Μπορεί το 1965 η Αλίκη Βουγιουκλάκη να παντρεύτηκε τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, αλλά δεν ήταν φυσικά ο μοναδικός άνδρας στη ζωή της, καθώς πριν από αυτόν κόντεψε να έρθει σε αυτό το βήμα μαζί με έναν άλλο μεγάλο γόη της εποχής.
Ο άνθρωπος αυτός, μάλιστα, ήταν συνάδελφος της Αλίκης, για την οποία βρέθηκε μια φοβερή ανακάλυψη 24 χρόνια μετά το θάνατό της, και αποτελούσε πρότυπο άνδρα για τον καιρό εκείνο και όχι άδικα. Ήταν ένας ωραίος άνδρας που όλες διεκδικούσαν.
Ο Φαίδων Γεωργίτσης ήταν ωστόσο πολλά περισσότερα από άλλον έναν γόη της ελληνικής showbiz, καθώς μιλάμε για μια πολύπλευρη προσωπικότητα και έναν ταλαντούχο ηθοποιό που ανδρώθηκε υποκριτικά στον κινηματογράφο.
Σπουδαστής ακόμα έπαιξε στο κλασικό φιλμ του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή» (1960) και έπεισε για την αξία του, μετρώντας κατόπιν μια καταιγιστική συνέχεια στο ελληνικό σινεμά. Ο Γεωργίτσης πρωταγωνίστησε σε δραματικές ταινίες και μιούζικαλ, έγινε αστέρας πρώτου μεγέθους και βρήκε τη θέση του στις καρδιές του άλλου φύλου, συνδυάζοντας ταλέντο και γοητεία σε ίσες δόσεις.
Σύντομα του κόλλησαν το παρατσούκλι «Έλληνας Τζέιμς Ντιν», αν και εκείνος το απεχθανόταν, μιας και ήταν θαυμαστής του Μάρλον Μπράντο! Ο Φαίδωνας συνέχισε την αξιοζήλευτη καριέρα του στα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, αποδεικνύοντας ότι ήταν γεννημένος για τον κινηματογράφο.
Ο μόνιμος παρτενέρ της Ζωής Λάσκαρη, της Μαίρης Χρονοπούλου και του Κώστα Βουτσά καθιερώθηκε στις συνειδήσεις του κοινού από τη συμμετοχή του στα «Κόκκινα Φανάρια» και ξεχώρισε για το ταλέντο του στις ταινίες «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Νύχτα γάμου», «Ένας ιππότης για τη Βασούλα», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και πολλές ακόμα.
Κι όλα αυτά από ένα παιδί που γνώρισε μικρό την τραγωδία και εγκατέλειψε την εξασφαλισμένη δουλειά που του εγγυόταν η φοίτησή του στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων για να ακολουθήσει το πάθος του κόντρα σε όλα και όλους.
Ο μεγάλος γόης που κόντεψε να παντρευτεί την Αλίκη πριν από τον Παπαμιχαήλ ήταν ο Φαίδων Γεωργίτσης
Η πολυτάραχη προσωπική ζωή και η μεγάλη καριέρα
Ο Γεωργίτσης ξεκίνησε τη λαμπρή καριέρα του στο σανίδι και τον κινηματογράφο και ήδη από σπουδαστής βρήκε αμέσως τη θέση του στην ελληνική showbiz. Ειδικά στο θέατρο έκανε σπουδαίες συνεργασίες.
Η πρώτη του θεατρική εμφάνιση έγινε το 1963 στο έργο «Νεκροί χωρίς Τάφο» με τον θίασο του Λεωνίδα Τριβιζά, ενώ κατόπιν συνεργάστηκε με το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, τον Μίνωα Βολανάκη και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Κάποια στιγμή σύστησε τον δικό του θίασο με την Μπέτυ Αρβανίτη, αν και δεν μακροημέρευσε.
Οι κινηματογραφικές επιτυχίες ήταν όμως αυτές που θα τον καθιέρωναν ως αστέρι της έβδομης τέχνης αλλά και ως έναν από τους μεγαλύτερους γόηδες της εποχής.
Τώρα συμπρωταγωνιστούσε με τις όμορφες νέες ηθοποιούς και ο ζεν πρεμιέ φαινόταν ότι ήρθε για να μείνει. Και στο ελληνικό θέαμα και τις καρδιές των γυναικών. Όπως της Αλίκης Βουγιουκλάκη.
«Με την Αλίκη είχαμε ένα σύντομο φλερτ το καλοκαίρι του ’63, όταν είχα χωρίσει για λίγο από την Μπέτυ. Τη Μάρθα Καραγιάννη την έβλεπα πάντα ως φίλη. Η Ζωή Λάσκαρη μου άρεσε, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε ούτε μια απλή συζήτηση οι δυο μας».
Τώρα οι γυναίκες τον φλέρταραν ανοιχτά στον δρόμο, αν και αυτός ψάχνει την ουσιαστική και βαθιά αγάπη. «Κινδύνευα να γίνω ο κύριος Βουγιουκλάκης και δεν ήθελα», σχολίασε για το σύντονο ειδύλλιό του με την εθνική μας σταρ.
Την πραγματική αγάπη θα τη γνωρίσει στις αρχές του ’70 στη Ρώμη, κατά τα γυρίσματα άλλης μιας ταινίας. Ήταν η γαλλικής καταγωγής καλλονή Μπέτσι, ένα φωτομοντέλο που κοσμούσε τα ξένα περιοδικά μόδας. Οι δυο τους θα παντρευτούν την επόμενη χρονιά και θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Ραφαέλο και τη Μαρίζα.
Ο Γεωργίτσης ήταν συνεχώς απασχολημένος στις κινηματογραφικές και θεατρικές του υποχρεώσεις, καθώς οι δουλειές έπεφταν βροχή. Δύο χρόνια μετά την παρθενική του και σύντομη κινηματογραφική εμφάνιση στο «Ποτέ την Κυριακή» και αφού περάσει και από τη «Φαίδρα» (1962), ερμηνεύει τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου «Ουρανός» (1962).
Το 1963 πρωταγωνιστεί πλάι στη Ζωή Λάσκαρη στην ταινία «Ίλιγγος» και την επόμενη χρονιά ο ρόλος του στην περίφημη ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Τα Κόκκινα Φανάρια» είναι μια αποκάλυψη για τις υποκριτικές του δυνατότητες.
Η συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ θα αποδώσει πλήθος πρωταγωνιστικών ρόλων σε χαρακτηριστικά μιούζικαλ του ελληνικού σινεμά, όπως στις δουλειές του Γιάννη Δαλιανίδη «Γοργόνες και Μάγκες» και «Μια Κυρία στα Μπουζούκια».
Πλάι στα ανάλαφρα μιούζικαλ έρχονται και οι αξιόλογες δραματικές ταινίες, όπως «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο», «Το Παρελθόν μιας Γυναίκας», «Εκείνος κι Εκείνη» κ.λπ. Ο Γεωργίτσης έπαιξε σε περισσότερες από 40 ταινίες που ακόμα θυμάται το ελληνικό κοινό.
Η κρίση στον ελληνικό κινηματογράφο τον συμπαρέσυρε αναγκαστικά μαζί του και αναγκάστηκε για άλλη μια φορά να βγει στη βιοπάλη για να θρέψει τη φαμίλια του. «Δεν ένιωθα μειονεκτικά ή περίεργα. Αρκούσε που είχαν γάλα τα παιδιά μου και μια σόμπα για να ζεσταίνονται». Είναι η εποχή της βιντεοκασέτας και των ερωτικών ταινιών που ορισμένοι παρεξήγησαν και κάποιοι δεν του συγχώρεσαν ποτέ.
«Δεν ντρεπόμουν καθόλου. Ποτέ δεν ντράπηκα … Κάποιες από τις ταινίες αυτές είναι καλές. Πολλές φορές έβαζαν μέσα τσόντες εν αγνοία σου. Πολλές από τις τσόντες αυτές παίζονταν στους κινηματογράφους ‘‘Ροζινκλέρ’’ και ‘‘Αλάσκα’’.
Όλοι έκαναν ερωτικές ταινίες τότε, η Δανδουλάκη, ο Φυσσούν, ο Λουκούργος Καλλέργης. Δεν είχαμε άλλο τρόπο να ζήσουμε. Όλο αυτό κράτησε δύο-τρία χρόνια και στο κάτω κάτω ήταν «προσκοπικές». Δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τις ερωτικές ταινίες του σήμερα».
Η καριέρα του διασώθηκε και πάλι από την τηλεόραση εκεί στις αρχές του 1990, έχοντας ήδη διαγράψει αξιόλογη πορεία στο γυαλί με συμμετοχές σε θρυλικές τηλεοπτικές σειρές, όπως ο «Γιούγκερμαν» και οι «Πανθέοι». Τώρα είναι τα σίριαλ του Νίκου Φώσκολου, «Λάμψη» και «Καλημέρα Ζωή», που μπαίνουν στη ζωή του, όπως και στη ζωή των ελλήνων τηλεθεατών, απ’ όπου τον γνώρισε και το νεότερο κοινό.
Ο Φαίδωνας επέστρεψε στο σινεμά το 2008, έπειτα από απουσία 26 ετών (τελευταία ταινία του ήταν η «Κατάσκοπος Νέλλη» του 1981), ερμηνεύοντας έναν ρόλο στο φιλμ «Ο γιος του Τσάρλυ». Το 1974 δοκίμασε τις δυνάμεις του τόσο στο σενάριο και τη σκηνοθεσία όσο και την παραγωγή στις «Σατανικές ερωμένες» που πρωταγωνιστούσε, ενώ η καριέρα του στο γυαλί μετρά είκοσι σχεδόν σίριαλ.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Φαίδωνας Γεωργίτσης έζησε στο κτήμα του στο Κορωπί, στο οποίο έχει χτίσει με τα χέρια του έναν αμφιθεατρικό χώρο («Κεκρωπία») που στεγάζει συχνά-πυκνά τόσο τις δικές του θεατρικές δουλειές όσο και άλλους θιάσους.