Στις 22 Ιουλίου του 1997 στη Νέα Σμύρνη, έγινε ένα έγκλημα που συγκλόνισε τη χώρα. Ένα έγκλημα πάθους με θύτη μια παντρεμένη γυναίκα και θύμα έναν αρχιμανδρίτη, τον Άνθιμο Ελευθεριάδη.
Η Κάτια Γιαννακοπούλου δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με την εκκλησία. Ήταν παντρεμένη και μητέρα ενός αγοριού. Κάποια στιγμή θέλησε να γνωρίσει κάποιον πνευματικό για να εξομολογηθεί. Μια φίλη της τής σύστησε τον Αρχιμανδρίτη που ιερουργούσε στο Παλαιό Φάληρο.
Την πρώτη εξομολόγηση ακολούθησαν και άλλες, μέχρι που η παρακολούθηση των λειτουργιών έγινε συστηματική. Ο Άνθιμος την είχε γοητεύσει όπως παραδέχθηκε και ή ίδια αργότερα. «Με τράβαγε κοντά του σαν μαγνήτης. Συνέβαινε κάτι το ανεξήγητο».
Μια ημέρα την κάλεσε σπίτι του. Σε μια στιγμή έσκυψε και τη φίλησε, με το φιλί να κρατάει αρκετή ώρα. Την επόμενη ημέρα, πήγε στον ίδιο να εξομολογηθεί για το περιστατικό. Ο αρχιμανδρίτης επικαλέστηκε την ανθρώπινη αδυναμία και από εκείνη την στιγμή ξεκίνησε μια θυελλώδης, παθιασμένη και θανατηφόρα σχέση.
Ο αρχιμανδρίτης όμως δεν ήθελε μόνο τον έpωτά της. Ήθελε και τα χρήματά της. Η Γιαννακοπούλου έκανε αναλήψεις κρυφά από τον άνδρα της και έδινε τυφλά τα ποσά που της ζητούσε ο εpαστής της. Συνολικά του έδωσε περισσότερα από 27 εκατομμύρια δραχμές. Το πως ο σύζυγός της δεν κατάλαβε τίποτα, είναι μια απορία που δεν απαντήθηκε ποτέ.
Ήταν ήδη πέντε χρόνια μαζί. Αλλά ο αρχιμανδρίτης απολύθηκε από την εκκλησία και μετατέθηκε στο Λονδίνο. Άρχισε να αποφεύγει την εpωμένη του και να γίνεται όλο και πιο απόμακρος. Η Κάτια Γιαννακοπούλου όμως είχε συναισθηματική εξάρτηση από τον αρχιμανδρίτη. Και δεν άντεξε τις νέες συνθήκες.
Αρχικά ηχογραφούσε τις πιο σπάνιες εpωτικές τους συναντήσεις και τον απειλούσε. Δεν άντεχε ούτε στην ιδέα ότι θα χώριζαν. Όταν ο Άνθιμος ήρθε στην Ελλάδα για λίγο και δεν την ειδοποίησε, της έδωσε το τελειωτικό χτύπημα.
Τον Μάρτιο του 1997, μετά από καυγά τον τραυμάτισε με ένα μαχαίρι. Τον Ιούνιο αγόρασε ένα όπλο. Στις 21 Ιουλίου πήγε στο σπίτι του, αφού πρώτα μίλησαν στο τηλέφωνο και χτύπησε το κουδούνι. Εκείνος την έδιωξε.
Την επόμενη ημέρα του έστησε καρτέρι. Δεν τον πυροβόλησε μια φορά. Άδειασε το πιστόλι πάνω του. Ξεφορτώθηκε το όπλο και κρύφτηκε, μένοντας την πρώτη νύχτα σε μια οικοδομή και τη δεύτερη σε ένα πάρκο. Την τρίτη ημέρα μπήκε στο μοναστήρι της Παναγίας της Γοργοεπηκόου. Εξομολογήθηκε ότι είχε γίνει σε μια μοναχή και η τελευταία κάλεσε την αστυνομία.
Στη δίκη είχε δηλώσει «Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει. Ο μεγαλύτερος τιμωρός, ο πιο αυστηρός εισαγγελέας είναι ο εαυτός μου. Αναρωτιέμαι μόνο ποια τιμωρία σκληρότερη μπορεί να μου επιβάλει η δικαιοσύνη από αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου σκοτώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον επίγειο θεό μου».
Το δικαστήριο της επέβαλλε αρχικά ποινή 20 ετών, που μετά από αίτημα του εισαγγελέα μετατράπηκε σε ισόβια. Η Κάτια Γιαννακοπούλου έμεινε στη φυλακή μέχρι το 2013, όταν και έγινε δεκτή η αίτηση αποφυλάκισής της.