«Ένιωθα κάποια δυσκολία να προσευχηθώ στον Χριστό. Την Παναγία την έχω σαν μάννα. Την Αγία Ευφημία το ίδιο. Την φωνάζω: «Αγία Ευφημούλα μου». Στον Χριστό ένιωθα δύσκολα. Την εικόνα Του με φόβο την φιλούσα. Και όταν την ώρα που έλεγα την ευχή έφευγε καμμιά φορά ο νους μου από τον Χριστό, δεν στενοχωριόμουνα. «Ποιος είμαι εγώ, για να χω συνέχεια τον νου μου στον Χριστό», σκεπτόμουν. Και συνέβη αυτό που θα σου πω:…
Ήταν βράδυ του Τιμίου Προδρόμου, θα ξημέρωνε του αγίου Κάρπου. Νιώθω ανάλαφρος, πούπουλο. Καμμιά όρεξη να κοιμηθώ. Σκέφτομαι:
«Ας καθήσω να γράψω κάτι για τον παπα-Τύχωνα να το στείλω στις αδελφές». Μέχρι τις 8.30′ αγιορείτικα έγραψα ως τριάντα σελίδες.
Αν και δεν νύσταζα, είπα να ξαπλώσω, γιατί ένιωθα λίγη κούραση στα πόδια. Παίρνει να φωτίζη.
Στις 9 η ώρα (6 περίπου κοσμικά το πρωί) δεν είχα κοιμηθή.
Σε μια στιγμή σαν να χάθηκε ο τοίχος του Κελλιού μου (δίπλα στο κρεββάτι προς το εργαστήριο). Βλέπω τον Χριστό μέσα στο φως, σε απόσταση έξι μέτρα περίπου.
Τον έβλεπα από το πλάι. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά και τα μάτια του γαλανά. Δεν μου μίλησε. Κοίταξε λίγο δίπλα, όχι ακριβώς εμένα. Δεν έβλεπα με τα σωματικά μάτια.
Αυτά είτε ανοιχτά είναι είτε κλειστά, καμμιά διαφορά δεν έχει. Έβλεπαν τα μάτια της ψυχής.
Όταν Τον είδα σκέφθηκα: Πώς μπόρεσαν να φτύσουν τέτοια μορφή;
Πώς μπόρεσαν -οι αθεόφοβοι- να ακουμπήσουν τέτοια μορφή; Πώς μπόρεσαν να μπήξουν καρφιά σ’ αυτό το σώμα;
Πα! πα! πα! Απόμεινα! Τι γλυκύτητα ένιωθα! Τι αγαλλίαση!
Δεν μπορώ να εκφράσω με δικά μου λόγια την ομορφιά αυτή.
Ήταν αυτό που λέει: «Ο Ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων». Αυτό ήταν. Δεν έχω δει ποτέ τέτοια εικόνα Του. Μόνο μία κάποτε -δεν θυμάμαι που- έμοιαζε κάπως.
Θ’ άξιζε να αγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια για να δη αυτή την ομορφιά για μια στιγμή μόνο. Τι μεγάλα και ανείπωτα είναι δυνατόν να χαρισθούν στον άνθρωπο, και με τι τιποτένια ασχολούμαστε!
Πιστεύω πως είναι ένα δώρο που μου έκανε ο παπα-Τύχων. Να μην το πης σε κανέναν. Πολύ το σκέφθηκα να το πω και σε σένα. Βλέπεις τόση ώρα δεν σου μίλησα, τώρα που φεύγεις».
Ύστερα από δύο μέρες όταν ξανασυναντήθηκαν, ο Γέροντας είπε:
«Όλη τη νύχτα έκλαιγα γιατί σου το πα. Δεν φοβάμαι πως θα το πεις. Αλλά εγώ ζημιώθηκα.»
Το γεγονός αυτό το αισθάνθηκε και μια αδελφή στην Σουρωτή και έγραψε στον Γέροντα: «Τάδε του μηνός, τάδε ώρα… Τα υπόλοιπα θα μας τα πείτε εσείς».
Και πράγματι, όταν αργότερα βγήκε έξω, τους το διηγήθηκε και μάλιστα περιέγραψε και αγιογράφησαν τον Χριστό, όπως ακριβώς τον είδε.
Πηγή: ekklisiaonline