Kάθε χρόνο, την Παρασκευή της Διακαινησίμου, η Ορθοδοξία εορτάζει τη Ζωοδόχο Πηγή, την Πηγή της Ζωής του ιστορικού Μπαλουκλί, τη θαυματουργή και αγαπημένη, τη συνδεδεμένη με θρύλους και παραδόσεις που έχουν μείνει ζωντανές μέχρι σήμερα…
Μπαλουκλί σημαίνει «τόπος με ψάρια», πιθανότατα λόγω της ύπαρξης ψαριών στα νερά της περιοχής. Εδώ, λίγο πιο έξω από τη δυτική πύλη της Σηλυβρίας, στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχαν τα λεγόμενα «παλάτια των πηγών», όπου παραθέριζαν την άνοιξη οι αυτοκράτορες. Κι εδώ βρίσκεται η Παναγία η Μπαλουκλιώτισσα, με το περίφημο ιερό Αγίασμα.
Ο θρύλος λέει ότι ένας καλογερος τηγάνιζε ψάρια δίπλα στο αγίασμα της Μπαλουκλιώτισσας, όταν κάποιος του έφερε την είδηση πως πήραν την Πόλη οι Τούρκοι. Ο καλόγερος τότε απάντησε πως μόνο αν τα ψάρια που τηγάνιζε… έφευγαν από το τηγάνι και έπεφταν μέσα στο αγίασμα θα πίστευε ότι έγινε κάτι τέτοιο. Και, πραγματικά, τα ψάρια ζωντάνεψαν και έπεσαν μέσα στην πηγή του αγιάσματος!
Μέχρι σήμερα μάλιστα, μέσα στη δεξαμενή της Ζωοδόχου Πηγής στο Μπαλουκλί, διατηρούνται επτά ψάρια και μάλιστα μοιάζουν, λένε, σαν να είναι μισοτηγανισμένα από τη μία πλευρά.
«Το Μπαλουκλί» (Τα ψάρια της Ζωοδόχου Πηγής)
Ποίημα του Γεώργιου Βιζυηνού
Σαράντα μέρες πολεμά ο Μωχαμέτ να πάρη
την Πόλη την μεγάλη.
Σαράντα μέρες έκαμεν ο ‘γούμενος το ψάρι
στα χείλη του να βάλη.
Απ’ τες σαράντα κι ύστερα, πεθύμησε να φάγη
τηγανισμένο ψάρι.
–Αν μας φυλάγ’ η Παναγιά καθώς μας’ε φυλάγει,
την Πόλη ποιος θα πάρη;
Ρίχτει τα δίχτυα στον γιαλό, τρία ψαράκια πιάνει,
–Θεός να τα βλογήση!
Το λάδι βάλλει στην φωτιά μες στ’ αργυρό τηγάνι,
για να τα τηγανίση.
Τα τηγανίζ’ από την μια, και πά’ να τα γυρίση
κι από το άλλο μέρος.
Ο παραγιός του βιαστικά πετά να του μιλήση,
και τάχασεν ο γέρος!
–Μην τηγανίζης, γέροντα, και μόσχισε το ψάρι
στην Πόλη την μεγάλη!
Την Πόλη την εξακουστή οι Τούρκοι έχουν πάρει,
μας κόβουν το κεφάλι!
–Στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια!
Με φαίνεται σαν ψεύμα!
Μ’ αν είν’ αλήθεια το κακό, να σηκωθούν τα ψάρια
να πέσουν μες στο ρεύμα!
Ακόμ’ ο λόγος βάσταγε, τα ψάρι’ απ’ το τηγάνι,
την μια μεριά ψημένα,
πηδήξανε κι επέσανε στης λίμνης την λεκάνη,
γερά, ζωντανεμένα.
Ακόμ’ ώς τώρα πλέουνε, κόκκιν’ από το μέρος,
όπου τα είχε ψήσει.
Φυλάγουν το Βυζάντιο ν’ αναστηθή κι ο γέρος
να τ’ αποτηγανίση.
(Γ.Μ. Βιζυηνός, Tο τέλος του παραμυθιού ή η αρχή του ονείρου, εκδόσεις Eρμής, 2001)
orthodoxplanet.com