1. Η Νηστεία, έλεγεν ο Αββάς Υπερέχιος, είναι χαλινάρι που συγκρατεί τις κατώτερες ορμές. Όποιος την περιφρονεί, μοιάζει με αχαλίνωτο άλογο.
2. Ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός, συμβουλεύοντας τούς νεωτέρους αδελφούς ν’ αγαπήσουν την νηστεία, τούς έλεγε συχνά:
Ο καλός στρατηγός, που επιχειρεί να καταλάβη μια πόλι εχθρική, γερά οχυρωμένη, κάνει αποκλεισμό στις τροφές και στο νερό. Μ’ αυτόν τον τρόπο ατονεί η αντίστασις του εχθρού και τέλος παραδίδεται. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τις σαρκικές ορμές, που ανελέητα πολεμούν τον άνθρωπο στην νεότητά του. Η ευλογημένη νηστεία καταβάλλει τα πάθη και τούς δαίμονας και τελικά τ’ απομακρύνη από τον αγωνιστή. Και το πανίσχυρο λιοντάρι, τούς έλεγε άλλη φορά, συχνά από τη λαιμαργία του πέφτει στην παγίδα κι’ όλη του η δύναμι κι’ η μεγαλοπρέπεια εξαφανίζονται.
3. Ανέβασαν κάποτε στην σκήτη των Πατέρων ένα δαιμονισμένο νέο, για να τον θεραπεύσουν με την προσευχή τους. Εκείνοι όμως, από ταπείνωσι, απόφευγαν. Πολύ καιρό βασανιζόταν έτσι ο δυστυχισμένος άνθρωπος, ώσπου κάποιος Γέρων τον ελυπήθη, τον σταύρωσε με τον ξύλινο σταυρό, που είχε στην ζώνη του, κι’ έδιωξε το πονηρό πνεύμα. – Αφού με βγάζεις από την κατοικία μου, του είπε εκείνο, θα μπω μέσα σου. – Έλα, του αποκρίθηκε θαρραλέα ο Γέροντας.
Έτσι μπήκε μέσα του το δαιμόνιο και τον βασάνιζε δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Ο Όσιος υπόμενε με καρτερία τον πόλεμο, αλλά αντιπολεμούσε κι’ εκείνος τον εχθρό, με υπεράνθρωπη νηστεία και ακατάπαυστη προσευχή. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έβαλε ούτε μια φορά στο στόμα του τροφή, μασούσε μόνο λίγα κουκούτσια από φοίνικες κάθε βράδυ και κατάπινε τον χυμό τους. Νικημένο τέλος το δαιμόνιο, από τον ακατάπαυστο αγώνα του Γέροντος, τον ελευθέρωσε. – Γιατί φεύγεις; τον ρώτησε εκείνος, κανένας δε σε διώχνει. – Με αφάνισε η νηστεία σου, αποκρίθηκε εκείνο κι’ έγινε άφαντο.
4. Μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού πήγε στο κελλί του Αββά Ησαΐου ο Αββάς Αχιλλάς και τον βρήκε να τρώγη. Είχε βάλει νερό κι’ αλάτι στο πιάτο και βουτούσε το ψωμί του. Μόλις είδε τον συνασκητή του, έκρυψε με τρόπο το πιάτο κάτω από το ψαθί που έπλεκε, για να μη τον σκανδαλίση. Τέτοια πολυτέλεια ήταν άγνωστη στη σκήτη. – Τι τρως, αδελφέ; τον ρώτησε ο Αββάς Αχιλλάς, που τον έβλεπε ακόμη να μασά, χωρίς να έχη τίποτε μπροστά του.
– Συγχώρησέ με, Πάτερ, είπε κοκκινίζοντας από ντροπή ο Αββάς Ησαΐας. Έκοβα φοινικόφυλλα στον ήλιο και ξεράθηκε ο λάρυγγάς μου, γι’ αυτό έβαλα νερό στο αλάτι μου, για να μπορώ να καταπιώ. Σαν τ’ άκουσε ο άλλος ασκητής, έβαλε τις φωνές: – Ελάτε να ιδήτε τον Ησαΐα να τρώγη ζωμό στη σκήτη. Αν ήθελες τέτοια καλοφαγία, αδελφέ, καλά θα έκανες να γύριζες στην Αίγυπτο.
5. Μερικοί νέοι ευσεβείς ανέβηκαν στη σκήτη για να επισκεφθούν κάποιο γνωστό τους Γέροντα. Επειδή θα έμεναν κοντά του όλη μέρα, του ζήτησαν λίγο λάδι να μαγειρέψουν τα όσπρια, που είχαν πάρει μαζί τους για να φάνε. – Να εκεί κρέμεται το φλασκί, που μου είχατε φέρει δώρο πριν τρία χρόνια, τούς έδειξε ο Γέροντας. Πάρετε όσο θέλετε. – Όταν το ξεκρέμασαν, είδαν πως το φλασκί ήταν ακόμη σφραγισμένο και θαύμασαν τη νηστεία του Οσίου.
6. Τόσο πολύ είχε εξασκηθή στην νηστεία ο Όσιος Μάρκος ο Αναχωρητής, έλεγαν οι Γέροντες, ώστε κατώρθωνε να μένη άσιτος επί ολόκληρες εβδομάδες συνεχώς, χωρίς να ατονή το σώμα του. Εξήντα τρία χρόνια που έμεινε στην έρημο, ημέρα και νύκτα εργοχειρούσε, για να ελεή τούς πτωχούς Ερημίτας. Δώρο δε δέχτηκε ποτέ του από κανένα. Αν κάποιος, περαστικός από την καλύβα του, του έδινε κάτι, ο Αββάς τον ευχαριστούσε για την καλή του πρόθεσι, μα δεν έπαιρνε το δώρο.
– Δεν μου χρειάζεται, αδελφέ, του έλεγε. Ας έχη δόξα ο Κύριος μου που μου δίνει ακόμη δύναμι να εργάζωμαι, για να τρέφω τον εαυτό μου κι’ εκείνους που μ’ επισκέπτονται. 7. Ένας αρχάριος μοναχός συμβουλεύτηκε κάποιο διακριτικό Γέροντα, ποιο μέτρο ν’ ακολουθήση στη νηστεία. – Απόφευγε τις υπερβολές, τέκνον μου, τον συμβούλεψε εκείνος. Πολλοί δοκίμασαν να νηστέψουν πάνω από τις δυνάμεις τους και δεν άντεξαν για πολύ καιρό.
8. Ρώτησαν οι Γέροντες τον Όσιο Μακάριο πως συνέβαινε να είναι το σώμα του πάντοτε λιπόσαρκο κι’ όταν νήστευε κι’ όταν έτρωγε. – Το ξύλο που ανακατεύει τ’ αναμμένα φρύγανα, τούς έλεγε εκείνος, κατατρώγεται από τη φωτιά κι’ είναι κατάξερο. Κι’ όταν η φλόγα του θείου φόβου κατακαίη την καρδιά του ανθρώπου, ξηραίνεται το σώμα του.