«SOS από τη Λακωνία. Τελευταία φορά. Δεν μπορώ να μείνω πια στην καμπίνα του ασυρμάτου. Αφήνουμε το πλοίο. Παρακαλώ βοηθήστε άμεσα».
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του καπετάνιου Μάνθου Ζαρμπή, από τον ασύρματο του ελληνικού υπερωκεάνιου «Λακωνία», το οποίο έγινε πρώτο θέμα στα διεθνή μέσα ενημέρωσης τα Χριστούγεννα του 1963.
Το πλοίο της εταιρίας «Greek Line» ήταν το κόσμημα της εποχής και εκτελούσε την πολυδιαφημισμένη και πανάκριβη, για τη δεκαετία του ’60, κρουαζιέρα με αφετηρία το Σαουθάμπτον και προορισμό το εξωτικό νησί της Πορτογαλίας, τη Μαδέρα.
Στο υπερπολυτελές κρουαζιερόπλοιο επέβαιναν 1041 άνθρωποι. Οι περισσότεροι από τους 646 επιβάτες ήταν Βρετανοί μεγαλοαστοί, ενώ η πλειονότητα των 395 μελών του πληρώματος Έλληνες. Λέγεται ότι το φθηνότερο εισιτήριο, κόστιζε 5.544 δραχμές, ποσό που εκείνη την εποχή αντιστοιχούσε σε περίπου τέσσερα μηνιάτικα.
Το καράβι έπλεε στον Ατλαντικό και είχε πλησιάσει στα 150 ναυτικά μίλια τη Μαδέρα, όταν το ταξίδι αναψυχής μετατράπηκε σε αγώνα επιβίωσης. Μετά από ταξίδι τριών ημερών, στις 22 Δεκεμβρίου του ’63, ξέσπασε πυρκαγιά.
Η εορταστική ατμόσφαιρα εξελίχθηκε σε πύρινο εφιάλτη, καθώς η φωτιά εξαπλώθηκε σε όλο το σκάφος, πυροδοτώντας πολλαπλές εκρήξεις. Ο τρόμος και ο πανικός συνέθεσαν ένα σκηνικό απόλυτου χάους. Εικόνες φρίκης εκτυλίχθηκαν πάνω στο φλεγόμενο υπερωκεάνειο, στο οποίο επέβαιναν 2 βρέφη και 30 παιδιά.
Ο τραγικός απολογισμός ήταν 128 νεκροί, 95 επιβάτες και 33 μέλη του πληρώματος. Και κατά την επίσημη εκδοχή, όλα ξεκίνησαν από ένα σπινθήρα του σεσουάρ στο κομμωτήριο του πλοίου…
Το τελευταίο σήμα εξέπεμψε 2.22 ώρα Ελλάδας από τον έμπειρο Έλληνα καπετάνιο, που είχε 34 χρόνια υπηρεσίας στις θάλασσες.
Ο κυβερνήτης διασώθηκε, μολονότι ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που εγκατέλειψε το πλοίο. Για μιάμιση ώρα πάλεψε με τις φλόγες, προσπαθώντας να επιβάλλει στοιχειώδη τάξη και να σώσει ζωές.
Οι συνθήκες ήταν άκρως αντίξοες. Το πυρακτωμένο κρουαζεριόπλοιο δε μπορούσαν να πλησιάσουν άλλα σκάφη για να προφέρουν βοήθεια, καθώς το ενδεχόμενο εκρήξεων των αποθηκών ακάθαρτου πετρελαίου και άλλων υγρών καυσίμων ήταν πιθανό.
«Τα πλοία που ήλθαν για να βοηθήσουν, περισυνέλεξαν ναυαγούς από τη θάλασσα, χωρίς να πλησιάζουν το πλοίο», επιβεβαίωσε με δραματικό τόνο ο Μάνθος Ζαρμπής κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα.
Ο εξουθενωμένος κυβερνήτης απέδωσε και σε ένα άλλο λόγο την τραγική αμέλεια των τριών πλοίων, που είχαν από νωρίς ορατότητα με το «Λακωνία». Η πυρκαγιά φαινόταν από μακριά τόσο μεγάλη και ορμητική, που τα πληρώματά τους θεώρησαν ότι είναι πολύ δύσκολο να υπάρχουν επιζήσαντες.
«Τα πρώτα δύο πλοία που κατέφθασαν στον τόπο του ναυαγίου, για 12 ώρες μας παρακολουθούσαν άπρακτα χωρίς να μας αποστέλλουν λέμβους», δήλωσε ο Ολλανδός εφαρμοστής, μέλος του πληρώματος, Ραλφ Πιου.
Έτσι χάθηκαν κάποιες ζωές στη θάλασσα. Σύμφωνα με την επίσημη ενημέρωση, από τους 128 νεκρούς, οι 53 πέθαναν από την φωτιά ενώ οι υπόλοιποι από πνιγμό ή τραυματισμό, στην ώρα του πανικού. Οι διασωθέντες ναυαγοί περισυνελέγησαν από ένα βρετανικό, δύο αμερικάνικα και ένα πακιστανικό πλοίο.
Η τραγωδία στον Ατλαντικό ήταν για ένα τριήμερο πρώτο θέμα στο διεθνή Τύπο, με συνεχείς ανταποκρίσεις και κινηματογράφηση του φλεγόμενου πλοίου.
Οι εκδοχές για την αιτία που προκάλεσε το κακό ήταν δύο. Η μία έκανε λόγο για σαμποτάζ, με τους υποστηρικτές της να επικαλούνται την ύπαρξη φωτιάς σε τρία διαφορετικά σημεία του πλοίου.
Ο Κύπριος θαλαμηπόλος Γ. Δημόκριτος κατέθεσε ότι εστία της πυρκαγιάς δεν ήταν μόνο το κουρείο, αλλά το μηχανοστάσιο και άλλο ένα σημείο ακόμα. Την άποψη του συμμερίστηκαν κάποια άλλα μέλη του πληρώματος και πολλοί επιβάτες. Ο καπετάνιος ανέφερε από την αρχή ότι η φωτιά προήλθε μόνο μόνο το κουρείο.
Ο επιβάτης Ηλίας Μεταξάς, που προθυμοποιήθηκε να καταθέσει, έδειξε δυσπιστία στο σενάριο του σεσουάρ. «Οι φήμες μεταξύ του πληρώματος ήταν ότι η φωτιά ξεκίνησε από το κομμωτήριο, διότι τάχα, το ψαλίδι με το οποίο οι κυρίες κατσαρώνουν τα μαλλιά τους, είχε ξεχαστεί στην πρίζα και πυρακτώθηκε. Με το μπότζι του πλοίου κατρακύλησε από το τραπέζι έπεσε κάτω και πήρε φωτιά το χαλί ή η κουρτίνα. Αυτό ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε, από όσο ξέρω».
Από όπου κι αν προήλθε η φωτιά, αυτό στο οποίο συμφώνησαν όλοι είναι ότι πήρε τέτοιες διαστάσεις επειδή άργησε πολύ να γίνει αντιληπτή. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν εκδηλώθηκε και όπως είθισται να συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, ο αιφνιδιασμός και ο πανικός υπήρξαν οι καλύτεροι σύμμαχοι της επερχόμενης καταστροφής.
Με πληροφορίες και φωτογραφίες από το: mixanitouxronou.gr, menshouse