Θα σας πω για ένα ακόμα χαρακτήρα πραγματικού συζύγου, πού πάρα πολύ δύσκολα τον συναντούμε στίς μέρες μας. Εμείς γνωρίσαμε όμως έναν. Κατά πάντα τέλειος χαρακτήρας, χριστιανός, πλήρως κοινωνικός.
Αργησε να παντρευτεί, σχεδόν στα τριάντα του, όχι γιατί αποστρεφόταν, αλλά νόμιζε ότι έτσι έπρεπε. Καί τότε έκανε την προσευχούλα του με πίστη καί βρήκε μια κορούλα καί παντρεύτηκε.
Ή κορούλα ήταν μικρή, δέκα χρόνια μικρότερη άπ’ αυτόν. Μόλις την παντρεύτηκε άρχισε αύτη να κάνει αταξίες. Έκανε πώς δεν έβλεπε αυτός, νόμιζε πώς είναι κορούλα του καί αυτός πατέρας της.
Είχαν όμως επιχειρήσεις μεγάλες στο εξωτερικό καί έπρεπε κατ’ ανάγκην να πάνε έκεϊ, έστω καί προσωρινά. Την παίρνει λοιπόν καί έφυγαν. Οταν πήγαν έκεϊ αυτή πείσμωσε. Λέει: «Για να με χωρίσει από το περιβάλλον μου το ‘κανε. Εγώ θα τον αφήσω».
Λοιπόν, τον παρατάει καί έφυγε. Ερχεται στην Ελλάδα καί πού πάει; Σ’ ένα από αυτά τα «καζίνα» καί ζούσε ως ελεύθερη γυναίκα επί αμοιβή.
Αυτός, από την ήμερα πού έφυγε δεν έπαυε κάθε μέρα να κάνει προσευχή με δάκρυα καί να επιμένει, να εκβιάζει τον Θεό: «Πανάγαθε δεν υποχωρώ, δεν θα σ’ αφήσω, εσύ μου έδωσες τη γυναίκα μου.
«Παρά Κυρίου αρμόζεται ανδρί γυνή». Θέλω τη σύζυγο μου. Εάν πλανήθηκε ή κορούλα πρέπει να χαθεί; Γιατί ήρθες εσύ στη γη; Δεν ήρθες να ανεύρεις το απολωλός, να θεραπεύσεις τον άρρωστο, να αναστήσεις τον νεκρό; Δεν υποχωρώ, δεν θα σ’ αφήσω ήσυχο.
Θέλω τη γυναίκα μου, να μου τη φέρεις πίσω». Εκλαιε επί δύο χρόνια. Επέδρασε ή προσευχή καί τελικά ήρθε στον εαυτό της.
«Πω, πω», ομολογούσε, «πρέπει να κάνει ό Θεός άλλη κόλαση, γιατί αυτή είναι για μένα μικρή!».
Πιάνει καί του γράφει ένα γραμματάκι καί του λέει: «Δεν τολμώ να σε ονομάσω, δεν έχω θέση. Αν επιστρέψω, με δέχεσαι σαν υπηρέτρια;».
Απαντάει αυτός: «Αγάπη μου, γιατί είπες αύτη τη λέξη καί με πλήγωσες; Δεν σε έστειλα για διακοπές καί περιμένω με λαχτάρα την αγάπη μου να ‘ρθει στην αγκαλιά μου;»
Πήγε λοιπόν, την περίμενε στο αεροδρόμιο, όπως συννενοήθηκαν. Οταν βγήκε αυτή έξω καί τον είδε έπεσε κάτω καί άρχισε να χτυπιέται με κλάματα. Την πήρε στην αγκαλιά του. «Αγάπη μου, γιατί κάνεις έτσι καί με πληγώνεις;
Σέ περίμενα με λαχτάρα. Πάμε στο σπίτι μας, δεν χωρίσαμε ποτέ. Πάντοτε μαζί σου ήμουν». Καί απεδείχθη υστέρα ότι έγινε πιστή σύζυγος αυτή ή κορούλα. Αύτη είναι ή θέση του άνδρα, του συζύγου. Αμα οί σύζυγοι είναι τέτοιοι, δείξε μου ποια γυναίκα είναι κακή;
Του Γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού