε ο δάσκαλος μου, δεν ξανατραγουδάω”. Πήρα ξανά το κλαρίνο αλλά δεν με έπαιρνε κανένας για δουλειά, όλοι με θέλανε για τραγουδιστή. “Δεν ξανατραγουδάω”, τους έλεγα, στον σταυρό που σου κάνω.
Έναν μήνα μετά, δύο, μου λέει η γυναίκα μου “Μάκη, πεινάνε τα παιδιά”.
Η γυναίκα πίσω απ’ το “Παντρεμένοι και οι δυο”
Πόσα είχατε τότε;
Δυο παιδιά. Έρχεται τότε ο Βασίλης ο Σούκας, ένας κύριος του κόσμου, που είχε ένα κέντρο με τον Θανάση τον Βαλσαμά για τραγουδιστή, μεγάλη φίρμα τότε, και μου λέει “έλα στο μαγαζί ως τραγουδιστής, θα σου δώσω κι ένα τραγούδι”. Και μου δίνει το “Να ζήσουν οι κομμώτριες, τα όμορφα κορίτσια…” (σ.σ. το τραγουδάει).
Τόσο παλιό είναι αυτό το τραγούδι;
Ε, βέβαια. Και γίνεται αμάν.
Μετά απ’ αυτό το μαγαζί πήγα στην “Ελαφίνα” στην Ομόνοια. Εκεί έπαιζε κλαρίνο ο συγχωρεμένος ο Νίκος ο Γούβας, πολύ καλός. Έπαιζε και κάποια τσιφτετέλια, κάτι σμυρναίικα και λέω “ω αμάν, τη βρήκα εδώ πέρα”.
Και μια μέρα μου λέει μία κυρία παντρεμένη “θέλω να με βγάλεις να πιω έναν καφέ”. Της λέω “δεν μπορώ κι εγώ παντρεμένος είμαι”, κι εκεί που παίζει μια μελωδία ο Γούβας έβγαλα κι εγώ “Παντρεμένοι και οι δυο”.
Πίστεψε με, ειλικρινά σου μιλάω, το έφτιαξα εκείνη την ώρα. Βρήκα μια μελωδία και έβγαλα κουπλέ και ρεφρέν.
Και το βράδυ στο μαγαζί, όποια παρέα είχε σειρά να χορέψει, σηκωνόταν και μου ζητούσε να το παίξω.
Όποιος ήθελε να χορέψει έλεγε “θα πεις αυτό το τραγούδι” δηλαδή.
Πρώτα το “Παντρεμένοι” και μετά όλα τα άλλα. Πρέπει να το είπα 15 φορές εκείνη τη βραδιά. Δεν είχα δεύτερο κουπλέ όμως, και μου λέει ο κιθαρίστας ο Κώστας ο Κεκές ο συγχωρεμένος “πήγαινε στο σπίτι και κόφτο κεφάλι σου να βάλεις και δεύτερο”. Πήγα, φίλε, και έγραψα το “μη μου βάζεις τη φωτιά…” (τραγουδάει).
Αυτό πότε ηχογραφήθηκε;
Το ‘77.
Και έγινε αμέσως χαμός;
Τι;;; Λέγανε ότι έφευγαν μεγάλες κασέλες γεμάτες κασέτες απ’ την Ομόνοια και πήγαιναν στο Αγρίνιο, στην Πάτρα, στη Θήβα, στην Καλαμάτα…
Είχε μέσα και το “βρε Μελαχρινάκι”;
Ναι! Εγώ το έγραψα κι αυτό! Έπαιξε ο Κόρος εκεί και ο Μάκης ο Μπέκος.
Πώς βγήκε αυτό το τραγούδι;
Ήταν μελαχρινή αυτή.
Πάλι για την παντρεμένη;
Ναι (γέλια)! Και σου ορκίζομαι, Κώστα μου, στον σταυρό που σου κάνω, δεν είχα καμιά σχέση με την κυρία αυτή. Θα πω την αλήθεια τώρα: ήταν τραγουδίστρια. Να ‘ναι καλά στη ζωή της, να έχει περάσει καλά.
Και έγινε το έλα να δεις με αυτά τα τραγούδια, μέχρι που σιχάθηκα τον εαυτό μου, δεν μπορούσα να τα πω άλλο.
Θέλω να πάμε λίγο πίσω. Ισχύει ότι κλεφτήκατε στα 15 με τη γυναίκα σας;
Στα 16. Και 17 χρονών ήμουν όταν γεννήθηκε ο γιος μου ο Γιώργος.
Η μάνα μου, Θεός σχωρέστην την ψυχούλα της, δεν ήθελε τη γυναίκα μου, ήθελε να πάρω μια άλλη που ήταν πλούσια αλλά αυτή τα είχε φτιάξει με έναν φίλο μου. Πώς να του το κάνω εγώ αυτό το πράγμα;
Και τη γυναίκα μου όμως δεν μου την έδινε η οικογένειά της. Έτσι πήγα στο Αίγιο από όπου ήταν και την έκλεψα. Μπήκαμε σε ένα φορτηγό με κάτι τσουβάλια και μας κατέβασε στη Αθήνα. Εδώ βρήκα κάποιους συγγενείς και καθίσαμε στο σπίτι τους κάμποσο καιρό.
Με τη γυναίκα μου γνωριστήκαμε 12 χρονών, στη βρύση. Και δεν άλλαξα από τότε. Και δεν είμαι ο άνθρωπος που μπορώ να κοιτάξω τη γυναίκα του άλλου… Μπορεί να είναι η αδερφή σου, μπορεί να είναι η μάνα σου, εγώ θα κοιτάξω;
Λαϊκά πότε αρχίσατε να τραγουδάτε;
Με πήρανε στη “Βοσκοπούλα”, στο μεγάλο το κέντρο, ήταν και η Κολλητήρη εκεί. Μια βραδιά χόρευε μία παρέα και μια κοπέλα ζήτησε ζεϊμπέκικο, τον “Μεμέτη”.
Λέω εκεί στην ορχήστρα “το ξέρω, να το πω;”. Και το λέω.
Μέσα όμως στο μαγαζί ήταν και η παρτενέρ του Βοσκόπουλου, η Κωνσταντοπούλου, με μια άλλη παρέα. Αυτή θα έφευγε μετά να πάει να του κάνει σιγόντα.
Μόλις με άκουσε να λέω το ζεϊμπέκικο, έστειλε έναν και με φώναξε. Πάω στο τραπέζι της μου λέει “εσύ τι δουλειά έχεις εδώ μέσα;”. Της λέω “τι τι δουλειά έχω;. Εγώ τραγουδάω. Τι είστε εσείς;”. Μου λέει “είμαι η παρτενέρ του Βοσκόπουλου. Να φύγεις και να πας στα λαϊκά”.
Και μόλις σχολάω με παίρνει και με πάει στα “Ξημερώματα” -εκεί νομίζω τραγουδούσε τότε ο Βοσκόπουλος. Βλέπω κι εγώ τις γαρδένιες να φεύγουν πάνω του… Δεν ξαναγεννιέται τέτοιος. Αυτός ήταν μύθος. Και μου λέει εκείνη “τα βλέπεις;”.
Μετά στις δουλειές που πήγαινα άρχισα να λέω και κάποια λαϊκά, κυρίως του Καζαντζίδη γιατί είχα μανία μαζί του, και μου έλεγαν και οι μουσικοί να το γυρίσω στα λαϊκά.
Και ποια ήταν τα πρώτα λαϊκά που είπατε;
Μου ‘δωσε ο Κόρος το “Όλα πάνε καλά, όλα πάνε καλά και δεν έχω ανάγκη κανένα”. Το θυμάσαι; Και μου ‘δωσε και το “Αδειανό το προσκεφάλι”.
“Το Προσκλητήριο αρχικά το δώσανε στον Γονιδη”
Θέλω να ρωτήσω μερικές ιστορίες πίσω από κάποια τραγούδια σας. Το “Προσκλητήριο» για παράδειγμα.
Αυτό μου το φέρανε στις “Αμπάρες” αλλά κάτσε πρώτα να σου πω για το μαγαζί. Άνοιξε το ‘87 και ο ιδιοκτήτης δεν ήξερε τι όνομα να του δώσει. Και μια μέρα όπως καθόμασταν απ’ έξω περνάει ένα αυτοκίνητο και έπαιζε το “Να ‘χαν οι καρδιές αμπάρες” -χωρίς να ξέρει ο οδηγός ότι είμαι εγώ εκεί. Μετά από δέκα αυτοκίνητα, περνάει άλλο ένα, που και αυτό έπαιζε “Να ‘χαν οι καρδιές αμπάρες”.
Ε, και του λέω “ποιο τραγούδι θα ζητάει και ο κόσμος στο μαγαζί; Τις ‘Αμπάρες’. Βάλτο ταμπέλα”.
Και το “Προσκλητήριο”;
Έρχεται ένας με ένα μαγνητόφωνο στο μαγαζί, μου το βάζει, το ακούω και τρελαίνομαι. Και μου λέει ότι το πήγαν πρώτα στον Γονίδη αλλά εκείνος είπε ότι πρέπει να το τραγουδήσω εγώ.
Γενναιόδωρος.
Ναι, λέει αυτό το τραγούδι είναι για τον Χριστοδουλόπουλο. Αυτός το έλεγε όμως από λα μινόρε, έχει κορόνα επάνω.
Είχα τον Άκη τον Πετρίδη μαέστρο τότε, που ήταν με τον Καζαντζίδη, με τη Μαρινέλλα κλπ, και πάμε δω στο Ηράκλειο το στούντιο του κυρ Γιάννη για να το περάσουμε. Και επειδή ήμουν υψίφωνος πολύ, του λέω “κύριε Άκη, ή σι μινόρε ή σι μπεμόλ μινόρε”, αλλά κάνει λάθος και περνάει την ορχήστρα όλη σε ντο μινόρε! Δεν ήταν για μένα αυτό! Ήταν γυναικείος τόνος!
Το βάζουν, του λέω “είναι πολύ ψηλά, αυτό είναι ντο. Θα ανέβω στη καρέκλα για να το φτάσω”. “Όχι παιδάκι μου”, μου λέει.
Πρώτα λέω τα κουπλέ -γιατί αν έλεγα πρώτα το ρεφρέν από ντο μινόρε, μετά από τρεις φορές θα έκλεινε η φωνή μου. Και λέω μετά μία φορά ψεύτικα το ρεφρέν σε ντο μινόρε, και τη δεύτερη φορά, φίλε, το λέω κανονικά και πήγε πάνω στον Θεό. Και έγινε μετά χαλασμός.
Οι στίχοι ξέρουμε με ποια αφορμή γράφτηκαν; Αφορούν κάτι αληθινό;
Δεν θυμάμαι ρε μανάρι μου, μπορείς να το βρεις, να το ψάξεις.
Άσχετο, αλλά το “Μελαχρινάκι” το είχε κάνει μία ροκ διασκευή ο Τζίμης Πανούσης. Το έχετε ακούσει;
Όχι, αλλά να ξέρεις οι υδροχόοι είμαστε φανατικοί με τη ροκ.
Να σου πω κι ένα άλλο, με τον Πάριο τι έγινε. Εκεί που κάναμε ρεμίξ το “Παντρεμένοι” μπήκε στο στούντιο ένας αδύνατος, με κάτι μεγάλα μαλλιά, με ένα άσπρο κοστούμι και δώστου φιλιά-αγκαλιές με τον Κόρο. Ακούει το τραγούδι και λέει “αυτό θα γίνει το μεγαλύτερο σουξέ στον κόσμο”.
“Άντε ρε από δω του λέει”, ο Κόρος. “Όλα τα ξέρεις, ρε Γιάννη;”. Και όντως βγαίνει το τραγούδι και έγινε ό, τι έγινε.
Και μετά ο Πάριος μου έδωσε το “Απορώ”.
Είχα κάνει μία συνέντευξη στον Ζαφείρη Μελά και μου ‘χε πει ότι ο Πάριος ήθελε στην αρχή να δώσει σε αυτόν το “Απορώ”, αλλά δεν μπόρεσε γιατί έλειπε στην Αυστραλία.
Δεν το ξέρω αυτό. Εγώ ξέρω ότι το ζήταγε ο Στράτος και ο Βοσκόπουλος. Και ο Γιάννης μου ‘πε ότι είχε βάλει μια βυζαντινή νότα μέσα για να το κάνει να είναι μόνο για μένα.
Θυμάμαι μου ‘στειλε τότε δώδεκα τραγούδια και όταν του είπα ποιο διάλεξα, μου λέει “α ρε Πυργιώτη, α ρε μάγκα”… Του λέω “ρε Γιάννη, αφού με βιολιά μεγαλώσαμε και με τέτοια πράγματα”.
Σας πάνε πολύ αυτά τα τραγούδια, τα λίγο κανταδόρικα, όπως πχ και το “Όνειρα και όνειρα”.
Κοίταξε, αν δεν είναι πάνω μου το τραγούδι και δεν μπορώ να το πω έτσι απλά να το καταλάβεις κι εσύ, δεν θα το πω. Δεν βάζω πολλά μέσα στα τραγούδια, γιατί -αυτό μου το έχουν πει, δεν ξέρω αν ισχύει- δεν είχαμε ποτέ μουσική παιδεία στην Ελλάδα, κατάλαβες; Και λέω αυτά τα τραγούδια που μπορώ εγώ να πουλήσω, να γίνουν σουξέ.
Με τον Σαββόπουλο στη Lyra
Τα “Στέφανα”;
Η μουσική είναι του Βασίλη του Σαλέα, του ανιψιού.
Εκεί που έμενα ήταν ένα ανδρόγυνο απέναντι που είχε ένα κομμωτήριο και πήγαινα και κουρευόμουν. Κάποια μέρα βλέπω ένα φορτηγό να κουβαλάει πράγματα μέσα απ’ το σπίτι. Μάλωσαν και χώρισαν, και μου λέει ο άνθρωπος “έλα ρε Μάκη, βοήθα με κι εσύ”. Πάω κι εγώ μέσα και βλέπω κάτι στέφανα εκεί, αράχνες απάνω τους, κακό…
Και είμαστε τώρα στο σπίτι του Βασιλάκη, έχει τη μουσική αλλά ψάχνει τους στίχους. Και λέω το περιστατικό στον στιχουργό τον Ανδρέα Σπυρόπουλο που ήταν μαζί μας, που μου είχε γράψει και πόσα σουξέ, και μετά από μια βδομάδα μου ‘φερε “Τα Στέφανα”.
Εγώ όμως δεν ήθελα να πούμε το τραγούδι έτσι, με αυτόν τον τίτλο. Τότε στη Lyra ήταν ο Σαββόπουλος και του λέει ο συγχωρεμένος ο Μαραβέλιας, ο διευθυντής της εταιρείας, να πάει στο στούντιο να με πείσει. Και μου λέει ο Σαββόπουλος “εγώ ή εσύ, αύριο μπορεί να χωρίσουμε. Τα στέφανα δεν τελειώνουν ποτέ”. Και επέμεινε και τα ‘βαλε.
Καθόταν εκεί στην πόρτα με το παλτό του και μου ‘κανε νοήματα, “πες τα”. Τι γλυκός άνθρωπος, τι κύριος.
Το “Δεν κοιμάμαι τώρα πια τα βράδια” έχει κάποια ιστορία από πίσω;
Αρχικά ήταν να το πει ο γιος μου ο Γιώργος αλλά στα ρεφρέν έβγαινε έξω απ’ το ζεϊμπέκικο το παιδί, δεν μπορούσε. Και νομίζω ότι και οι μισοί στίχοι είναι δικοί του.
Αυτό το ηχογραφήσαμε στο στούντιο του Νικολόπουλου, εκείνος παίζει μέσα.
Έχετε κλάψει κατά τη διάρκεια ηχογράφησης τραγουδιού; Να πείτε “συγκινήθηκα, με πιάσανε τα δάκρυα”.
Όχι. Σε όλη μου τη ζωή μια φορά έχω κλάψει από μουσικούς και τραγουδιστές και ήταν απ’ τον Βασίλη τον Σαλέα, τον μικρό.
Πήγαινα μια μέρα στο στούντιο, κι ακούω τον Βασίλη στο ραδιόφωνο να παίζει κλαρίνο και με πήραν τα δάκρυα μέσα στο αμάξι.
Μου ‘χε γράψει και το “Ένα πληγωμένο χελιδόνι” ο Βασίλης.
(Μας σταματάει μία ηλικιωμένη που ζητάει λεφτά, λέγοντας ότι έχει σπάσει τον ώμο της. Μου κάνει νόημα ότι θα δώσει αυτός, βγάζει μερικά χρήματα απ’ την τσέπη του και της τα δίνει)
Ποιος δίσκος σας έχει πουλήσει περισσότερο;
Πολλά έχουν γίνει πλατινένια. Το “Ραγισμένα μάτια”, το “Όλα αρχίζουν τώρα”, το “Προσκλητήριο”. Πολλά…
Η νύχτα, τα πιατα και η Αμερικη
Θυμάστε κάποια πολύ άσχημη φασαρία σε μαγαζί, που να είπατε “απόψε από εδώ δεν φεύγω ζωντανός”.
Όχι, δεν μου έτυχε ποτέ.
Μα δεν ήταν άγρια η νύχτα τότε; Δεν σας έτυχε ούτε μια φορά τόσα χρόνια;
Δεν είχαμε τέτοια πράγματα εμείς. Ο κόσμος ο δικός μου, όχι, δεν έκανε τέτοια.
Μου την έχετε βγάλει τη νύχτα πολύ εξευγενισμένη…
Ειλικρινά σου λέω, δεν έτυχε ποτέ στο μαγαζί μου να σηκωθούμε να φύγουμε και να κλείσει. Γιατί όταν πας σε ένα πρόγραμμα και είσαι μεθυσμένος, σε πήρανε σε βγάλανε στην άκρη, τελείωσε.
Το ξέρει ο κόσμος ότι δεν γίνονται αυτά σε μένα, δεν τα δέχομαι. Μπορεί να πω “στοπ τώρα, φύγαμε”.
Πιάτα φεύγανε;
Τον πρώτο χρόνο στις “Αμπάρες” μού έκανε παράπονο ο κόσμος γιατί δεν μπορούσε να φάει απ’ τα πιάτα που πετάγονταν δίπλα του. Και τα σταμάτησα και έβαλα λουλούδια. Άσε που κάθε βδομάδα ήθελα άλλα παπούτσια, φορούσα κάτι λουστρινένια και μου τα χαλούσανε.
Αλλά μέχρι να τα σταματήσω φτάνανε δύο μέτρα ψηλά τα πιάτα.
Θυμάστε τη μεγαλύτερη ζημιά σε λεφτά, λουλούδια, που να είχε κάνει κάποιος για σας;
Στην Αμερική γίνονταν πολλά, είχε πολλή χαρτούρα τότε, δολάρια πολλά, τα πετούσαν κάτω και τα μάζευαν τα παιδιά. Τώρα έχουν πέσει κι εκεί.
Αλλά είχε και καλά μεροκάματα τότε.
Είχαμε παίξει και στην Ατλάντα με τη Βίσση κάποτε, και είχαμε πει μαζί και το “Εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος”. Το ‘σκισε το τραγούδι.
Κανονικά αυτό είναι με τη Λίτσα Διαμάντη;
Ναι, τότε που ήμασταν μαζί στη “Φαντασία” το κάναμε. Είναι δύσκολο τραγούδι αυτό, δεν μπορεί να το πει όποια κι όποια. Μπορεί να τραγουδάει καλά κάποια -γιατί έχουμε καλές τραγουδίστριες- αλλά δεν έχει το χρώμα που έχει η Διαμάντη.
Αυτό το τραγούδι της Βιτάλη “Εγώ τραγούδαγα τα βράδια στα σκυλάδικα” είναι από εκείνη την εποχή που ήσασταν μαζί;
Δεν ξέρω, αλλά το είπε πολύ καλά αυτό. Είναι η ζωή μου η Βιτάλη.
Την αγαπάτε πολύ δηλαδή;
Τι λες τώρα; (σ.σ. χαμογελάει)
Κάνατε παρέα τότε;
Ναι, αλλά μετά που μπήκε κι αυτή στα μαγαζιά, χαθήκαμε. Φαινόταν ότι θα γίνει σπουδαία. Τραγούδαγε και είχαν τρελαθεί όλοι. Όταν ήρθε ο Σαλέας στο μαγαζί με ρώταγε ποια είναι αυτή. Του λέω “του Λαβίδα η κόρη”. Έπαιζε σαντούρι ο πατέρας της. Μου λέει “αυτή θα πάει πολύ ψηλά”.
“Δεν το αντέχει ο καθένας το πανηγύρι”
Έχετε πει ότι το πανηγύρι είναι μεγάλο σχολείο. Γιατί;
Δύσκολη δουλειά πολύ, αδερφέ, πρέπει να ξέρεις μισό εκατομμύριο τραγούδια. Πρέπει να έχεις ρεπερτόριο, από το “Απορώ” μέχρι την “Ιτιά”. Άντε τράβα στη Λιβαδειά ή στη Θήβα και να μην πεις καγκέλια.
Δεν είναι για όλους το πανηγύρι, δεν το αντέχει ο καθένας.
Θέλει και αντοχή;
Κοίταξε να δεις, εγώ δεν πίνω στην δουλειά, δεν καπνίζω κλπ, αλλά με αυτό γεννιέσαι, δεν γίνεσαι. Είναι από τη φύση να το έχεις αυτό. Εγώ δεν κατεβαίνω εύκολα απ’ το πάλκο.
Αλλά τώρα έχω μεγάλη βοήθεια και απ’ τον εγγονό μου τον Μακούλη. Αυτό το παιδί ξέρει ένα εκατομμύριο τραγούδια. Είναι και φοβερός τραγουδιστής. Τον έστειλα κι έκανε 6,5 χρόνια βυζαντινή μουσική. Να σου κάνει ένα αμανεδάκι αυτός… Είναι καλός πιανίστας, καλός κιθαρίστας, τώρα μαθαίνει και κλαρίνο…
Εν τω μεταξύ ο αδερφός του είναι ο καλύτερος ψάλτης που έχουμε στην Ελλάδα. Αλλά και ο Μάκης πάει το πρωί στις εκκλησίες και ψέλνει. Μέχρι και στη Μυτιλήνη πήγε.
Εσείς ψέλνατε ποτέ;
Δεν πάω στην εκκλησία γιατί μετά θα με θέλουν κι αλλού. Και οι ψάλτες που είναι μέσα τι θα κάνουν μετά;
Έχετε κάνει κι εσείς βυζαντινή μουσική όμως.
Είκοσι χρόνια, δάσκαλος μου ήταν ο Ταλιαδώρος από τη Θεσσαλονίκη. Χρειάζεται γιατί μαθαίνεις τους δρόμους, μαθαίνεις τις αναπνοές… Αποκτάς μία γλύκα.
Σε ένα πανηγύρι στα Δερβενοχώρια είχα πιάσει το πρωί το “Απορώ” και έκανα βυζαντινή μουσική… Και λέει ο παπάς εκεί “αφήστε τον να ακούσω”. Πέρασε όμως η ώρα, εγώ δεν σταμάταγα και έλεγε “πείτε του να σταματήσει τώρα, θέλω να ανοίξω την εκκλησία” (γελάει).
Τη φωνή σας την έχετε διατηρήσει πολύ καλά. Υπάρχει κάποιο μυστικό;
Ξέρω να την προσέχω. Ξέρω πότε κουράζομαι, πότε να αλλάξω τόνους… Δηλαδή άμα κουραστώ πολύ και είμαι στη δουλειά εκείνο που λέω από λα, θα το πω από σολ, κι εκείνο που λέω από σολ, θα το πω από ρε, κατάλαβες; Έχω καλές μπάσες. Και ξεκουράζομαι έτσι.
Πιστεύετε πολύ στον Θεό;
Όλη η οικογένεια. Να σου πω γιατί; Μου ‘χε πει η μάνα μου ότι όταν ήμουν 40 ημερών είχα 40 μέρες πυρετό. Πήγε τότε στον ύπνο της ο Άγιος Διονύσιος και της λέει “φέρτε το παιδί να με προσκυνήσει γιατί θα πεθάνει”. Και με πήγε η μάνα μου εκεί με το καΐκι και σταμάτησε κατευθείαν.
Πάντα κοιμάμαι με μια εικόνα του δίπλα μου.
“Ουτε καζίνα ουτε ζάρια”
Κάποιο πάθος είχατε; Μη μου πείτε ότι ήσασταν ένας άγιος. Τζόγο για παράδειγμα παίζατε;
Όχι, ούτε καζίνα πάω ούτε ζάρια έχω παίξει ποτέ στη ζωή μου. Δεν τα έτρωγα εκεί.
Δεν σας άρεσαν αυτά;
Κάποτε, όταν ήμουν στις “Αμπάρες” έρχονταν κάποιοι που σπάγανε πέντε χιλιάδες πιάτα, και αυτοί παίζανε ζάρια, είχαν μία μπαρμπουτιέρα. Και μου λέει το αφεντικό “έλα ρε Μάκη να σε δούνε τουλάχιστον”, και πήγα έτσι μία φορά για να βγάλω την υποχρέωση, στον σταυρό που σου κάνω. Μου ‘δωσε κάτι λεφτά το αφεντικό και παίξαμε μαζί, δεν είχα ιδέα πώς παίζουνε.
Και λίγο μετά φωνάζει το αφεντικό ότι δήθεν με θέλουν στο τηλέφωνο, και καλά ότι με ζητάνε στο μαγαζί για πρόβες -ψέματα για να φύγω.
Οπότε δεν πίνατε, δεν παίζατε ζάρια.
Όχι, ποτέ. Το πάθος μου το πρώτο, αυτό που είμαι γεμάτος όλος μέσα μου, είναι η μουσική. Και μετά τα ρούχα. Πήγαινα στο Μιλάνο και έπαιρνα παπούτσια και ρούχα.
Άκου να δεις, εγώ δεν έχω βγει ποτέ στη ζωή μου στο πρώτο πρόγραμμα ξεκούμπωτος στο σακάκι. Ποτέ. Τον είδες ποτέ τον Βοσκόπουλο να βγαίνει ξεκούμπωτος στη δουλειά; Είναι σεβασμός στον κόσμο. Γιατί τραγουδάς με το μικρόφωνο, σηκώνεται το σακάκι φαίνονται οι κοιλιές, τα αυτά, δεν το κάνω ποτέ αυτό.
Πήγαινα, λοιπόν, στο παλιό αεροδρόμιο, έμπαινα στο αεροπλάνο και καθόμουν ένα βράδυ στο Μιλάνο για να ψωνίσω. Και με πήγαιναν στα μαγαζιά κάτι Ελληνόπουλα που σπουδάζανε εκεί. Και μάλιστα με πήγαιναν και στο εργοστάσιο που ήταν μιάμιση ώρα από εκεί, και τα έπαιρνα στη μισή τιμή -γιατί έπαιρνα πολλά.
Έπαιρνα παπούτσια και ρούχα ιταλικά, που ακόμα δεν έχουν χαλάσει. Όταν δουλεύεις, είσαι όνομα και παίρνεις λεφτά και δεν πας να πάρεις να ντυθείς, δεν κάνει ρε αδερφέ να πούμε. Εγώ έχω αρρώστια με τα παπούτσια.
Για το “Μοναξιά μου όλα” που κάνατε με τους Πυξ Λαξ ξέχασα να ρωτήσω.
Με πήρε ο παραγωγός ο Άγγελος Σφακιανάκης από τη Lyra και μου λέει “μας θέλουν τα παιδιά, είναι στο στούντιο”. Πήγα εγώ, το άκουσα, το τελειώσαμε, αλλά στο τέλος έπαιζε μια κιθάρα που δεν έδινε αυτό το χρώμα που έπρεπε. Λέω σ’ αυτόν με την κιθάρα (σ.σ. μάλλον στον Πλιάτσικα) “μου επιτρέπεις να κάνω κάτι; Και αν σου αρέσει το κρατάς”. Και έκανα αυτό το πράγμα το “αααααααα” (σ.σ. τραγουδάει έναν αμανέ). “Αμάν” κάνανε, και το κρατήσανε.
Κάτι τελευταίο. Ποδόσφαιρο βλέπετε;
Κοίταξε ο πατέρας μου ήταν Παναθηναϊκός αλλά εγώ δεν είμαι τίποτα. Κάτι κασέτες έβλεπα μόνο παλιά με τον Πελέ, με τον Μαραντόνα κλπ.
Τώρα μόνο άμα έχει τον Μέσι στην τηλεόραση κάθομαι και τον βλέπω.
Πηγή news247.gr