Έφυγε από τη ζωή και κηδεύθηκε την Κυριακή στο Νεκροταφείο Π. Φαλήρου η λογοτέχνιδα και μεταφράστρια λογοτεχνίας Καίτη Βαλέτα.
Η Καίτη – κόρη του Γρηγόρη και της Γεωργίας Παυλάκου – γεννήθηκε στις Κροκεές Λακωνίας, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Στοματολογικό Ινστιτούτο στο Παρίσι και εργάσθηκε ως οδοντίατρος.
Παντρεμένη με τον πολυβραβευμένο συγγραφέα Κώστα Βαλέτα, ασχολήθηκε και η ίδια με τη λογοτεχνία κυρίως μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Αιολικά Γράμματα» και τα «Ανθολόγια» του ιστορικού περιοδικού, ενώ για πολλά χρόνια επιδόθηκε στις μεταφράσεις έργων της παγκόσμιας γραμματείας από τη γαλλική γλώσσα.
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε και η δράση της στις διοργανώσεις των καθιερωμένων διεθνών λογοτεχνικών συνεδρίων της Λέσβου με τη συνεργασία των αυτοδιοικητικών φορέων, του «Γραμματολογικού Κέντρου Νέου Ελληνισμού», της «Φιλολογικής Στέγης Εφταλιώτη» της «Εταιρείας Αιολικών Μελετών», της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Λογοτεχνίας – A.I.C.L. Paris, υπό την αιγίδα της UNESCO και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Τέχνης της Ελλάδος – EUARCE.
Η Καίτη Βαλέτα, η σοπράνο Πίτσα Φωτιάδου και ο πρέσβης Δημήτρης Ηλιόπουλος
Έγραψε τις συλλογές διηγημάτων «Η χρυσαλίδα και ο γυρίνος», 2012 και «Άναστρη νύχτα», 2016. Για το τελευταίο, ο ποιητής Ευάγγελος Ανδρέου σημειώνει σε σχετικό κριτικό άρθρο του στα «Αιολικά Γράμματα»:
«Δεν είναι η πεζογράφος του ”θέματος” αλλά η πλάστρια του τρόπου της έντεχνης αναγωγής του. Διότι ακριβώς τούτο είναι η λογοτεχνία. Μιά συνήθη βιωματική εικόνα, μιά ορατή λεπτομέρεια, ένα απλό ταξίδι πετυχαίνει να το μετουσιώσει, αποκαλύπτοντας το ουσιαστικό του περιεχόμενο, αναδεικνύοντας αξίες της φύσης του, που άλλως περνούν απαρατήρητες κι αδιάφορες.
Ανακαλύπτει απρόσμενο κόσμο και διάκοσμο πραγμάτων και τον ανεβάζει στην επιφάνεια του διηγηματικού φωτός δίχως την επιτήδευση να εντυπωσιάσει αλλά με την αυθορμησία που δίδει σταλάγματα συγκινήσεων πρώτα στην ίδια και κατόπιν στον διαβαστή.
Το ύφος της δεν «μαστιγώνει», δεν αναταράσσει, δεν ”κουδουνίζει”, δεν ”ιδεολογεί”. Το σώμα του κειμένου της δεν είναι το στρώμα μήτε του μυστηρίου, μήτε του ανατρεπτικού.
Είναι το υπόστεγο του πράου, του απλού, του νηνέμου. Έχει την ατμόσφαιρα του οικεία κοινωνικού ή του κοινωνικά οικείου. Έχει τη ζέστα ενός φίλιου αίματος που οικοδομεί τη στιχομυθία και την περιγραφή στο επίπεδο της ανθρωπιάς, χωρίς επίμονες εξάρσεις και «εφετζίδικες» αναποδιές σαν κι αυτές που γιομίζουν το τρύπιο σακί της τάχατες λογοτεχνίας του καιρού μας».