Η Όσια Πελαγία ζούσε στην Αντιόχεια, κατά τους χρόνους του Αυτοκράτορα των Ρωμαίων Νουμεριανού. Η Αγία προερχόταν από μεγάλη οικογένεια. Ήταν πολύ πλούσια, αλλά και ωραιοτάτη εις το σώμα. Η ψυχή της όμως αντίθετα δεν στολιζόταν από ομορφιά, αλλά ήταν ακάθαρτη. Ήταν βουτηγμένη ολόκληρη στο βούρκο της ακολασίας.
Οσία Πελαγία-8 Οκτωβρίου: O θαυμαστός βίος της Αγίας
Άσωτη ζωή.
Δεν σκεπτόταν η δύστυχη τίποτε άλλο, παρά πώς να στολίζεται με πολύτιμα στολίδια και να ντύνεται προκλητικά. Προσπαθούσε να αυξάνει το φυσικό κάλλος της περισσότερο και να προσελκύει περισσότερους εραστές, διά να τους οδηγεί στην άβυσσο των σαρκικών αμαρτημάτων.
Ο Κύριός μας όμως, πού είναι γεμάτος οικτειρμούς και αγάπη, δεν την περιφρονούσε. Είδε, πώς πίσω από αυτό το κουρέλι της αμαρτίας βρισκότανε μια ψυχή με καλή διάθεση.
Γι αυτό της έδωσε τη Χάρι του και της άνοιξε τα μάτια της ψυχής της.
Οι Αρχιερείς αποστρέφουν τα μάτια
Είδε κάποτε η Πελαγία την γύμνια της ψυχής της και γνώρισε την αλήθεια. Η επιστροφή της στο Χριστό έγινε ως εξής:
Εκείνες τις ήμερες ο Πρόεδρος, ο Αρχιεπίσκοπος της Αντιοχείας, κάλεσε σε συγκέντρωση όλους τους γύρω Αρχιερείς, για μια θρησκευτική υπόθεση.
Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ένας Επίσκοπος πολύ ενάρετος και άγιος, Νόννος ονόματι. Τον οποίο τον παρακάλεσαν να μιλήσει για να ωφεληθούν ψυχικά.
Την ίδια όμως στιγμή περνούσε ανάμεσα στα πλήθη η Πελαγία. Ήταν καθισμένη επάνω σε άμαξα. Έφερε επάνω της πολύτιμα στολίδια, όπως πάντα και άφθονα αρώματα.
Λαμποκοπούσε ολόκληρη από τα πολύτιμα διαμάντια και τα πετράδια, πού έφερε επάνω της. Όταν την είδαν τόσο προκλητική και αδιάντροπη οι άλλοι αρχιερείς, έστρεψαν τα μάτια τους αλλού.
Η επιστροφή της.
Ο Άγιος Νόννος το ίδιο βράδυ στο κελί του προσευχόταν για την άσωτη γυναίκα αυτή. Κατά την διάρκεια της προσευχής του είχε ένα όραμα.
Έβλεπε ότι κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας φτερούγιζε ένα μαύρο περιστέρι και τον ενοχλούσε, και κατά την διάρκεια που βγήκε στο Άγιο Βήμα πήρε αυτό το περιστέρι και το βύθισε στην κολυμβήθρα, και αυτό έγινε πεντακάθαρο.
Πράγματι! Την άλλη μέρα επήγαν στον Ναό με τους άλλους Αρχιερείς. Τότε έδωσε ο Πατριάρχης στον ευσεβή επίσκοπο Νόννο το άγιο Ευαγγέλιο, δια να κηρύξει και διδάξει το λαό.
Μέσα στους άλλους βρέθηκε εκεί και η Πελαγία. Και τούτο το έκαμε, όχι από ευλάβεια, διότι δεν είχε πατήσει ποτέ άλλοτε σε κήρυγμα, Ήτανε οικονομία Θεού για να ακούσει τη διδασκαλία αυτή.
Άκουσε η πόρνη τότε για την αθανασία της ψυχής, την δικαιοσύνη του Θεού και την αιώνια σωτηρία των δικαίων, αλλά και για την καταδίκη των αμαρτωλών.
Αλλ’ ώ των θαυμάτων Σου Χριστέ! Η πρώην αμαρτωλή αποτόμως μέσα της ένοιωσε κατάνυξη και συντριβή. Άρχισε να κλαίει για τις αμαρτίες.
Μίσησε από την καρδιά της τις βρωμερές πράξεις και τους εραστές της. Ένοιωσε ακόμη την καρδιά της να πληγώνεται και να φλογίζεται από την αγάπη και τον πόθο του μοναδικού Νυμφίου Χριστού.
Στέλνει τότε μερικούς υπηρέτες να ρωτήσουν τον Νόννο και να μάθουν πού έμεινε. Στέλνει έπειτα μια επιστολή προς αυτόν στην όποια έγραφε:
«Εις τον Άγιον Επίσκοπον και μαθητήν του Χριστού, η μαθήτρια του δαίμονος Πελαγία, η οποία είναι ένα πέλαγος ολόκληρο από ανομίες, απονέμει την δουλικήν προσκύνησιν.»
Άκουσα, άγιε του Θεού, από κάποιο Χριστιανό, ότι ο Χριστός δεν ήλθε να καλέσει «δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν». Μου είπε επίσης, ότι δεν εμίσησε, ούτε απέφευγε από σιχαμάρα τις πόρνες, τους ληστάς και τους τελώνες, αλλά συναναστράφηκε και συνωμίλησε μαζί τους. Αυτός, πού δεν μπορούν να τον ιδούν με ακάλυπτο το πρόσωπο και αυτά ακόμη τα χερουβίμ.
Εάν, λοιπόν, και σύ είσαι μαθητής ενός τέτοιου Διδασκάλου, απόδειξέ το στην πράξι και δέξε με κοντά σου. Μή με αηδιάσης, ούτε να με σιχαθής την πόρνη και αμαρτωλή.,
Σε παρακαλώ να με δεχθής για να σου εξομολογηθώ και να σου πω τα κρίματά μου, για να σώσω την ψυχήν μου η άσωτη».
Βαπτίζεται
Όταν διάβασε αυτά τα λόγια ο Όσιος Νόννος, φοβήθηκε μήπως δεν είναι ειλικρινά και του ετοιμάζει καμιά πλεκτάνη. Γι’ αυτό της παρείγγειλε να πάει στον Ναό.
Τότε αυτή τρέχει στον Ναό και έπεσε στα πόδια του Αγίου Νόννου και μούσκεψε τα πόδια του με τα δάκρυα της. Του ζήτησε να την σπλαγχνισθεί, να την βαπτίσει και να τη οδηγήσει σε οδό
μετάνοιας.
Όταν άκουσε αυτά ο Νόννος δόξασε τον Θεό, πού έδειξε τόση μεγάλη μετάνοια. Της διάβασε την ευχή της εξομολογήσεως και τη ρώτησε, πώς τη λένε.
—Στην αρχή, είπε, με λέγανε ΠελαγίαΙ Ύστερα όμως οι άνθρωποι, θαυμάζοντας τα πολλά και πολύτιμα πετράδια και μαργαριτάρια πού φορούσα, με ονόμαζαν Μαργαρώ.
Σε λίγο την βάπτισε ο Επίσκοπος εις το όνομα της Αγίας Τριάδος και της έδωσε το πρώτο της όνομα, Πελαγία. Ανάδοχος της έγινε μια ενάρετη Μοναχή, πού την έλεγαν Ρωμάνα.
Κατόπιν τέλεσε την θεία Μυσταγωγία και την κοινώνησε τα άχραντα Μυστήρια.
Ο Σατανάς φρυάττει
Ο μισόκαλλος όμως διάβολος, μη υποφέροντας διότι νικήθηκε και καταισχύνθηκε, παίρνει μορφή ανθρώπινη, παρουσιάζεται στην Πελαγία και της είπε:
—Με πρόδωσες, άπιστη !
Τότε η μακαρία έκαμε το σημείο του Τιμίου Σταυρού και εκείνος χάθηκε από μπροστά της. Αλλά ο εχθρός δεν ησύχασε. Πήγε την νύχτα στο στρώμα της Πελαγίας.
Την ξύπνησε και προσπαθούσε με γλυκόλογα και με υποσχέσεις για μεγάλες τιμές να της ανάψει το πάθος και να την οδηγήσει πάλι στην αμαρτία.
Η Όσια σηκώθηκε επάνω, έκαμε ξανά το σημείο του Σταυρού και τον έδιωξε και αυτή τη φορά.
Από πλούσια θεληματικά πτωχή
Λίγες ήμερες υστέρα από το βάπτισμα δίνει η Πελαγία ένα νέο χτύπημα, πού στάθηκε καίριο και αποφασιστικό για τον διάβολο και τον χτύπησε βαθιά μέσα στην καρδιά του θανάσιμα.
Φωτισμένη από το Πανάγιο Πνεύμα μοίρασε όλη την περιουσία της στους φτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά καθώς και ελευθέρωσε τους δούλους τις δίνοντας τους χρήματα ώστε να ζήσουν με αξιοπρέπεια
Ασκητής Πελάγιος
Από την ήμερα, πού δέχθηκε το θείο βάπτισμα, δεν έφαγε καθόλου ψωμί από την περιουσία της, γιατί ήταν όλη προϊόν της αμαρτίας. Έμεινε για λίγες μέρες κοντά στην Ρωμάνα, από την οποίαν έπαιρνε λίγη τροφή.
Την νύχτα μιας Κυριακής έβγαλε τα γυναικεία ρούχα. Ντύθηκε με έναν τρίχινο και κουρελιασμένο χιτώνα και πήγε στα Ιεροσόλυμα, χωρίς να πει σε κανένα το σκοπό της.
Η Ρωμάνα έκλαιγε και θρηνούσε, μη ξέροντας τί ακριβώς συνέβαινε. Φοβότανε μη την πλανήσει ο Σατανάς και ξαναγυρίσει στην αμαρτία!.
Ο Άγιος Νόννος, όμως, πού έμαθε την υπόθεση από θεία φώτιση, την παρηγόρησε λέγοντάς της, ότι δεν πρέπει να λυπάται, διότι η Πελαγία, σαν την Μαρία του Ευαγγελίου, εξέλεξε την αγαθή μερίδα, η οποία δεν πρόκειται να της αφαιρεθεί.
Η δε μακαρία Πελαγία φεύγοντας από την Αντιόχεια, επήγε στο όρος των Ελαιών. Έμεινε εκεί τρία ολόκληρα χρόνια μέσα σε ένα κελί με ανδρική ενδυμασία, εντελώς αγνώριστη.
Εκεί μέσα αγωνίζοταν και έκανε τέτοιους νικηφόρους αγώνες κατά του πονηρού και με τέτοιες αρετές στολίσθηκε.
Αλλά ο Θεός δεν θέλησε να αφήσει τη δούλη Του να αγωνίζεται μέχρι τέλους κρυμμένη. Έτσι κάποια στιγμή ο υποτακτικός του Αγίου Νόννου, Ιάκωβος, θέλησε να πάει να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο. Ο Άγιος Νόννος του είπε να ψάξει εκεί να βρει τον μοναχό Πελάγιο γιατί από αυτό θα επωφεληθεί.
Πράγματι, ο ιερός Ιάκωβος πήγε και προσκύνησε τους Άγιους Τόπους και ρώτησε να μάθη, διά τον μοναχό Πελάγιο. Του είπαν, ότι ήτο στο όρος των Ελαιών.
Όταν έφθασε εκεί χτύπησε την πόρτα του κελιού του και βγήκε η Αγία, με ανδρικό σχήμα. Και αυτή μεν αναγνώρισε τον Ιάκωβο, εκείνος όμως, δεν μπόρεσε να την γνωρίσει, διότι η ομορφιά της,
πού είχε άλλοτε είχε χαθεί από την μεγάλη άσκηση.
Τον ρώτησε η Αγία, εάν ήτο ο υποτακτικός του Επισκόπου Νόννου και εκείνος απάντησε:
—Ναι.
—Όντως, του προσέθεσε η Αγία, Απόστολος του Θεού είναι εκείνος ο άνθρωπος. Πες του σε παρακαλώ να προσεύχεται στο Θεό να μου συγχωρήσει τις αμαρτίες μου.
Η κοίμησίς της
Μετά από λίγες μέρες διαδόθηκε σ’ όλη την περιοχή η είδηση ότι ο Πελάγιος άφησε τον παρόντα κόσμο και αναχώρησε για την άλλη ζωή.
Συγκεντρώθηκαν στη Σκήτη της, όχι μόνον από την Ιερουσαλήμ, αλλά και από τον Ιορδάνη, την Ιεριχώ και από όλα τα γύρω περίχωρα με μεγάλη ευλάβεια, διά να ενταφιάσουν το άγιο λείψανο.
Και όταν θέλησαν να πλύνουν το σώμα του νεκρού, κατά την τάξη, γνώρισαν, ότι ήταν γυναίκα. Όλοι τότε έμειναν κατάπληκτοι και δόξασαν τον Κύριο, ο οποίος της έδωσε την δύναμη να πολεμήσει τον διάβολο και να τον νικήσει κατά κράτος.
Αυτή η είδηση μαθεύτηκε και στα περίχωρα και κόσμος πολύς ερχόταν κύματα – κύματα. Σπρώχνονταν μάλιστα, ποιός θα πρωτοασπασθεί. το άγιο λείψανο.
Το σήκωσαν κατόπιν ευλαβείς και άγιοι άνδρες. Ακολουθούσαν όλοι, με λαμπάδες και θυμιάματα και το ενταφίασαν με τιμές, όπως έπρεπε σε Αγία.