Ο ένδοξος Μάρτυς Σεβαστιανός και οι μετ’ αυτού συναθλήσαντες, ήσαν κατά τον καιρό των αντιχρίστων βασιλέων Διοκλητιανού (284-305) και Μαξιμιανού (286-305).
Ο Άγιος Σεβαστιανός ενθαρρύνει τους μάρτυρας
Αυτός ο τόσον σεβαστός Σεβαστιανός ήταν άνθρωπος ξακουστός και φημισμένος στην μεγάλη πόλη των Μεδιολάνων και τόσην εκτίμηση είχανε σ’ αυτόν οι τύραννοι, ώστε τον είχανε πιστότατο φίλο.
Είχε δε τόσες ικανότητες και τόση υψηλή οικογενειακή καταγωγή, ώστε ο αυτοκράτωρ Διοκλητιανός, τον είχε κάνει στρατηγό. Έκανε δε πολύ καλά την υπηρεσία του αυτή, αν και ήταν στα κρυφά Χριστιανός.
Ήταν στα κρυφά, όχι διότι φοβόταν τα τρομερά βασανιστήρια, αλλά γιατί ήθελε να βοηθά τους πιστούς. Εφόσον νομιζότανε ασεβής, μπορούσε να βρίσκεται κοντά στους αθλοφόρους μάρτυρες, όπου τους έδινε θάρρος κατά το μαρτύρια τους και τραβούσε έτσι πολλούς στην πίστη του Χριστού.
Το μαρτύριο του Μαρκελλίνου και Μάρκου
Μ’ αυτήν την προσπάθεια κατόρθωσε να σώσει και να οδηγήσει στην αθανασία δύο αδελφούς περίφημους, πρώτους στη Ρώμη, τον Μαρκελλίνο και τον Μάρκο.
Αυτοί είχαν πατέρα τον Τραγκλίνο, μητέρα δε την Μαρκία, και όπως ήταν κατά σάρκα αδελφοί, έτσι και στην πίστη είχαν στερεά και ανίκητη γνώμη.
Αυτούς βασάνισε απάνθρωπα ο Χρημάτιος, ο έπαρχος της Πόλεως με φρικτά βασανιστήρια, αφού δεν μπόρεσε να τους νικήσει, ούτε με φοβέρες ούτε με κολακείες, ούτε με την αγάπη των συγγενών τους.
Τους καταδίκασε τότε σε θάνατο με προθεσμία! Τριάντα ημερών. Διέταξε επίσης να δημευθή όλη η περιουσία τους χωρίς να λάβουν τίποτε οι συγγενείς τους. Αντίθετα διατάχθηκαν οι συγγενείς να πηγαίνουν κάθε μέρα να τους βλέπουν και να προσπαθούν ,με λόγια και δάκρυα να τους αλλάξουν γνώμη.
Ο Σεβαστιανός βλέποντας αυτά, φοβήθηκε μήπως η ανθρώπινη αδυναμία προδώσει την ευσέβεια τους και την πίστη τους.
Φοβήθηκε μήπως λυγίσουν πάνω σ’ αυτό τον. κατακλυσμό των συγκινήσεων και αναγκάστηκε να φανερωθεί, για να τους στερεώσει στην πίστη τους.
Όταν ο Άγιος εμψύχωνε τους μάρτυρες, ακούστηκε μεγάλη και δυνατή φωνή, ήλθε δε φως λαμπρότατο από τον ουρανό και είδαν οι παρευρισκόμενοι συγχρόνως ε να νέο θαυμάσιο να κάθεται κοντά του.
Το πρόσωπό του και τα ενδύματα του λάμπανε τόσο, ώστε όλοι θαμπώθηκαν, και όλοι κατάλαβαν τότε ότι το γεγονός αυτό ήταν έργο της χάριτος του Θεού, που επιβεβαίωνε, ότι όσα έλεγε ο Άγιος ήταν αληθινά.
Ο Σεβαστιανός τους δίδασκε να μείνουν ως το τέλος ασάλευτοι στην πίστη τους. Όσοι ήσαν αβάπτιστοι τους είπε να νηστέψουν 23 ημέρες για να βαπτισθούν.
Όταν έμαθε αυτά ο Χρημάτιος, ο έπαρχος, φώναξε τον Νικόστρατο και τον ρώτησε, γιατί έφερε όλους τους φυλακισμένους στο σπίτι του. Αυτός του είπε, ότι τους έφερε για να βλέπουν όλοι τα βασανιστήρια των άλλων, να φοβούνται και έτσι να προσκυνούν τα είδωλα.
Όταν άκουσε αυτά ο Έπαρχος, του έπλεξε το εγκώμιο, γιατί έκαμε φρόνημα. Ο μακάριος όμως Νικόστρατος είχε ένα καρδιακό φίλο, αξιωματικό, Κλαύδιο ονόματι, που ήθελε να τον κάνει Χριστιανό.
Του είπε, λοιπόν, πολλά ψυχωφελή λόγια. Του έφερνε παράδειγμα τον άγιο Σεβαστιανό, που αρνήθηκε τη φιλία των βασιλέων, καταφρόνησε πλούτη, δόξα, αρχηγία και βρισκότανε τώρα με τους Χριστιανούς, για να τους παρακινεί στην ευσέβεια, όχι μονάχα με λόγια, αλλά και με θαύματα.
Η θαρραλέα ομολογία του Τραγκιλίνου – Ο διώκτης Έπαρχος πιστεύει
Όταν πέρασαν οι 30 ημέρες της προθεσμίας, ο έπαρχος κάλεσε τον Τραγκιλίνο τον δικαστή, μη ξέροντας ότι έγινε Χριστιανός εν τω μεταξύ. Τον ρώτησε για τους υιούς του, αν δέχονται να θυσιάσουν στα είδωλα. Αυτός του απάντησε:
Και εκείνοι είναι ευτυχισμένοι, διότι γνώρισαν την Αλήθεια και οδήγησαν και εμένα να γνωρίσω τον Παντοδύναμο Θεό, τον οποίον τώρα σας βεβαιώνω ότι προσκυνώ και σέβομαι εξ όλης μου της καρδίας.
Εάν, ευδοκείς να με ακούσεις με ησυχία και χωρίς να νευριάζεις, θα σου αποδείξω, ότι αυτός ο Σταυρωμένος Θεός είναι αληθινός, είναι ο Βασιλεύς όλης της κτίσεως.
Όταν άκουσε αυτά ο έπαρχος, άρχισε να φωτίζεται στην ψυχή και ρωτά τον Μάρτυρα.
Λέγε μου, άνθρωπε, με θάρρος τα του Θεού σου, γιατί θέλω κι’ εγώ να καταλάβω την αλήθεια. Επειδή είπε ο Τραγκιλίνος η καλοσύνη σου μου δίνει την άδεια, άκουσε με λίγα λόγια αυτό το μυστήριο της θείας Οικονομίας.
Όταν ο έπαρχος έμαθε όλα αυτά, έμεινε για πολλή ώρα αμίλητος και θαμπωμένος γιατί γνώρισε την μεγάλη αλήθεια.
Έπειτα ζήτησε από τον Τραγκιλίνο να του φέρει δύο χριστιανούς για να τον βαπτίσουν καθώς και αυτός πίστεψε στον Αληθινό Θεό. Και έτσι έγινε. Την επόμενη μέρα ο Έπαρχος βαπτίστηκε.
Πιστεύει και ο διστακτικός υιός του Τιβούρτιος
Ο Σεβαστιανός όμως γνώρισε από θεία έμπνευση ότι ο υιός του επάρχου, Τιβούρτιος, ήταν ακόμη αμφίβολος στην πίστη. Κράτησε, λοιπόν, ο Τιβούρτιος ένα είδωλο. Δεν ήθελενα το καταστρέψει, πριν να θεραπευθεί ο πατέρας του.
Ο Άγιος όμως του είπε να μη αμφιβάλλει, αλλά να το κομματιάσει για να δει τα θαυμάσια του Θεού. Τότε ο Τιβούρτιος άναψε φωτιά και λέγει:
—Να! Το κομματιάζω, αφού το διατάζετε, αυτό το πιο αγαπημένο μου είδωλο, με μια συμφωνία όμως.
Αν δεν γιατρευτεί ο πατέρας μου, θα ρίξω και σας σ’ αυτή την φωτιά. Μόλις όμως το μιαρό εκείνο αγαλματάκι άρχισε να λιώνει στην φωτιά, ένα φως θεϊκό έλαμψε στον Χρημάτιο.
Παρουσιάσθηκε ένας πολύ ωραίος και λαμπρός νεανίας και του είπε:
—Είσαι ευτυχής, που πίστεψες στο Χριστό. Αυτός μ’ έστειλε να γιατρέψει την αρρώστια σου.
Δεν απόσωσε τα λόγια του και ο άρρωστος έγινε καλά! Τότε ο Τιβούρτιος μαγεμένος από το καταπληκτικό αυτό θαύμα, έπεσε στα πόδια των μαρτύρων, ζητώντας το σωτήριο βάπτισμα.
Οι δε Άγιοι τους ετοίμασαν με νηστεία και προσευχή και τους βαπτίσαν όλους.
Τότε ο έπαρχος, πριν να μάθη ο βασιλιάς τα γεγονότα αυτά, πούλησε όλα τα υπάρχοντα του, μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς Χριστιανούς, ελευθέρωσε τους δούλους του, τακτοποίησε όλες τις υποθέσεις του και ακολούθησε τους Χριστιανούς. Διδασκότανε από αυτούς τα της πίστεως.
Όταν έμαθε αυτά ο Αρχιεπίσκοπος της Ρώμης Γάιος, έτρεξε σ’ αυτόν. Έπειτα, γνωρίζοντας ότι η φήμη διαδόθηκε και ότι ύστερα από λίγες ημέρες θα διορίζανε καινούργιο έπαρχο, που θα τους θανάτωνε όλους, τους συμβούλεψε να μοιρασθούν σε δύο ομάδες.
Η μια να μείνει στην πόλη για να μαρτυρήσει συντομότερα και η άλλη να φύγει από την πάλι για να κρυφθεί και να γλυτώσει.
Ο Αρχιεπίσκοπος διέταξε, τον Πολύκαρπο να πάει έξω με τους αδελφούς, για να τους ποιμαίνει σαν ιερεύς, ο δε Σεβαστιανός, να παραμείνει σαν γενναίος στρατιώτης, να προστατεύει και δυναμώνει τους μάρτυρες.
Έτσι έφυγε ό Πολύκαρπος με τους μισούς Χριστιανούς και τον άλλοτε έπαρχο Χρημάτιο. Τότε ο Τιβούρτιος, ο υιός του έπαρχου, ένοιωσε ζωντανή την αγάπη του μαρτυρίου και παρακαλούσε τον Γάιο να τον συγχωρήσει και να τον αφήσει στην πόλη, για να βρει τον ποθούμενο θάνατο, για τον Χριστό. Όταν ο Αρχιερεύς είδε τον πόθο του νέου, του επέτρεψε…
Το Μαρτύριο της Ζωής
Πρώτη – πρώτη μαρτύρησε η μακάρια Ζωή η σύζυγος του Νικόστρατου. Αυτή πήγαινε στον ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, για να προσευχηθεί. Την έπιασαν όμως οι στρατιώτες, την έδεσαν και την έφεραν στον Άρχοντα τους.
Αυτός προσπάθησε να της γυρίσει το μυαλό με φοβερά βασανιστήρια. Όταν όμως είδε την δυνατή πίστη της, τότε διέταξε και την κρέμασαν με το κεφάλι κάτω και την κάπνιζαν με βρωμερή ύλη. Δεν άντεξε.
Ξεψύχησε πάνω στο μαρτύριο γενναία, καρτερική κι’ ευτυχισμένη. Όταν παρέδωσε την λευκή ψυχή της, της έδεσαν οι άπιστοι μια μεγάλη πέτρα στο λαιμό της και την πέταξαν στον Τίβερι ποταμό. Όταν όμως το έμαθαν οι Άγιοι, χάρηκαν για την δόξα της και την ευτυχία της.
Τα Μαρτύρια των Τραγκιλίνου, Νικοστράτου και Κλαυδίου
Ο Τραγκιλίνος έτρεξε κι αυτός στον Ναό των Αποστόλων, για να προσευχηθεί. Τον έπιασαν κι αυτόν οι ειδωλολάτρες. Έκαναν τα πάντα να τον αλλαξοπιστήσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Καμιά υπόσχεση και καμιά απειλή δεν μπόρεσε να τον λυγίσει.
Ύστερα από σειρά απειλών και βασανιστηρίων τον παρέλαβαν οι δήμιοι, τον λιθοβόλησαν και τον πέταξαν κι αυτόν στον ποταμό. Κατόπιν ο Νικόστρατος ο άνδρας της μακάριας Ζωής, πήγε στις όχθες του ποταμού με την ελπίδα, να βρει κάποιο λείψανο τους.
Πήγε μαζί με τον Κλαύδιο. Τους πιάσανε όμως εκεί και αυτούς οι στρατιώτες της ειδωλολατρικής Ρώμης, τους δέσανε και τους παραδώσανε στον καινούργιο Έπαρχο. Αυτός τους βασάνισε όσο πιο φρικτά μπορούσε χωρίς να επιτύχει τίποτε.
Τότε το ανέφερε στο βασιλιά. Εκείνος διέταξε να τους μαστιγώσουν ανελέητα επί τρεις συνεχείς φορές. Οι Μάρτυρες αυτοί όμως δεν προσκύνησαν στα είδωλα.
Τότε, έξαλλοι από οργή, τους κρέμασαν πέτρες μεγάλες στον λαιμό και τους πέταξαν στον Τίβερι. Παρέδωσαν έτσι οι μακάριοι τις άγιες ψυχές τους στα χέρια του Δημιουργού των.
Το Μαρτύριο του Τιβούρτιου
Κάποιος Κουρτουάτος, ασεβής και απαίσιος άνθρωπος προσποιήθηκε ότι ήταν χριστιανός, ενώθηκε με τους Αγίους για να τους προδώσει, στην κατάλληλη στιγμή. Μια μέρα, βλέποντας τον Τιβούρτιο να προσεύχεται στον ναό, τον παρέδωσε στον έπαρχο.
Έπειτα ο έπαρχος και διέταξε να φέρουν αναμμένα κάρβουνα και του είπε:
—Διάλεξε ένα από τα δύο. Ή θα προσκυνήσεις τους θεούς ή θα πατήσεις ξυπόλυτος επάνω στα κάρβουνα!
Ο Άγιος έκανε τότε τον σταυρό του, στάθηκε επάνω στα αναμμένα κάρβουνα και είπε:
—Βλέπω τώρα την δύναμη της πίστεώς μου και μάθε, ότι αληθινός Θεός είναι ο δικός μου. Εκείνος μας βοηθάει κι’ όταν πατάμε πάνω σε φίδια και σκορπιούς. Η δύναμις του είναι ασύγκριτη. Γίνε και συ μαθητής του και άφησε την πλάνη.
Βλέποντας όμως ο έπαρχος, ότι στεκόταν άβλαβής επί πολλή ώρα στα κάρβουνα, φοβήθηκε μήπως κάνει και κανένα άλλο θαύμα και παρασύρει πολλούς στον Χριστιανισμό.
Γι αυτό διέταξε δια του ξίφος θάνατο και έτσι ο Τιβούρτιος παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.
Ο Μάρτυς Κάστουλος
Τότε έφεραν τον Κάστουλο, που είχε τους Αγίους στο σπίτι του. Τον βασάνισαν προηγουμένως απάνθρωπα και τον έθαψαν κατόπιν ζωντανό σε λάκκο. Εκεί και παρέδωσε την αγία ψυχή του.
Ο Μάρτυς Μαρκελλίνος και Μάρκος
Έπειτα έφεραν τον γενναίο Μαρκελλίνο και τον Μάρκο. Τους έβαλαν καρφιά στα πόδια των και τους ανάγκαζαν να κάθονται όρθιοι, για να βυθίζονται περισσότερο τα καρφιά στις σάρκες των.
Υπέφεραν οι μακάριοι τρομερά βάσανα και δυνατούς πόνους, αλλά παρ’ όλα αυτά έψαλλαν κομμάτια από τους ψαλμούς.
Τότε τους κτύπησαν, τους κέντησαν, όπως και τον Κύριο, στις πλευρές των και έτσι παρέδωσαν και αυτοί την αγία ψυχή των στον Κύριο. Κατά παρόμοιο ν τρόπον θανατώθηκαν όλοι οι άλλοι Άγιοι και επήγαν κοντά στον Λυτρωτή μας.
Το Μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού
Τον γενναιότατο Σεβαστιανό τον άφησαν οι ασεβείς τελευταίον. Ήθελαν να τον βασανίσουν διαφορετικά, μήπως τον πείσουν ν’ αρνηθεί την πίστη του. Έδιναν μεγάλη σημασία στην προσωπικότητα του κι ήθελαν να τον κερδίσουν…
Ο Διοκλητιανός διέταξε να τον φέρουν στο κριτήριο του για να αντιμετωπίσει μόνος του το ζήτημα. Ήθελε να διαμόρφωση δική του γνώμη.
Όμως έβλεπε τον Άγιο σταθερό και αμετακίνητο στην Αληθινή Πίστη και αμέσως προστάζει να δέσουν τον Άγιο σε πάσσαλο, σε μέρος του πεδίου σκοποβολής, σαν στόχο, και να τον σημαδεύουν απ όλα τα σημεία, έως ότου να σκεπασθεί το σώμα του από βέλη.
Στον τόπο της καταδίκης, ο Άγιος αγκάλιασε το ξύλο, στο οποίον θα τον έδεναν και είπε τούτη τη Θερμή προσευχή προς τον Κύριο:
—Σε ευχαριστώ, Κύριέ μου, διότι με αξίωσες να σε μιμηθώ κατά κάποιο τρόπο. Συ, Θεέ μου, καρφώθηκες στο Σταυρό για την αγάπη μου κι εγώ πεθαίνω σήμερα σ’ αυτό το ξύλο για την αγάπη σου και για την σωτηρία μου. Παρακαλώ, λοιπόν, την αγαθότητα σου, να δεχθείς την θυσία μου αυτή.
Ενώ όμως έλεγε αυτά ο γενναιόψυχος Σεβαστιανός, οι δήμιοι του τον ξεγύμνωσαν και τον έδεσαν στο ξύλο. Έπειτα άρχισαν να ρίχνουν βροχηδόν φαρμακερά βέλη στο γυμνό σώμα του. Έριξαν τόσα βέλη, ώστε γέμισε το σώμα του όλο και παρουσίαζε ένα φρικτό θέαμα.
Δεν φαινόταν καθόλου σαν σώμα ανθρώπινο, αλλά τα καρφωμένα βέλη είχαν πυκνώσει, όπως είναι τ’ αγκάθια στον εχινό, ή στον ακανθόχοιρο. Τον άφησαν εκεί μέσα στο αίμα, στην φρίκη των πόνων και στις πληγές σαν νεκρό.
Την νύκτα όμως πήγε κάποια αρχόντισσα να λάβει το λείψανο του και τον βρήκε ζωντανό. Τον πήρε ατό σπίτι της και σε λίγες μέρες με βότανα, αλλά περισσότερο με την θεία χάρι, του έβγαλε τα βέλη και ο Άγιος έγινε καλά.
Εκείνοι δε οι συγγενείς και φίλοι, που τον είδαν τον συμβούλευσαν να φύγει από την πόλη, για να μη το μάθει ο βασιλεύς και τον τιμωρήσει με πολύ χειρότερα βασανιστήρια.
Ο μακάριος όμως επειδή λαχταρούσε για την αγάπη του Δεσπότου τον θάνατο, δεν θέλησε να τους ακούσει. Έκανε το αντίθετο.
Άκουσε μια μέρα ότι ο Διοκλητιανός περνούσε από εκεί κοντά και στάθηκε σε κάποιο δωμάτιο ψηλά. Όταν ο βασιλιάς τον είδε, θαύμασε πολύ και διέταξε να τον φέρουν κοντά του και τον ρώτησε:
– Δεν είσαι συ ο Σεβαστιανός, που διέταξα να θανατώσουν;
– Εγώ είμαι, βασιλεύ, του απάντησε, αλλά με ανέστησε ο Κύριος μου, για να μάθεις ότι αυτός είναι αληθινός Θεός και να μη σέβεσαι τα ακάθαρτα δαιμόνια.
Τότε διατάσσει ο Διοκλητιανός και τον ράβδισαν με βέργες ευλύγιστες πολύ βαριές τόσο, ώστε έλειωσαν τα κρέατά του και έσπασαν τα κόκκαλα του.
Έπειτα έριξαν το ιερό λείψανο του σε κάποιον ακάθαρτο τόπο για να μη το βρουν οι Χριστιανοί και κάνουν με αυτό κάποια Θαυματουργία και τραβήξουν πολλούς στην πίστη του Χριστού. Έτσι ο Άγιος παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού.
Το Άγιο Λείψανο του
Την νύκτα όμως ο Άγιος παρουσιάσθηκε με όραμα σε κάποια ενάρετη αρχόντισσα,, ονόματι Λουκίνη και της είπε:
Πήγαινε στον τάδε τόπο και πάρε το λείψανό μου να το θάψεις στην Κρύπτη, που είναι στα πόδια των Αποστόλων.
Αυτή δε η ευλαβική γυναίκα έκανε, όπως της είπε ο Άγιος. Παρέλαβε το σώμα με μεγάλη ευλάβεια, γιατί όχι μόνον δεν είχε πάρει καμιά ακαθαρσία, αλλά αντίθετα μοσχοβολούσε πάρα πολύ. Το στόλισε με επιμέλεια και το έθαψε. Έμεινε στον τάφο τριάντα μέρες.
Έπειτα από αυτά βασιλεύς έγινε ο Μέγας Κωνσταντίνος που χάρισε την χριστιανική θρησκεία στον κόσμο και μαζί με αυτήν την ειρήνη. Τότε η ευλαβής Λουκίνα, έκτισε εκκλησία στο όνομα του Αγίου και έζησε θεάρεστη ζωή, με πολλές νηστείες.
Ο Άγιος Σεβαστιανός έκανε πολλά θαύματα, όχι μόνον στη Ρώμη, αλλά και σε άλλες πόλεις της Ιταλίας. Όλοι τον σέβονται πολύ και γι αυτό του έκτισαν πολλές εκκλησίες.
Στην Παβία μάλιστα Θαυματούργησε ο Κύριος για να δοξάσει τον Άγιο, απαλλάττοντας την πόλη, από μεγάλο Θανατικό. Ο κόσμος ανεγνώρισε, ότι ήταν η δέησης του Αγίου, γι αυτό τον πανηγυρίζουν, όχι μόνον εκεί, αλλά και σε άλλες πόλεις.
Στίχος
Σεβαστιανὸς τῶν πλάνης σεβασμάτων, καταφρονήσας τύπτεται τὸ σαρκίον. Ὀγδοάτῃ δεκάτῃ Σεβαστιανὸς ῥοπαλίσθη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Συγκλήτου σφαλλομένης παριδὼν τὰ συνέδρια, Σεβαστιανὲ πανολβίαν, συναγείρεις συνέλευσιν, Μαρτύρων ἀληθῶς πανευκλεῶν, σὺν σοὶ καταβαλόντων τὸν ἐχθρόν, μεθ’ ὧν θείας συναυλίας ἀξιωθείς, φαιδρύνεις τοὺς βοῶντάς σοι• δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ
Τῆς εὐσεβείας διαπρέπων τῷ ζήλῳ, μαρτυρικὸν συνασπισμὸν συναγείρεις, ὧν ἐν τῷ μέσῳ ἤστραψας ὡς ἄστρον φαεινόν• ὅθεν καὶ τοῖς βέλεσιν, οἷς ἐτρώθης τὸ σῶμα, τοῦ ἐχθροῦ κατέτρωσας, τὴν καρδίαν καιρίως, Μεγαλομάρτυς Σεβαστιανέ• ὅθεν Χριστός σε, ἐνθέως ἐδόξασε.
Μεγαλυνάριον
Βούλημα τὸ θεῖον ἀποπληρῶν, βουλῆς ἀσεβούντων, ἀπεμάκρυνας σεαυτόν, καὶ σὺν Ἀθλοφόροις, Χριστῷ προσῳκειώθης• ὦ Σεβαστιανέ σε, ὅθεν δοξάζομεν.
Στίχο στην Ζωήν
Ζωὴ πρὸς ὕψος ἐκ κεφαλῆς ἠρμένη, καπνῷ δυσώδει λαμβάνει ζωῆς τέλος.
Στίχος στον Τραγκυλίνον
Ναί, βάλλετε σφοδρῶς με συχνοῖς τοῖς λίθοις, Ἐκ καρδίας ἔκραζεν ὁ Τραγκυλῖνος.
Στίχος στον Κλαύδιον
Καὶ τοὺς περὶ Κλαύδιον ὧδε τακτέον. οὕς, κἄν βυθὸς συνέσχεν, οὐρανὸς φέρει.
Στίχος στον Τιβούρτιον
Τιβουρτίου τέμνουσι τὴν θείαν κάραν, σύ μου Θεὸς κράζοντος, ὦ Θεοῦ Λόγε.
Στίχος στον Κάστουλον
Κάστουλον εἷλκον εἰς ἀπωλείας βόθρον. Ὡς δ’ οὐχ ὑπεῖξε, γῆς ἐνεβλήθη βόθρῳ.
Στίχος στον Μάρκον και Μαρκελλίνον
Ἐχθρῶν παγέντες, οἷα λόγχαι, καρδίας, νύττεσθε λόγχαις, Μάρκε καὶ Μαρκελλῖνε.
Πηγη askitikon.eu