Ο Ντίνος Ηλιόπουλος αποτελεί μια διαχρονική αξία ως ηθοποιός, με τον κορυφαίο κωμικό να είναι μια από τις πιο αγαπητές προσωπικότητες, περνώντας όμως μια… άσωτη ζωή.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος ήταν από τους πιο αγαπητούς κωμικούς του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ο ηθοποιός γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια στις 12 Ιουνίου 1915 και μεγάλωσε στην κοσμοπολίτικη Μασσαλία.
Εκεί ήρθε σε επαφή με την έβδομη τέχνη και γοητεύτηκε. Όλο το χαρτζιλίκι του το ξόδευε για να βλέπει ταινίες. Η οικογένειά του επέστρεψε στην Ελλάδα και ενήλικος πια, δοκίμασε διάφορα επαγγέλματα. Η επιθυμία του όμως ήταν να γίνει ηθοποιός και έτσι έδωσε εξετάσεις στο εθνικό θέατρο.
Οι εξεταστές τον απέρριψαν με το επιχείρημα ότι δεν ήταν αρκετά ταλαντούχος. Οι συνάδελφοι του και ο ίδιος ισχυρίζονται ότι κόπηκε εξαιτίας της υποτονικής παρουσίας του, καθώς εκείνη την εποχή ήθελαν τους υποψηφίους ηθοποιούς να είναι επιβλητικοί έως και πομπώδεις. Ο Ηλιόπουλος όμως δεν το έβαλε κάτω. Σύντομα κατάφερε να μιλούν όλοι για τον αδύνατο νεαρό με την αστεία μύτη.
Στις περισσότερες ταινίες που συμμετείχε, επιδείκνυε τις χορευτικές του φιγούρες, τις οποίες, κατά δήλωση του, είχε αντιγράψει από τους αγαπημένους του, Φρεντ Αστέρ και Τζιν Κέλλυ. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος αγαπούσε τον χορό και τη διασκέδαση. Τα πάρτι που διοργάνωνε ήταν θρυλικά για το κέφι και το ξεφάντωμα. Ήταν λάτρης του γυναικείου φύλου και υπήρξε μέγας καρδιοκατακτητής.
Ο ηθοποιός τη δεκαετία του ’60 σχεδόν χρεοκόπησε όταν αποφάσισε να γίνει θεατρικός επιχειρηματίας. Αν και είχε σπουδάσει οικονομικά, δεν ήξερε και πολλά από διαχείριση, ούτε και ήταν ο άτεγκτος εργοδότης, με αποτέλεσμα να κινδυνέψει να χάσει όλη την περιουσία του. Για να ορθοποδήσει έφυγε για την Αμερική, όπου εργάστηκε για περίπου δύο χρόνια. Επέστρεψε στην Ελλάδα και συνέχισε την επιτυχημένη καριέρα του. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος έφυγε από τη ζωή στις 4 Ιουνίου του 2001 μετά από μακρά νοσηλεία. Ήταν 88 ετών. Ο ίδιος ευγενής πάντα και με χιούμορ, μάλλον μακάβριο στην προκειμένη περίπτωση, ζήτησε στο μνήμα του να γραφτεί η εξής φράση: «Με συγχωρείτε κυρίες μου που δεν μπορώ να σηκωθώ».
Πώς έφτασε στην πτώχευση
Το 1963 ο Έλληνας «Φρεντ Αστέρ» πήρε την απόφαση να αποκτήσει δικό του θέατρο. Ήταν το «Γκλόρια», στο οποίο ήλπιζε ότι θα πραγματοποιούσε όλες τις καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες. Όμως, η σχέση του με το χρήμα ήταν τραγική, παρά το γεγονός ότι είχε σπουδάσει οικονομικά. Έτσι, διεύθυνε το θέατρο μόνο με το φιλότιμο και όχι με οικονομικό σχεδιασμό.
Για παράδειγμα, όταν ανέβαζε παραστάσεις που απαιτούσαν 5-6 ηθοποιούς, αυτός προσλάμβανε 15, ώστε να δώσει μεροκάματο σε κάποιον άνεργο συνάδελφο ή φίλο του. Επίσης, ως θιασάρχης ελεύθερου θεάτρου πλήρωνε πάντα τις πρόβες και το φαγητό των ηθοποιών, όταν σχεδόν κανένας άλλος επιχειρηματίας του χώρου δεν το έκανε. Την ίδια λογική είχε και όταν διαπραγματευόταν την αμοιβή του, για τη συμμετοχή του σε μια εμπορική ταινία. Η γυναίκα του πάντα του έλεγε «πήρες λίγα», διαπίστωση που έκανε και ο ίδιος σε συνέντευξη που έδωσε το 1993 στο περιοδικό «Ε» της Ελευθεροτυπίας. «Αισθάνομαι ότι πάντα λείπει ένα μηδενικό από την αξία μου, στο τέλος του αριθμού της αμοιβής μου».
Το 1966 ο Ηλιόπουλος ανέβασε το θεατρικό έργο «Κονσέρτο για Τρομπόνι». Το κοινό είδε έναν άλλο ηθοποιό από αυτόν που είχε αγαπήσει. Στην παράσταση σουρεαλιστικού περιεχομένου, που έπεφτε «βαριά» για τα δεδομένα της εποχής, ο δημοφιλής ηθοποιός εμφανιζόταν φορώντας ξανθιά περούκα με μπούκλες. Κανείς δεν ήθελε να βλέπει αυτόν τον «διαφορετικό» Ηλιόπουλο. Η αποτυχία ήρθε άμεσα. Κάθε παράσταση πήγαινε χειρότερα από την προηγούμενη. O Ντίνος Ηλιόπουλος πλήρωνε τους ηθοποιούς και άφραγκος γυρνούσε σπίτι με τα πόδια.
Ο ελληνικός κινηματογράφος «είχε πάρει την κάτω βόλτα» και σε κάποια μεγάλα στούντιο της εποχής δεν ήταν αρεστός. Γι’ αυτό αναγκαζόταν να παίζει στα θέατρα ακόμη δεύτερους ή τρίτους ρόλους, δίπλα σε άγνωστες σταρλετίτσες της δεκαετίας του ’70.
Για τον μεγάλο ηθοποιό υπήρχε μόνο μια λύση. Να ξενιτευτεί στην Αμερική και τον Καναδά για να καταφέρει να «ξελασπώσει» οικονομικά. Άφησε πίσω του δύο μωρά παιδιά, τη γυναίκα, τους φίλους του και όλα όσα είχε αγαπήσει όταν πρωτοήρθε από τη Μασσαλία στην Ελλάδα. Με τον θίασο που σχημάτισε, έπαιξε σε 60 πολιτείες τα έργα Θεσμοφοριάζουσες, Ζητείται Ψεύτης, Το Δικαστήριο των Γυναικών, Ο Αριστοφάνης συναντά το Ζορμπά και Ο κόσμος ανάποδα. Στα σχεδόν δύο χρόνια που έλειψε, κατάφερε να ισορροπήσει οικονομικά.
Γυρνώντας στην Ελλάδα, συνέχισε και πάλι τη σπουδαία καριέρα του, δίπλα στα μεγάλα ονόματα του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ο άνθρωπος που χάρισε απλόχερα το γέλιο, πρωταγωνίστησε στο πιο κακόγουστο αστείο της μοίρας. Στην πτώχευσή του.