Ένα μάθημα ζωής έδωσε ο γιος αυτού του παππού, όταν σε ένα εστιατόριο οι πελάτες αηδίασαν και δυσανασχέτησαν με τον τρόπο που έτρωγε.
Όταν ήμασταν μωρά, ήμασταν εντελώς αβοήθητοι, κάτι που συμβαίνει ξανά στα βαθιά γεράματα. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να αρπάζουμε τα δάχτυλα της μαμάς ή του μπαμπά, ή να κλαίμε όταν θέλαμε φαγητό. Και οι γονείς μας ήταν εκεί για να εκπληρώσουν κάθε μας επιθυμία.
Για να περάσουν ατέλειωτες νύχτες φροντίζοντας να μεγαλώσουμε υγιείς και ευτυχισμένοι.Τα πράγματα αλλάζουν στη συνέχεια. Μεγαλώνουμε, το ίδιο και οι γονείς μας. Και όπως όταν εμείς ήμασταν μωρά, γίνονται και οι ίδιοι αβοήθητοι.
Οι μνήμες τους αρχίζουν να σβήνουν.Τα χέρια τους αρχίζουν να τρέμουν και ακόμα και το κράτημα μιας κούπας γίνεται δύσκολο. Για κάποια παιδιά αυτό είναι ένα βάρος. Για άλλα είναι μια υπόσχεση που πρέπει να κρατήσουν και οι αναμνήσεις μαζί τους δεν πρέπει να ξεχνιούνται.
Αυτή η ιστορία μας θυμίζει πόσο γρήγορα μπορούμε να ξεχάσουμε ότι το να είσαι παιδί κάποιου δεν σημαίνει μόνο ότι θα σε φροντίζουν, αλλά ότι μια μέρα θα πρέπει να φροντίζεις και εσύ με τη σειρά σου.Αυτός είναι ο υπέροχος κύκλος της ζωής…
«Ένας γιος πήγε τον πατέρα του σε ένα εστιατόριο για δείπνο…»«Ο πατέρας ήταν πολύ γέρος και αδύναμος και ενώ έτρωγε, του έπεφτε το φαγητό πάνω στα ρούχα του. Οι υπόλοιποι πελάτες τον κοιτούσαν αηδιασμένοι ενώ ο γιος του ήταν ήρεμος.
Αφού τελείωσε το φαγητό, ο γιος του, ο οποίος δεν ντρεπόταν καθόλου, τον πήγε ήσυχα στην τουαλέτα, του σκούπισε τα υπολείμματα από φαγητό, καθάρισε τους λεκέδες, του χτένισε τα μαλλιά και του έβαλε τα γυαλιά σωστά.
Όταν βγήκαν έξω, όλο το μαγαζί τους κοιτούσε με απόλυτη ησυχία, μην μπορώντας να καταλάβουν πως μπορούσε κάποιος να ντροπιάσει τον εαυτό του δημοσίως με τέτοιο τρόπο.»
«Ο γιος τακτοποίησε το λογαριασμό και άρχισε να βγαίνει έξω με τον πατέρα του.
Τότε, ένας ηλικιωμένος άντρας ανάμεσα στους πελάτες τον φώναξε και τον ρώτησε, ‘Δεν νομίζεις ότι έχεις αφήσει κάτι πίσω;’.»
«Ο γιος απάντησε, ‘Όχι, κύριε, δεν έχω αφήσει τίποτα’. Ο ηλικιωμένος απάντησε απότομα. ‘Κι όμως κάτι έχεις αφήσει! Ένα μάθημα για κάθε γιο και ελπίδα για κάθε πατέρα’.
Στο εστιατόριο έπεσε σιωπή. Το να φροντίζεις αυτούς που σε φρόντισαν κάποτε είναι μία από τις μεγαλύτερες τιμές.»