Το μήνυμα της μεγάλης επανάστασης του 21, πέρασε στη Χίο από τον Σάμιο Λυκούργο Λογοθέτη. Οι Xιώτες το άσπάστηκαν, γιατί ποτέ δε λογάριασαν τον Τούρκο και ποτέ δε θεώρησαν τους εαυτούς τους σκλάβους.
Γιά την καταστολή της επανάστασης, στάλθηκαν στρατεύματα από τη Χερσόνησο της Ερυθραίας, από τον πασά Ελιέζογλου, και από το Ακρωτήρι του Καράμπουρνου, από τον πασά Μποσταντζόγλου. Η εντολή του Σουλτάνου ήταν ολιγόλογη: καταστείλτε την επανάσταση με κάθε μέσο.
Oι πρωτόγονες ορδές των δύο πασαλικιών, γνωστές για τις αγριότητές τους, ξεκίνησαν για την παραλία του Τσεσμέ, με τη συνοδεία των ρυθμικών κτύπων των τυμπάνων, που πάγωναν τις καρδιές των χριστιανικών χωριών των παραλίων της Μικρασίας. Μαζί του έχει ο Τουρκικός στρατός και πολλούς Έλληνες, τους οποίους εξανάγκασαν ν’ ακολουθήσουν σαν βαστάζοι (αχθοφόροι). «Σακκουλιέρηδες» τους έλεγαν.
Παναγία η Χιοπολίτισσα[1]
Ανάμεσα στους εξαναγκασμένους Έλληνες είναι και δύο Ρεϊσδεριανοί – ο ένας ονομαζόταν Καζανάκης, του άλλου το επίθετο το έφαγε η λήθη, οι σκληρές περιπέτειες του λαού και ο ξερριζωμός. Oι δύο χριστιανοί, αφού ξέφυγαν της προσοχής των Τούρκων φρουρών, κατευθύνθηκαν προς τα παράλια. Πάντοτε η θάλασσα στάθηκε το αιώνιο στοιχείο του Έλληνα. Κρυμμένοι, προσπαθούν να βρουν κάποιο πλεούμενο, που θα τους περάσει αντίκρυ, στη Μικρασία, στην πατρίδα τους το Ρεΐσδερε. Θέλουν να φύγουν από την κόλαση της Χίου, από τα διάσπαρτα σφαγμένα και κακοποιημένα σώματα των χριστιανών, από τις φωτιές, που καίνε από άκρη σ’άκρη ολόκληρη τη Χίο και από τους θρήνους και τις κραυγές οδύνης και απελπισίας των γυναικών, που άλλες τις σφάζουν οι Τούρκοι, άλλες τις κακοποιούν ή τις σέρνουν στους δρόμους και στη σκλαβιά, όπως ακριβώς τις αποθανάτισε στον πίνακά του ο μεγάλος ζωγράφος Ντέ λά Κρουά και τις θρήνησε σε ποίημά του ο Βίκτωρ Ουγκώ.
Παρ’όλες τις προφυλάξεις που παίρνουν οι δύο Ρεϊσδεριανοί, γίνονται αντιληπτοί από έναν Τούρκο, όδηγημένο από την Παναγία, που τους πλησιάζει. Έχει τη δική του οδύνη και το δικό του ψυχικό μαρτύριο, που ζητά τρόπο να ελευθερωθεί. Βρίσκεται κάτω από την εξουσία της Παναγίας και μαζί Της δημιουργεί τη δική Του τραγική σχέση και τη δική του ιστορία.
Οι δύο Ρεϊσδεριανοί τρομοκρατούνται στη θέα του Τούρκου. Σκέπτονται, πως τα βάσανά τους τελειώνουν, με το μαρτυρικό θάνατο που τους περιμένει. Αλλά, έκπληκτοι, βλέπουν έναν Τούρκο με το φόβο στο πρόσωπο, ένα φόβο μεγαλύτερο από το δικό τους, και μια αγωνία βασανιστική να τον γυροφέρνει. Με τρεμάμενα χέρια τους προτείνει μια εικόνα και σχεδόν παρακαλώντας τους, τους λέει:
—Πάρτε αυτή τη Μεριέμ (Μαριάμ – Μαρία).
Η εικόνα της Παναγίας στα χέρια του τον καίει, είναι η αιτία της αγωνίας του. Αν απαλλαγεί από την εικόνα, είναι βέβαιος πως θα απαλλαγεί και από το ψυχικό του μαρτύριο.
Οι δύο Ρεϊσδεριανοί τον βλέπουν καχύποπτα. Φοβουνται μήπως είναι απάτη, παγίδα. Γνωστή πολιτική των Τούρκων. Δεν απλώνουν το χέρι να πάρουν τούτο το ιερό σκεύος, την εικόνα της Παναγίας. Μόνο διερωτώνται: «Πως βρέθηκε η εικόνα στα χέρια του Τούρκου; Από ποιο εικονοστάσι μοναστηριού, εκκλησίας ή οικογένειας την άρπαξε; Πόσους χριστιανούς υπερασπιστές Της να έσφαξε ο άπιστος, για να την κάνει κτήμα του,·»
Μπροστά στις επιφυλάξεις και το δισταγμό των χριστιανών, αναγκάζεται ο Τούρκος να κάνει δημόσια εξομολόγηση και να διηγηθεί τη δική του ιστορία και το προσωπικό του δράμα της σχέσης του με την ιερή είκόνα:
—Προσπάθησα, πολλές φορές, μ’ένα τσεκούρι να «σφάξω» και κομματιάσω αυτή την εικόνα και να πετάξω τα σανίδια Της στη φωτιά. Κατέβαζα το τσεκούρι με δύναμη, με μίσος και πάθος, μα πάντα έμενε ακέραιη και μου έδειχνε πόσο πιό δυνατή ήταν από το σίδερο και το μίσος μου. Φοβήθηκα! Κοίταξα, τρέμοντας, την εικόνα και είδα το γλυκό πρόσωπο της Μεριέμ να μου χαμογελά. Νικήθηκα από την αγάπη αυτής της Γυναίκας και κατάλαβα πόσο μεγάλη και δυνατή είναι η πίστη σας. Πάρτε την εικόνα, να μή χαθεί, και βάλτε Την στην εκκλησία σας, να την τιμάτε όπως ξέρετε και όπως της αξίζει.
Σταυροκοπήθηκαν οι δύο Ρεϊσδεριανοί και την ασπάστηκαν με ευλάβεια. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Κατατρεγμένοι αυτοί, κατατρεγμένη και η Παναγία τους. Πάντα η ίδια τύχη του Θεού, της Παναγίας, των αγίων και του χριστιανικού λαου. Κοιτάζουν την ιερή εικόνα και συλλογίζονται: Πόσες να είναι οι περιπέτειες αυτής της εικόνας; Ποιά να είναι η πατρίδα της; Το γλυκό πρόσωπο της Παναγίας και του Χριστού, που φέρει στην αριστερή αγκαλιά Της, η τέλεια Βυζαντινή τεχνοτροπία, μαρτυρούν χέρι αγιασμένο μεγάλου αγιογράφου να την έχει ιστορήσει.
Έβλεπαν στο θαύμα της σωτηρίας της θείας εικόνας και τη δική τους σωτηρία. Η Παναγία δε θα τους εγκατέλειπε. Ξαφνικά, ένοιωσαν «δυνατοί εν πολέμω» και ο φόβος της καρδιάς τους να έχει εγκατασταθεί σε άλλες καρδιές.
Παρά την προσοχή που κατέβαλαν να μη γίνουν αντιληπτοί από τους Τούρκους, αυτοί τους είδαν, τους πυροβόλησαν κατ’επανάληψη, αλλά η Παναγία ξεστράκιζε τις σφαίρες και τις έστελνε σε άλλους τόπους. Προστάτευε τους… αρχαγγέλους Της.
Η Παναγία Ρεϊσδεριανή
Με μια βάρκα πέρασαν αντίκρυ, στη Μικρασία, στους αγιασμένους τόπους της Πατρίδας τους. Είχαν γλυτώσει από την κόλαση της Χίου. Η πανούκλα των σφαγών και των καταστροφών δεν είχε έλθει στον τόπο τους. Αργότερα θα ερχόταν καλπάζοντας, σαν κατάρα και σαν καταστρεπτικός σίφουνας, που θα παράσερνε στο διάβα του ανθρώπους, όσια και Ιερά.
Αναστάσιμα κτύπησαν οι καμπάνες του αγίου Νικολάου και του αγίου Δημητρίου. Την εικόνα τοποθέτησαν στο ναό του αγίου Νικολάου. Ο ερχομός της Ελεούσας έφερε τόση χαρά, όση δοκίμαζαν oι Εβραίοι στην έρημο, όταν έβλεπαν από τον ουρανό να έρχεται το μάννα. Το δώρο ήταν πολύ μεγάλο για τους Ρεϊσδεριανούς. Η χελιδονόφτερη φήμη του χαρμόσυνου γεγονότος, έτρεχε γρήγορα, από στόμα σε στόμα, και σκέπαζε όλη τη Μικρασία. Οι χριστιανοί έρχονταν με άλογα, κάρα και γκιζάκες, να προσκυνήσουν τη χαριτόβρυτη και θαυματόβρυτη εικόνα της αγίας Ελεούσας.
Σε λίγο, ο ναός του αγίου Νικολάου, φάνηκε μικρός και ανήμπορος να φιλοξενήσει τους χιλιάδες ευλαβείς προσκυνητές. Κτίστηκε δεύτερο κλίτος και κελλιά. Πολλές κόρες ήλθαν και αφιερώθηκαν στην Παναγία. Είχε γεννηθεί ένα μοναστήρι. Η μεγάλη καμπάνα της Παναγίας ήταν έργο τέχνης και όταν κτυπούσε για προσευχή, ο ήχος της ακουόταν σε όλα τα γύρω χωριά. Ποτέ όμως δεν ξεπέρασε τον ήχο, τη δύναμη και το μεγαλείο της καμπάνας της μεγάλης πόλης των Αλατσάτων, της Παναγίτσας. Γι αυτό, τραγουδώντας τον πόνο τους και τον πόθο τους οι Ρεϊσδεριανοί, έλεγαν:
Καρακαμπανάρα μου Ρεϊσδεριανή,
να καταπονέσεις (να νικήσεις) την Αλατσατιανή.
Η εικόνα της Ελεούσας αγαπήθηκε τόσο πολύ από τους Ρεϊσδεριανούς, ώστε έγινε «η Παναγία τους». Η τύχη της Παναγίας ήταν πιά συννυφασμένη με την τύχη αυτού του λαού.
Χιλιάδες πιστών συνέρρεαν κάθε χρόνο στις 11 Ιουνίου, ήμερα εορτής, για να τιμήσουν την Ύπεραγία Θεοτόκο, αλλά και να ζητήσουν βοήθεια και προστασία. Χωλοί, τυφλοί, δαιμονιζόμενοι, ασθενείς από όλη την περιοχή μαζευόταν την ημέρα εκείνη ζητώντας βάλσαμο για τον πόνο τους. Και η Πολυεύσπλαχνη Μητέρα πολλούς εθεράπευε.
Πολλά θαύματα αναφέρονται στη χάρη Της. Πρώτα απ’ όλα η θεραπεία πλήθους ασθενών, που υπέφεραν από βαρειές και ανίατες αρρώστειες. Κάποια γυναίκα άρρωστη, που είχε ακούσει για τα θαύματα της Ελεούσας, παρεκάλεσε την Παναγία να γίνει καλά και να προσφέρει αφιέρωμα τα βραχιόλια της. Πράγματι έγινε καλά. Η μεγάλη απόστασι όμως του τόπου της από το Ρεϊσδερέ και η δυσκολία μετακινήσεως την εποχή εκείνη την εμπόδισαν να πραγματοποίησει την υπόσχεσή της. Δεν έπαυσε όμως να σκέπτεται την ύποχρέωσή της έναντι της Παναγίας. Με μεγάλη κατάπληξη όμως είδε κάποια μέρα ότι τα βραχιόλια της έλειπαν. Υπέθεσε ότι της τα έκλεψαν. Απεφάσισε όμως να πάει στο μοναστήρι και να αναπλήρωσει με χρήματα την αξία των αφιερωθέντων.
Όταν έφθασε ανέφερε το γεγονός στην ηγουμένη και εκείνη την οδήγησε μπροστά στην Είκόνα να δει δύο βραχιόλια, που κατά μυστηριώδη τρόπο είχαν βρεθει πριν από μερικές μέρες μαζί με τα άλλα αφιερώματα. Με έκπληξη είδε ότι ήταν τα δικά της. Η Παναγία είχε εκπληρώσει την επιθυμία τής πιστής γυναίκας.
Όταν πάλι ήθελαν να σκεπάσουν την Είκόνα με ασήμι, ήρθε ο τεχνίτης Νικόλαος Χρυσοχόος από το Τσεσμέ, τώρα κάτοικος Ν. Καλλιπόλεως (ο ίδιος ανέφερε το γεγονός) και παρέλαβε την Είκόνα να την μεταφέρει στο εργαστήρι του. Στον δρόμο παρετήρησε ότι η Είκόνα ήταν ανάποδα, δηλαδή κοίταζε προς τα πίσω. Πήρε στα χέρια του σωστά την Είκόνα και συνέχισε το δρόμο του. Αλλά μετά άπό λίγο είδε με μεγάλη του κατάπληξη ότι η Είκόνα ήταν και πάλι στραμμένη προς τα πίσω. Έτσι η Παναγία φανέρωνε την επιθυμία Της να μην απομακρυνθεί άπό τον τόπο Της, τη Μονή του Ρεϊσδερέ.
Στους διωγμούς
Στον πρώτο διωγμό του 1914, η σχετική άνεση στο ξεσήκωμα έδωσε τη δυνατότητα με την πρέπουσα ευλάβεια να μεταφερθούν τόσο η εικόνα της Έλεούσας, όσο και οι εικόνες του τέμπλου του αγίου Δημητρίου στη Χίο.
Η εικόνα τής Ελεούσας φιλοξενήθηκε στην εκκλησία του λοβοκομείου. Αν και σκορπισμένοι οι Ρεϊσδεριανοί δεν έπαυσαν ποτέ να στέλνουν θερμές τις παρακλήσεις τους στην Παναγία για μια γρήγορη επάνοδο.
Όταν η χαρμόσυνη είδηση της επιστροφής (Παλινόστηση) έφθασε, πρώτο και ουσιωδέστερο μέλημα ήταν η μεταφορά τής Έλεούσας. Ο ιερεύς του Ρεϊσδερέ Σταμάτιος Συγγρός παρέλαβε την Εικόνα από το λοβοκομείο και την τοποθέτησε στη βρατσέρα, που θα τους μετέφερε την άλλη ήμερα στον τόπο τους. Φοβερή όμως τρικυμία τη νύκτα τούς έκανε να σκέπτονται αν έπρεπε να ξεκινήσουν το πρωί, όπως είχαν συμφωνήσει. Αλλά μόλις ξημέρωσε η θάλασσα γαλήνεψε. Η Παναγία και πάλι είχε κάμει το θαύμα της. Ταξίδεψαν περίφημα.
Πάγωσαν όμως οι ψυχές τους, όταν αντίκρυσαν ερείπιο το Ρεϊσδερέ. Στις εκκλησίες μόνο οι γυμνοί τοίχοι είχαν μείνει. Ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα. Η Παναγία δεν είχε στέγη. Έμεινε στο σπίτι του ιερέως Συγγρού.
Ο μεγαλοπρεπής άγιος Δημήτριος δέχτηκε την πρώτη Κυριακή τους χριστιανούς γυμνός και ερειπωμένος. Οι εικόνες τού τέμπλου δεν είχαν επιστρέψει ακόμα. Μοναδική εικόνα η Ελεούσα. Και εκεί που άλλοτε άστραφταν τα ασημένια πολυκάνδηλα, τώρα το τρεμάμενο φως ενός φαναριού φωτίζει πρόσωπα χλωμά, τσακισμένα από τον πόνο, σε μια έκσταση ψυχικής άνατάσεως.
Αλλά η πίστη των Ρεϊσδεριανών έκαμε όμορφες σαν πρώτα τις εκκλησίες τους. Το Μοναστήρι ζωντάνεψε πάλι. Οι καλόγριες μαζεύτηκαν. Η Ελεούσα βρήκε τη θέση της. Όλα μπήκαν στο σωστό δρόμο τους.
Ήρθε όμως ο δεύτερος διωγμός, η μεγάλη συμφορά, το οριστικό ξερρίζωμα. Ήρθε η Καταστροφή, φοβερός σίφουνας, να καταποντίσει τα πάντα. Μέσα σ’ αυτή τη δίνη του ολέθρου οι Ρεϊσδεριανοί δεν λησμόνησαν την Παναγία τους.
Είναι βαθιά ριζωμένη σ’ εμάς τους “Ελληνες η πίστη. Αυτή ακριβώς η προσήλωση στα ιδανικά, η αφοσίωση στην πίστη και στην πατρίδα, μάς έχει σώσει πολλές φορές και εκεί οφείλομε την ύπαρξή μας σαν Έθνος.
Έχαναν τα πάντα οι Ρεϊσδεριανοί. Έφευγαν διωγμένοι, κυνηγημένοι από τη φωτιά και το μαχαίρι, κουρελήδες και ξυπόλητοι, χωρίς πνοή. Δεν έσωσαν τίποτε. Και τη ζωή τους έχασαν πολλοί. Δεν εγκατέλειψαν όμως την Παναγία τους. Δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους ό,τι ιερώτερο είχαν να βεβηλωθεί από τα χέρια των απίστων. Η Ελεούσα ήταν πάνω από τη ζωή τους. Έπρεπε να σωθεί. Και την έσωσαν.
Το φοβερό εκείνο βράδυ της καταστροφής, όταν οι περισσότεροι Ρεϊσδεριανοί είχαν μαζευτεί στο σπίτι του Ρηγάκη και στον άγιο Δημήτριο, δύο τρομαγμένες καλόγριες φθάνουν στο σπίτι του Ρηγάκη. Είχαν φέρει από το Μοναστήρι την εικόνα της Ελεούσας, κρυμμένη κάτω από μια πετσέτα. Όλοι κινητοποιήθηκαν, σταυροκοπήθηκαν και ζήτησαν την προστασία Της. Την έκρυψαν όσο καλύτερα μπορούσαν.
Ακολούθησε η νύχτα των βασάνων και των σπαραγμών. Το πρωί οι φλόγες είχαν ζώσει το Ρεϊσδερέ. Η απόγνωση είχε φθάσει στο κατακόρυφο. Όρμησαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Μια γυναίκα η Ευρυδίκη του Ρηγάκη τρέχει με την Εικόνα στην αγκαλιά. Μαζί της η Μαρία του Πολιτάκη. Εγκαταλείπουν το Ρεϊσδερέ. Βρίσκονται στα τελευταία του σπίτια.
Οι Τούρκοι τούς έχουν αντιληφθεί και τούς κυνηγούν. Τι να κάμουν; Αν οι αλλόθρησκοι δουν την Εικόνα στα χέρια τους, η εκδίκησή τους θα είναι σκληρή και η Είκόνα θα καταστραφεί. Παίρνουν αστραπιαίως την άπόφαση να την κρύψουν. Δίπλα τους είναι ο φούρνος του σπιτιού του Μπαρούμα. Σε δευτερόλεπτα η Είκόνα τοποθετείται στο φούρνο και κρύβεται με μερικές πέτρες.
Σε λίγο το έξαλλο πλήθος πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Άλλους έσφαξαν, άλλους μάζεψαν και οδήγησαν στα Αλάτσατα, άλλοι πνίγηκαν. Μερικοί ξέφυγαν. Κρύφτηκαν στις παραλίες, γιατί άπό τη θάλασσα περίμεναν τη σωτηρία.
Η θάλασσα είχε σχηματίσει στους βράχους της παραλίας σπηλιές. Σ’ αυτές τις τρύπες βουτηγμένοι ώς τα γόνατα μέσα στο νερό περνούσαν την ημέρα τους. Τη νύχτα έβγαιναν μουσκεμένοι ώς το κόκκαλο και κοιμόταν στα αμπέλια.
Ανάμεσα σ’αυτούς που είχαν ξεφύγει και έμεναν στην παραλία, ήταν κι ο Μπαρούμας, στο φούρνο του οποίου είχε κρυφτεί η Εικόνα. Το πρώτο βράδυ μετά τη φοβερή έξοδο ο Μπαρούμας, χωρίς βέβαια να ξέρει ότι η είκόνα της Ελεούσας ήταν στο φούρνο του, βλέπει στον ύπνο του την Παναγία να του λέει :
—Η εικόνα μου είναι στο φούρνο σου. Πήγαινε να την πάρεις.
Τρομαγμένος και παγωμένος από το όραμα ξύπνησε ο Μπαρούμας. Φόβος τον κατέλαβε, σά θυμήθηκε την προστακτική παραγγελία της Παναγίας. Πως να πάει τόσο δρόμο στο Ρεΐσδερε, χωρίς να τον αντιληφτούν οι Τούρκοι; Πως θα μπει, σά νοικοκύρης, στο χωριό να πάρει την εικόνα, όταν τα μεθυσμένα από το χριστιανικό αίμα Τουρκικά λεφούσια, θα ουρλιάζουν στους μαχαλάδες; Πως θα γυρίσει ζωντανός, περνώντας ανάμεσα από τόσους οπλισμένους; Ο Μπαρούμας λούφαξε με τους φόβους του και δεν έκανε λόγο για το όραμα σε κανέναν. Το όραμα επαναλήφτηκε για δεύτερη και τρίτη βραδιά. Το τρίτο βράδυ, που παρουσιάστηκε η Παναγία, του είπε:
—Πήγαινε να πάρεις την εικόνα μου και μην έχεις κανένα φόβο. Εγώ θα σε προστατέψω από τους κινδύνους.
Το τέταρτο πήρε την απόφασι. Μόλις νύχτωσε ξεκίνησε. Περπάτησε από τη θάλασσα μέχρι το Ρεϊσδερέ χωρίς να συνάντησει ψυχή. Μέσα βούιζε το Ρεϊσδερέ. Άλογα χλιμίντριζαν, άνθρωποι φώναζαν, σκύλοι γαύγιζαν. Ήταν οι Τούρκοι των γειτονικών χωριών, που σαν όρνια είχαν πέσει στα «καλά» των χριστιανών. Τις προίκες των Ρεϊσδεριανών, στίβες ολόκληρες υφαντά και κεντητά, οι Τουρκάλες τις χάρηκαν. Πήρε ο Μπαρούμας την Εικόνα κι έφυγε. Κανείς δεν βρέθηκε στον δρόμο του.
Ξημερώματα έφθασε στην παραλία. Όπως έβγαινε ο ήλιος οι ακτίνες του έπεφταν στο ασήμι της Εικόνος. Οι κρυμμένοι είδαν τη λάμψη από μακριά και τρόμαξαν. Νόμισαν ότι η λάμψη αυτή προερχόταν από τις λόγχες των Τούρκων που ερχόταν. Κρύφτηκαν όσο μπορούσαν καλύτερα. Αφού πέρασε όμως αρκετή ώρα και τίποτε δεν είχε συμβεί, ξεθάρρεψαν και σήκωσαν τα κεφάλια τους να δουν. Από μακριά ερχόταν ο Μπαρούμας με την Εικόνα στην αγκαλιά. Ο Μπαρούμας μετά την Καταστροφή, εμόνασε στο Άγιο Όρος, όπου και πέθανε.
Βάλσαμο χύθηκε στις ψυχές τους. Ένοιωσαν σιγουριά. Η είδηση γρήγορα απλώθηκε. Μαζεύτηκαν αρκετοί. Με πέτρες έκτισαν μια πρόχειρη στέγη για την Εικόνα. Ένας έτρεξε στο εξωκκλήσι του αγίου Γεωργίου και έφερε καντήλι και λάδι. Παρεκάλεσαν από τα βάθη της ψυχής τους την Παναγία να τους φέρει τη σωτηρία.
Τέσσερις μέρες έμεινε η Εικόνα στη Πούντα (η ονομασία της τοποθεσίας). Οκτώ μέρες είχαν περάσει άπό τότε που κυνηγημένοι σαν τ’ αγρίμια ζούσαν σε τούτα τα μέρη. Χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, χωρίς ρούχο να σκεπαστούν. Το μάτι τους καρφωμένο στο πέλαγος δεν έβλεπε τη σωτηρία να φθάνει.
Η πείνα όμως τούς θέριζε. Μακριά είδαν ζώα και μερικοί πήραν την απόφαση να πάνε για να φέρουν κάτι να φάνε. Βρήκαν μια αγελάδα, αλλά προδόθηκαν στους Τούρκους. Την άλλη ήμερα έφθασαν ασκέρι ολόκληρο με γυμνά τα σπαθιά και σάρωσαν κυριολεκτικά την περιοχή. Πάνω άπό πεντακόσια άτομα μάζεψαν. Τους πήραν κι έφυγαν για τ’ Αλάτσατα.
Ελάχιστοι, μετρημένοι τους ξέφυγαν. Μέσα σ’ αυτούς ο Νικόλαος Γιομελάκης με τη γυναίκα του Κυριακούλα και μια άλλη γυναίκα. Είχαν τρυπώσει στα τρίσβαθα μιας σπηλιάς και δεν τους είδαν.
Όταν η θύελλα κόπασε ο Γιομελάκης βγήκε για να βρει λίγο νερό. Η γυναίκα του ήταν έγκυος. Βρήκε νερό και επέστρεφε. Πιο πέρα σ’ ένα αμπέλι ήταν ένα σπιτάκι. Ούτε ο ίδιος δεν κατάλαβε ποια σκέψη τον έφερε σ’ αυτό το σπίτι. Το βρήκε άδειο. Μόνο λίγα άχερα σε μια γωνιά. Ξαφνικά είδε κάτι να γυαλίζει μέσα στ’ αχερα. Τα παραμέρισε και είδε τη σεπτή μορφή της Θεοτόκου.
Ήταν η εικόνα της Έλεούσας. Πώς βρέθηκε εκεί είναι άγνωστο. Ασφαλώς κάποιος, όταν είδε τους Τούρκους, επειδή η θέση της Εικόνος εκεί που την είχαν τοποθετήσει πρόχειρα ήταν επισφαλής, διότι θα την έβλεπαν οι Τούρκοι, την πήρε και την έκρυψε μέσα στ’ άχερα.
Ο Γιομελάκης με την Εικόνα στα χέρια κατέβηκε στη θάλασσα. Έκαμε το σημείο του σταυρού, βούτηξε τρεις φορές την Εικόνα στη θάλασσα και παρεκάλεσε. «Παναγία μου κάμε το θαύμα σου. Στείλε ένα καράβι να σωθούμε εμείς, να σωθείς κι Εσύ».
Άφησε την Εικόνα κάπου, μάζεψε λίγα ξερόκλαδα και άναψε φωτιά, να δεί τον καπνό καμμιά βάρκα να ’ρθει να τους πάρει.
Εκείνη την ώρα η Δέσποινα Θεοδώρου, που είχε ξεφύγει από τους Τούρκους, και επέστρεφε στην παραλία, ήρθε κοντά στο Γιομελάκη. Όπως κατέβαινε στη θάλασσα είδε σε μια συκιά σύκα και ανέβηκε να τα κόψει. Ήταν πεθαμένη της πείνας.Από κει πάνω λοιπόν είδε στο βάθος της θάλασσας ένα μικρό σημαδάκι. Το είπε στο Γιομελάκη. Έβαλαν κι άλλα ξύλα στη φωτιά να δουν τον καπνό από το καΐκι, αν και κινδύνευαν να γίνουν αντιληπτοί από τους Τούρκους. Το σημαδάκι μεγάλωσε. Ήταν πανί καϊκιού. Αλλά πάλι χάθηκε. Κατάλαβαν. Το καΐκι είχε άντιληφθεί τον καπνό και ερχόταν προς το μέρος τους. Αλλά για να μη δώσει στόχο στους Τούρκους, βλέποντάς το από μακριά, είχε κατεβάσει το πανί.
Σε λίγο πραγματικά φάνηκε ένα καΐκι. Η λαχτάρα κορυφώθηκε. Η σωτηρία τους έφθανε. Ήταν ένα μεγάλο καΐκι Γνουσιώτικο (από τις Οινούσες). Ευτυχώς βρέθηκαν τούτοι οι ψαράδες και οι καπεταναίοι, που με κίνδυνο της ζωής τους, χωρίς καμμιά οικονομική ωφέλεια, τριγύριζαν με τις βάρκες και τα καΐκια τους και μάζευαν από τις παραλίες όσους είχαν σωθεί.
Μάζεψε και τούτο όσους βρήκε στη Πούντα. Η πρώτη θέση στο καΐκι ήταν της Ελεούσας, διότι σ’ Εκείνη απέδωσαν τη σωτηρία τους. Πέρασε μετά από το Μονόπετρο και το Κερμεάλεσι. Όσοι το είδαν σώθηκαν.
Τούς έφερε στη Χίο. Εκεί ο Γιομελάκης φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Νικολή του Ζαφειράκη. Εξαιρετικής θρησκευτικότητος η οικογένεια του Ζαφειράκη είχε μετατρέψει ένα δωμάτιο του σπιτιού της σε εικονοστάσι. Εκεί τοποθέτησαν την εικόνα της Ελεούσας. Το καντήλι ήταν ακοίμητο τους έξι μήνες, που έμεινε η εικόνα στη Χίο.
Τότε έγινε πρόταση από τους Ρεϊσδεριανούς, αλλά και από Χιώτες, να μεταφερθεί η Εικόνα από το σπίτι του Ζαφειράκη στην εκκλησία του Κάστρου της Χίου. Ο Γιομελάκης συνεβουλεύθη εξέχοντες Ρεϊσδεριανούς, που βρισκόταν στη Χίο και πήραν την απόφαση να μη δοθεί η Εικόνα, άλλα να κρατηθεί από τον Γιομελάκη ιερό κειμήλιο των Ρεϊσδεριανών, για να αποτελέσει κόσμημα της εκκλησίας ενός νέου Ρεϊσδερέ, που θα δημιουργούσαν στη νέα πατρίδα.
Η οικογένεια Γιομελάκη μετά εξάμηνη παραμονή στη Χίο ήρθε στη Λήμνο. Και εδώ, παρά τις στερήσεις και την ανέχεια, ποτέ δεν έσβησε το καντήλι της Ελεούσας και ένα δωμάτιο ήταν αποκλειστικά δικό Της.
Πολλοί Ρεϊσδεριανοί και Xιώτες, πρότειναν να μεταφερθεί η Παναγία στην εκκλησία του κάστρου, της Χίου. Ο Γιομελάκης λογικά σκεπτόμενος, πήρε τη γνώμη και άλλων προυχόντων Ρεϊσδεριανών και κατέληξαν: Η εικόνα να παραμείνει στα χέρια του Γιομελάκη, να το φυλάει καλά τούτο το ιερό κειμήλιο, μέχρις ότου δημιουργηθεί κάπου παροικία των Ρεϊσδεριανών, το νέο Ρεΐσδερε. Τότε, να παραδοθεί εκεί, σαν ιερά παρακαταθήκη, και να αποτελεί το κέντρο των Ρεϊσδεριανών στη νέα πατρίδα.
Αλλά οι ομορφιές της Κρήτης ξεπέρασαν το πέλαγος και έγιναν σαγήνη για πολλούς ξερριζωμένους. Ένας απ’ αυτούς, που τράβηξαν οι ξεχωριστές ομορφιές της Κρήτης, ο Γιομελάκης. Άφηνε μετά ένα χρόνο τη Λήμνο και ξεκινούσε για την Κρήτη.
Το πλοίο, που τους μετέφερε, πλεύρισε στο Άγιο Όρος. Έμαθαν οι μοναχοί του Αγίου Όρους, ότι μια θαυματουργός εικόνα μεταφέρεται με το πλοίο και ζήτησαν να τη δουν. Αντελήφθησαν την αξία της Εικόνος και ζήτησαν να την αγοράσουν. Διέθεταν μάλιστα και ένα αξιοσέβαστο ποσό χρυσών λιρών, που θα δελέαζε και ευκατάστατο και οικονομικώς εξέχοντα άνθρωπο. Δεν δελέασε όμως τους φτωχούς και πεινασμένους Ρεϊσδεριανούς, γιατί πάνω από τις ανάγκες της ζωής είχαν την πίστη.
Η Εικόνα ήταν ίερό κειμήλιο του τόπου τους, ήταν η θύμιση της Πατρίδος, πώς να την πουλούσαν; Δεν δέχτηκε ο Γιομελάκης την πρόταση, αν και οι καλόγεροι χρησιμοποίησαν κάθε μέσο για να τον πείσουν. Ζήτησαν μάλιστα και τη συνδρομή του καπετάνιου, ο οποίος επενέβη και προσεπάθησε να μεταπείσει τον Γιομελάκη. Αλλά όλων οι ενέργειες απέβησαν άκαρπες. «Δεν πουλώ την Εικόνα» είπε ο Γιομελάκης «διότι δεν είναι δική μου, είναι του Ρεϊσδερέ».
Το τέλος μιας οδύσσειας
Έτσι συνέχισε το ταξείδι Της, για να φθάσει στην Ιεράπετρα, όπου έμελλε να βρει την οριστική Της θέση.
Στην αρχή παρέμεινε στο σπίτι του Γιομελάκη. Οι Ρεϊσδεριανοί ένοιωσαν σίγουροι κάτω από τη σκέπη Της. Έτρεχαν και πάλι σ’ Εκείνη, για να ζητήσουν την παρηγοριά και την προστασία Της.
Αλλά γρήγορα έγινε η μητέρα όλων. Δεν γονάτιζαν μόνο οι Ρεϊσδεριανοί μπροστά στη σεπτή Της εικόνα, για να αναπέμψουν θερμή την παράκληση και τις ευχαριστίες τους. Είχε γίνει και για τους ντόπιους η παρηγοριά. Κι εκείνοι έτρεχαν να κρυφτούν στην αγκαλιά Της. Έγινε η προστάτις και το καταφύγιο όλων.
Το σπίτι του Γιομελάκη κάθε μέρα κατέκλυζαν οι προσκυνητές για να τιμήσουν, να δοξάσουν, και να ευχαριστήσουν τη δότρια των αγαθών, Εκείνη που άπεμάκρυνε κινδύνους, που θεράπευε ασθένειες, που έδιδε τη χαρά και την ηρεμία. Είχε μετατραπεί σε εκκλησία.
Τότε, κατόπιν συννενοήσεως της οικογένειας Γιομελάκη και του Επισκόπου Φιλόθεου Μαζοκοπάκη, απεφασίσθη η μεταφορά της Εικόνος στο Μητροπολιτικό ναό του αγίου Γεωργίου. Στην αρχή τοποθετήθηκε στο Ιερό της εκκλησίας και αργότερα εξετέθη στο προσκυνητάρι.
Λατρεύτηκε με θέρμη και πάθος. Αγαπήθηκε από όλους τους κατοίκους της Ιεράπετρας.
Όλοι όσοι Την παρακάλεσαν δέχτηκαν πλούσια τη χάρη Της. Πολλά θαύματα έκανε. Αναφέρω τη μαρτυρία αξιόπιστου προσώπου, του νεωκόρου Γιάννη Σφακιανάκη ο οποίος επί σειρά ετών προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Εκκλησία και η ακεραιότης του χαρακτήρος του εγγυάται την αξιοπιστία.
Αναφέρει λοιπόν ότι, όταν εκαλείτο να μεταφέρει την Εικόνα σε σπίτι αρρώστου, διότι παλιά επικρατούσε αυτή η συνήθεια, εάν μεν ο άρρωστος επρόκειτο να γίνη καλά η Εικόνα ήταν πολύ ελαφρά. Αν ο άρρωστος δεν θα εγίνετο καλά, γινόταν βαρειά σαν μολύβι. Αυτό είχε παρατηρηθεί και στο Ρεϊσδερέ και όταν η Εικόνα ήταν στο σπίτι του Γιομελάκη. Επίσης ένα βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, είχε πάει στην εκκλησία για κάποια εργασία. Όταν όμως έφευγε άκουσε ένα θόρυβο, σαν κάτι να έπεσε και έσπασε. Εγύρισε, κοίταξε επισταμένως, αλλά δεν είδε τίποτε. Επεχείρησε να φύγει, αλλά και πάλι άκουσε τον ίδιο θόρυβο. Επανελήφθη και για τρίτη φορά, οπότε είδε ότι το κανδήλι της Ελεούσας ήταν σβηστό. Το άναψε και έφυγε. Αυτή τη φορά δεν άκουσε τίποτε.
Το μέγεθος της λατρείας και η απεραντοσύνη της πίστεως των Ιεραπετριτών προς την Ελεούσα πήρε σάρκα και οστά. Απεφασίσθη η ανοικοδόμηση ναού, που θα εστέγαζε την Εικόνα. Έτσι το έτος 1963 η Μαρία χήρα Δημητρίου Γιαννικάκη και η κόρη της Ελένη Βογιατζή δωρίζουν για το σκοπό τούτο οικόπεδο εκτάσεως πλέον του στρέμματος. Ο γιατρός Γεώργιος Μαυροφόρος και η Ελπινίκη σύζυγος Πέτρου Καπνιστού προσφέρουν μικρότερα τμήματα και έτσι ολόκληρη η διαθέσιμη έκταση πέρασε το ενάμισυ στρέμμα.
Στις 27 Δεκεμβρίου 1967 εξεδόθη από το Μητροπολίτη Ίεραπύτνης και Σητείας κ. Φιλόθεο Βουζουνεράκη η άδεια ανεγέρσεως και παρεχωρήθη αρχιτεκτονικό σχέδιο του Υπουργείου Παιδείας. Ο μηχανικός κ. Εμμανουήλ Αγιαννιωτάκης εμεγένθυνε το σχέδιο, συνεπλήρωσε τον στατικό υπολογισμό και ανέλαβε την επίβλεψη των εργασιών αδαπάνως.
Η θεμελίωση έγινε στις 11 Σεπτεμβρίου 1968. Με απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου συνεκροτήθη ερανική επιτροπή με σκοπό την εξεύρεση χρημάτων. Οι φιλότιμες προσπάθειες της επιτροπής, της οποίας πρόεδρος είναι ο ακάματος και ευσεβέστατος ιερέας Εμμανουήλ Σπυριδάκης, αφ’ ενός, αλλά και η προθυμία όλων να προσφέρουν για την Ελεούσα, απέδωσαν το αξιοσέβαστο ποσό του ενός εκατομμυρίου. Η εκκλησία είναι έτοιμη. Υψώνεται μεγαλοπρεπέστατη και περιμένει να στέγασει τη θαυματουργό Εικόνα. Εντός ολίγου θα εγκαινιασθεί.
Έτσι η εικόνα της Έλεούσας, ύστερα από διωγμούς και περιπλανήσεις βρίσκει τη θέση της στην αγκαλιά των Ιεραπετριτών, που άνοιξε διάπλατα και τη δέχτηκε.
Με τη χάρη του Κυρίου και τις πρεσβείες της Κυρίας Θεοτόκου ο Ναός της έχει ήδη ολοκληρωθεί από τό 1973. Τα ιερά εγκαίνια ετελέσθησαν από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ιεραπύτνης και Σητείας κ. Φιλόθεο Βουζουνεράκη την 30 Σεπτεμβρίου του έτους1973.
1. Πρόκειται για αντίγραφο της εικόνας «Αξιόν έστιν». Ίδε Αρχιμ. Θεοφυλάκτου Μαρινάκη «Παναγίες» Θαυματουργές, έκδ. Γ΄ Θεσσαλονίκη 1997, σ. 152-169.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ ΕΙΚΟΝΑΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΟΥΣΑΣ, Της. κ. Μαρίας Μαθιουδάκη-Δραγασάκη, Δασκάλας τ. Εκπαιδευτικής Συμβούλου Παναγία η Ελεούσα του Ρεϊσδερέ- Οι περιπέτειες ενός λαού-μιας εικόνας
Αρχιμ. Θεοφύλακτου Μαρινάκη, Θαυματουργές εικόνες της Παναγίας στο Άγιον Όρος, σελ. 40-56, Θεσσαλονίκη 2001
Πηγή: nea-news.gr