Ήταν 25 Νοεμβρίου 1966 όταν ένα συνταρακτικό έγκλημα με θύμα τη μικρούλα Καίτη στο Δασύλλιο της Πάτρας συγκλόνισε όλη την Ελλάδα.
Η δράστης στραγγάλισε ένα κοριτσάκι 5,5 ετών για να εκδικηθεί τον παντρεμένο εραστή της. Ήταν το αγαπημένο του παιδί. Το έγκλημα έγινε στο Δασύλλιο. Το παιδάκι απήχθη από το νηπιαγωγείο στο οποίο φοιτούσε.
Η παιδοκτόνος παραδόθηκε στην αστυνομία και περιέγραψε κυνικά την ειδεχθή πράξη της. Στο παρελθόν είχε καταδικαστεί για βιτριολισμό, γεγονός που ώθησε τον παντρεμένο εραστή της να την χωρίσει.
Το χρονικό του εγκλήματος
Η επιμονή του εραστή της να δώσει τέλος στον παράνομο δεσμό τους την ώθησε να σχεδιάσει την πιο επώδυνη εκδίκηση και να εκτελέσει ένα από τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα.
Στραγγάλισε με τα ίδια της τα χέρια το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά του, την ημέρα μάλιστα που το κοριτσάκι είχε την ονομαστική του εορτή.
Αφού σκέπασε το άψυχο κορμάκι του παιδιού, σε μία λακκούβα, με κλαδιά, πλύθηκε καλά και στη συνέχεια ειδοποίησε την αστυνομία για να τη συλλάβει. Ο αξιωματικός υπηρεσίας που την είδε και μίλησε μαζί της είπε ότι ήταν ψυχρή, αδιάφορη και δεν έδειχνε καθόλου μετανιωμένη για το φοβερό έγκλημα που μόλις είχε διαπράξει.
Στην προανάκριση ομολόγησε με κυνικότητα τα πάντα, περιγράφοντας τη θανάτωση του παιδιού και όσα είχαν προηγηθεί. Στο δικαστήριο, όμως, επειδή κινδύνευε με την εσχάτη των ποινών και να στηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα άλλαξε στάση και προσπάθησε να υπερασπιστεί με κάθε τρόπο τον εαυτό της. Κατάφερε να πείσει τους ενόρκους και τελικά καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Είχε γνωρίσει την ερωμένη του στα παιδιά του ως θεία
Η παιδοκτόνος ήταν μία 24χρονη μοδίστρα, η Λίτσα Γιαννοπούλου, από χωριό των Πατρών, που έμενε στην Πάτρα. Η δολοφονία έγινε σε αλσύλλιο επί της οδού Καρόλου, κοντά στο νηπιαγωγείο του άτυχου κοριτσιού,
Έναν χρόνο πριν τη δολοφονία, η δράστιδα είχε γνωριστεί με τον πατέρα του παιδιού, Βασίλη, 33 ετών περίπου, που εργαζόταν σε μαρμαράδικο, μέσω ενός κοινού γνωστού τους, σε κέντρο διασκέδασης της Πάτρας.
Από την ημέρα εκείνη βρίσκονταν συχνά και τον γνώρισε στους δικούς της, στο χωριό της. Τον παρουσίασε ως ανύπαντρο και είπε στον πατέρα της ότι αγαπιόντουσαν και ότι θα παντρευόντουσαν, αποκρύπτοντας ότι ήταν ήδη παντρεμένος και ότι είχε και τέσσερα παιδιά.
Από την άλλη, ο Βασίλης την καλούσε συχνά στο σπίτι του στην Πάτρα όταν απουσίαζε η σύζυγός του, αλλά αργότερα και όταν ήταν παρούσα, συστήνοντάς τη στα παιδιά ως θεία τους– το άτυχο μικρό κοριτσάκι τη φώναξε θείτσα. Η στάση της γυναίκας του εντυπωσίασε πολλούς και αργότερα καυτηριάστηκε από τον Εισαγγελέα.
Στη δίκη, η σύζυγος ότι είχε μάθει αρχικά από την αδελφή της για τις σχέσεις του συζύγου της με τη μοδίστρα, αρκετούς μήνες πριν από το τραγικό γεγονός, όμως δεν επέδειξε την αναμενόμενη δυναμική αντίδραση και, όπως το δικαιολόγησε η ίδια, ανέχθηκε αυτή τη σχέση για να μη διαλύσει την οικογένειά της και να μη χάσει τα παιδιά της.
«Είναι συνηθισμένο να κάνει ο άντρας ότι θέλει», υποστήριξε στο δικαστήριο, εντυπωσιάζοντας τους παράγοντες της δίκης αλλά και πολύ κόσμο που την παρακολουθούσε.
Ο καιρός περνούσε και η σχέση συνεχιζόταν μέχρι τη στιγμή που ο Βασίλης έμαθε ότι η ερωμένη του είχε ρίξει στο παρελθόν βιτριόλι σε κάποιον άλλο εραστής της και μάλιστα είχε καταδικαστεί από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο σε φυλάκιση 7 μηνών και είκοσι ημερών.
Είχε αντιληφθεί τον σκληρό της χαρακτήρα και της είπε ότι θα μπει τέλος στη σχέση τους. Εκείνη εξαγριώθηκε και του ξεκαθάρισε ότι «η ίδια εγκαταλείπει τους άνδρες, όχι οι άνδρες εκείνη».
Της ανακοίνωσε τον χωρισμό τους μία μέρα πριν το τραγικό περιστατικό και εκείνη έξαλλη του απάντησε, σύμφωνα με όσα κατέθεσε στην αστυνομία ο Βασίλης, «Πρόσεξε καλά! Αύριο στο σπίτι σου, αντί για γιορτή, θα έχεις κηδεία». Ο Βασίλης δεν την πίστεψε, αλλά εκείνη το έλεγε και το εννοούσε.
«Καιτούλα, τώρα θα εκδικηθώ τον πατέρα σου»
Παρασκευή, 25 Νοεμβρίου 1966. Σύμφωνα με το σχέδιο της η Λίτσα ξεκίνησε μετά τις 11 το πρωί για το σχολείο του κοριτσιού, στη διασταύρωση των οδών Κορίνθου και Καρόλου.
Εκεί βρήκε τη μεγαλύτερη αδελφή του παιδιού, εννέα χρονών, και της είπε ότι έψαχνε την Καιτούλα για να την κεράσει, λόγω της ονομαστικής της εορτής.
Το ανυποψίαστο κορίτσι την ακολούθησε και κατευθύνθηκαν προς το αλσύλλιο, μέσω της οδού Καρόλου. Σταμάτησαν κοντά σε έναν λάκκο και και είπε στο παιδί: «Καιτούλα, τώρα θα εκδικηθώ τον πατέρα σου». Άρπαξε το κοριτσάκι από τους ώμους, το γύρισε προς το μέρος της και άρχισε να σφίγγει τον λαιμό του. Το άκακο παιδάκι φώναξε «Όχι άλλο θείτσα» αλλά εκείνη συνέχιζε ώσπου είδε στα μάτια του παιδιού τη γυαλάδα του θανάτου. Έριξε το παιδί στον λάκκο και το κάλυψε με κλαδιά.
Έπλυνε τα χέρια της σε μία βρύση που υπήρχε εκεί και κατευθύνθηκε προς το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Σε κάποιο σημείο πλησίασε έναν πλανόδιο λαχειοπώλη, τον έπιασε από το μπράτσο και του είπε: «Πάρε την αστυνομία γιατί έχω σκοτώσει ένα παιδί».
Εκείνος τα έχασε, έφυγε τρέχοντας και ειδοποίησε την αστυνομία από ένα περίπτερο. Το περιπολικό έφτασε στο σημείο και η δράστιδα οδήγησε τους αστυνομικούς στον λάκκο. Το παιδί μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
«Την έπιασα από τον λαιμό, την πάτησα με το γόνατο στο στήθος και την έσφιγγα με δύναμη»
Η γυναίκα περιέγραψε στους αστυνομικούς τη σκηνή του φόνου. Ήταν ψυχρή, εκδικητική αδίστακτη… «Της είπα ότι θα τη σκοτώσω για να εκδικηθώ τον πατέρα της, που με άφησε και έφυγε. Η μικρή τρόμαξε και κλαίγοντας μου απάντησε ότι ο πατέρας της δεν έφυγε και ότι ήταν σπίτι. Την έπιασα από τον λαιμό, την πάτησα με το γόνατο στο στήθος και την έσφιγγα με δύναμη. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα μια απέραντη ευχαρίστηση, γιατί νόμιζα ότι εκδικούμουν τον πατέρα της».
Η ίδια ανέφερε ότι δεν μπορούσε να σκοτώσει τον εραστή της γιατί τον αγαπούσε. «Έπνιξα το παιδί του γιατί του έμοιαζε και το αγαπούσε περισσότερο από τ’ άλλα. Ήξερα ότι με αυτό θα τον κάνω να πονέσει αφάνταστα».
Η υπόθεση εκδικάστηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1967 στο Κακουργιοδικείο της Πάτρας ενώ την πρώτη μέρα συγκεντρώθηκαν έξω από το δικαστήριο 800 άτομα.
Στη δικαστική αίθουσα εμφανίστηκε διαφορετική. Έκλαιγε κατά διαστήματα και φαινόταν μετανιωμένη.
Ο εισαγγελέας Λυμπέρης Παπανδρέου ήταν καταπέλτης. «Κι εσύ είσαι εγκληματίας της οικογένειάς σου. Είσαι κατηγορούμενος από τον ηθικό κώδικα. Το ίδιο και η σύζυγός σου, αλλά με κάποια ελαφρυντικά».
Η παιδοκτόνος καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Όταν την πλησίασαν οι δημοσιογράφοι, είπε: «Χαίρω, γιατί θα βασανίζεται η οικογένεια του Βασίλη».