Σύμφωνα με τη μικρασιατική παράδοση η Ιερά Εικόνα βρέθηκε από έναν βοσκό. Αυτός πήγαινε τα ζώα του (γίδια) σ’ ένα χωράφι όπου υπήρχαν βουρλιές (βούρλα). Κάποια στιγμή ένα γίδι αποκόπηκε από το κοπάδι και όταν επέστρεψε ο βοσκός παρατήρησε ότι είχε βρεγμένα γένια. Την επόμενη μέρα χωρίς τα ζώα αυτή τη φορά ο βοσκός πήγε πάλι στο χωράφι να βρει το μέρος με το νερό ώστε να το ανοίξει και να πίνουν από εκεί όλα τα ζώα του. Ψάχνοντας και μη μπορώντας να βρει την πηγή ανακάλυψε την εικόνα της Παναγίας. Στο σημείο εκείνο φτιάχτηκε ένα μικρό εκκλησάκι της Ευρέσεως και δίπλα η μεγάλη εκκλησία όπου μέσα εκεί φυλασσόταν η εικόνα.
Τό σίγουρο πάντως εἶναι πώς ἡ πρώτη μικρή ἐκκλησία χτίστηκε ἀπό Ναξιῶτες οἱ ὁποῖοι ἦταν κτίστες καί δουλεύανε ὡς ἐργάτες στά κτήματα τοῦ Ἀγᾶ τῆς περιοχῆς. Ἐπειδή ἦταν πολύ καλοί γιά νά τούς δελεάσει ὁ Ἀγᾶς νά παραμείνουν στά Βουρλά τούς ἐπέτρεψε νά φέρουν καί τίς οἰκογένειες τους καί τούς ἔδωσε ἄδεια νά φτιάξουν, ἐκεῖ πού ἀργότερα ἦταν τό «ἱερό» τῆς Παναγίας, μιά παράγκα καί μέσα ἐκεῖ νά προσεύχονται. Αὐτοί οἱ Ναξιῶτες ἔφεραν καί παπᾶ καί ὅταν ἀργότερα τούς ἐπισκέφτηκε ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου κατάφερε νά πάρει ἄδεια ἀπό τόν Ἀγά νά φτιάξουν μιά μικρή μέν ἀλλά κανονική ἐκκλησία καί μάλιστα τούς δάνεισε καί πολλά χρήματα. Καί αὐτό τό ἔκανε καί ἀπό εὐγνωμοσύνη πρός τούς χριστιανούς γιατί σέ κάποια πλημμύρα οἱ χριστιανοί ἔφτιαξαν ἕνα μικρό γεφύρι γιά νά περάσει ἡ «χανούμισα» μέ τίς θεραπαινίδες της πού εἶχαν ἀποκλειστεῖ ἀπό τά νερά μέσα στό λουτρό. Μιά ἄλλη παράδοση ἀναφέρει ὅτι ὅταν χτιζόταν ἡ ἐκκλησία οἰ μαστόροι εἶχαν βάλει στά σφυριά τους πετσιά γιά νά μήν προκαλοῦν τόν Τοῦρκο διοικητή.
Η ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῶν Βρυούλων χτίστηκε γιά τρίτη φορά τό 1796 «ἐκ βάθρων ὡς ὁρᾶται νῦν… προστασία τοῦ ἐνδοξοτάτου καί φιλοχρίστου ἄρχοντος διερμηνευτοῦ τοῦ βασιλικοῦ (σουλτανικοῦ) στόλου κυρίου Χαντζερῆ». Γιατί ὅμως ξανακτίστηκε, τρίτη ἤδη φορά, ἡ «Παναγία»; Προφανῶς ἐπειδή ἦταν πολύ μικρή καί δέν ἐπαρκοῦσε γιά τίς ἀνάγκες τῶν Βουρλιωτῶν πού ὄλο καί αὐξάνονταν, εἴτε ἐπειδή ὁ προηγούμενος μικρός ναός εἶχε καταστραφεῖ ἀπό σεισμό ἤ πυρκαγιά, ἔνοιωθαν τήν ἀνάγκη καί τό χρέος νά ξαναφτιάξουν τήν ἐκκλησία τους. Ἔτσι ὅταν ἔφθασε ὁ σουλτανικός στόλος στήν Σμύρνη, καί πιθανότατα νά ἄραξε καί στήν Σκάλα τῶν Βουρλῶν, ὁ διερμηνέας τους ἦταν ὁ Κων. Χατζερῆς, ἀδελφός τοῦ Μητροπολίτη Ἐφέσου. Τόσο ὁ διερμήνεας ὅσο καί ὁ ἀδελφός του ὁ Μητροπολίτης μαζί μέ τούς Βουρλιῶτες, ζήτησαν καί κατάφεραν νά πάρουν τήν ἄδεια τοῦ σουλτάνου νά ξαναχτίσουν τήν Παναγία τους. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι τήν ἴδια ἐνέργεια ἔκαναν καί οἱ κάτοικοι τῆς Σμύρνης καί πῆραν τήν ἄδεια νά φτιάξουν τήν περιβόητη Ἁγ. Φωτεινή. Καί οἱ δύο ναοί ἔχουν τήν ἴδια ἀρχιτεκτονική καί διακόσμηση.
Ἑβδομήντα χρόνια ἀργότερα, γύρω στά 1860 γίνονται προσθῆκες οἰκοδομικές στήν Παναγία καί χτίζεται ἕνα κτίριο στό δυτικό τμῆμα τοῦ περιβόλου τῆς ἐκκλησίας πού στεγάζει τά διαμερίσματα τοῦ ἀρχιερατικοῦ ἐπιτρόπου καθώς καί αἴθουσες καί γραφεῖα τῆς Δημογεροντίας.
Ἡ ἐκκλησία ἦταν τρίκλητη βασιλική χωρίς τροῦλο καί μέ ὕψος σχετικά χαμηλό. Ὁ τοῖχος τοῦ περιβόλου της ἦταν πολύ ψηλός, τόσο ὥστε νά μήν φαίνεται καθόλου ἀπό τόν δρόμο ἡ ἐκκλησία ὥστε νά μήν προκαλεῖ τούς Μουσουλμάνους. Μπαίνοντας στόν περίβολο κατεβαίναν δύο τρία σκαλοπάτια σέ μιά πρώτη αὐλή καί κατόπιν ἄλλα πέντε -ἕξη πρός τήν κυρία αὐλή μπροστά στό νάρθηκα. Ἀπό τό νάρθηκα πάλι μπαίνοντας στόν κυρίως ναό κατέβαιναν ἄλλο ἕνα σκαλοπάτι. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι αὐτό τό μάρμαρο ἀπό τήν πολύ χρήση ἦταν πολυφαγωμένο. Στόν νάρθηκα πού ἦταν ἀρκετά εὐρύχωρος, καί δίπλα στήν κεντρική εἴσοδο τοῦ ναοῦ βρισκόταν τό παγκάρι μέ τά κεριά. Πάνω ἀπό τόν νάρθηκα ἦταν ὀ γυναικωνίτης, κλεισμένος μέ καφασωτά τά ὁποῖα τά κατήργησαν μετά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ 1919.
Τό τέμπλο ἦταν ξύλινο, σκαλιστό μέ μεγάλη καλλιτεχνική ἀξία. Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Μηλιώρης πού ἔζησε καί θυμᾶται μέ λεπτομέρειες τά Βουρλά «Ἀλλά καί σέ μένα προσωπικά διατηρεῖται ζωηρότατη ἡ ἀνάμνηση ἑνός πυκνοῦ καί μέ ποικίλα σκαλίσματα, ἐπιβλητικοῦ καλλιτεχνήματος, μέ χωρίσματα τῶν εἰκόνων καί κολλόνες τό ἴδιο σκαλιστές, μέ κάτι σάν ὲξῶστες ἤ σάν κουβούκλια ἐπάνω καί ἀπό τίς τρεῖς θύρες τοῦ Ἱεροῦ. Ὑψωνόταν δέ τό εἰκονοστάσι αὐτό σχεδόν ὡς τήν ὀροφή τοῦ ναοῦ». Πολλές ἀπό τίς εἰκόνες τοῦ τέμπλου καί τῶν προσκυνηταριῶν ἦταν ἀσημομένες ἀπό τάματα. Ἐπίσης ὑπῆρχαν καί πολλά καντήλια βαριά, πολύφωτα, ἀσημένια, ἀφιερώματα εὐλαβῶν προσκυνητῶν. Ὑπῆρχαν ἐπίσης καί παλιές εἰκόνες.
Ἐκείνη πού πραγματικά ξεχώριζε ἦταν ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς «Παναγίας» πού βρισκόταν στό τέμπλο,ἀριστερά ἀπό τήν Ὡραία Πύλη τοῦ Ἱεροῦ, καί πού οἱ πιστοί ἀποκαλοῦσαν «Ἡ Χάρη της». Μέ τήν λέξη αὐτή οἱ Βουρλιῶτες ἐννοοῦσαν μόνο τήν εἰκόνα αὐτή τῆς Παναγίας καθώς καί τό πανηγύρι της. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, μέ τό Χριστό στό ἀριστερό χέρι, πράγματι φαινόταν πολύ παλιά. Μιά παράδοση λέει ὅτι εἶναι ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, ἄλλοι λένε ὅτι εἶναι ρωσικῆς τέχνης καί ὅτι εἶναι δῶρο τῆς Τσαρίνας Αἰκατερίνης τῆς Μεγάλης. Ὅπως θυμᾶται ὅμως ὁ Μηλιώρης δέν εἶχε χαρακτηριστικά ρωσικῆς τέχνης. Μπορεῖ νά εἶναι ἔργο τῆς Βυζαντινῆς περιόδου. Τό σίγουρο ἦταν ὅτι ἦταν εἰκόνα πολύ παλαιά πού μόλις ξεχώριζαν τά χαρακτηριστικά τῶν προσώπων τά ξέσκεπα ἀπό τά τάματα.
Οἱ Τοῦρκοι τήν ἀποκαλοῦσαν «Καρά Παναγιά», δηλ. Μαύρη Παναγιά καί γιά τό μαυρισμένο της πρόσωπο, στά τούρκικα καρά σημαίνει μαύρο, ἀλλά καί γιά τόν δυναμισμό καί τό ἐπιβλητικό πού ἐξέπεμπε. Τήν εὐλαβοῦνταν δέ καί πολύ καί τούς ἔκανε συχνά καί θαύματα. Ὅλη ἡ ἐπιφάνεια τῆς εἰκόνας ἦταν σκεπασμένη ἀπό ἀσῆμι καί χρυσάφι.Τά φωτοστέφανα ἦταν ἀπό χρυσό καί πολύτιμα πετράδια εἰδικά πάνω στό στέμμα τῆς Παναγίας ὑπῆρχαν δέκα διαμαντόπετρες. Στό κάτω μέρος τῆς εἰκόνας κρεμόταν ἕνα τόξο ἀπό χρυσά καί ἀσημένια τάματα.
Τήν Παναγία τήν ὀνόμαζαν «Ὁδηγήτρια» καί τήν γίορταζαν τόν δεκαπενταύγουστο. Στό πανηγύρι ἐρχόταν κόσμος ἀπό ὅλη τήν Ἀνατολή καί κατά τήν διάρκεια τοῦ πανηγυριοῦ γίνονταν καί ἱππικοί ἀγῶνες καί ταυρομαχίες ( οἱ ταυρομαχίες αὐτές δέν ἦταν σάν τίς ἰσπανικές ἀλλά ἀπλή πάλη μεταξύ δύο ταύρων).
Εἶναι χαρακτηριστικό σχετικό ἄρθρο στήν ἐφημερίδα «Εὐσέβεια»τῆς 22ας Αὑγούστου 1869: «Ἐκ διαφόρων μερῶν εἶχον μεταβεῖ αὐτόθι (στά Βουρλά) πλεῖστοι ὅσοι προσκυνηταί, ὥστε ἡ συρροή ἦτο μεγίστη. Ἡ πόλις τῶν Βρυούλων ὁλόκληρος ὡς καί τό ἐπίνειον αὐτῆς (ἡ Σκάλα), ἐφαίνοντο οἰονεί ξένη τις αἰφνιδία ἀποικία. Τό ἐσωτερικόν τοῦ ἑορτάζοντος ναοῦ, τά ἐντός τοῦ περιβόλου αὐτοῦ διάφορα δωμάτια, ἤ κελλία καί ὅλα τά πέριξ αὐτοῦ κατείχοντο ὑπό τοσούτου πλήθους, ὥστε καί ἄκων ἀνεμιμνήσκετό τις τήν τοῦ Σιλωάμ κολυμβήθραν….Τήν ἑπομένη τῆς ἑορτῆς ἡμέρα ἐγένετο συνήθης λιτανεία, προπορευομένων τῶν ἐξαπτερύγων καί ἑπομένων τῶν εἰκόνων ἀπό τοῦ ἑορτάζοντος ναοῦ μέχρι τοῦ ἑτέρου, τοῦ Ἁγ. Γεωργίου. Ταύτην συνόδευεν ἅπαν τό πλῆθος ἡγουμένων τοῦ Ἁγ. Ἐρυθρῶν καί τοῦ κλήρου. Καθ’ὄλον τό διάστημα τῆς περιοδείας ἵσταντο ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν οἱ τάς εἰκόνας φέροντες, ἵνα διέρχωνται ὑπ’ αὐτάς οἱ εὐλαβέστεροι τῶν χριστιανῶν ( ἔσκυβαν δηλ. οἱ πιστοί γιά νά περάσει ἀπό πάνω τους ἡ θαυματουργός εἰκόνα) καί περιτρίβωσιν ἐπί τῆς ὄψεως αὐτῶν μικρά τεμάχια βάμβακος, τά ὁποῖα ἐπίτηδες εἶχον προμηθευτεῖ, ὅπως τοῖς χρησιμεύωσιν ἐν τῶ μέλλοντι ὡς φυλακτήρια. Μετά τήν τελετήν ταύτην, ἐπανῆλθεν ἕκαστος εἰς τά ἴδια μέχρι τοῦ δειλινοῦ, ὅτε ἐπανελήφθη ἐπί τό σπουδαιότερον ἡ ταυρομαχία, ἥν ἐπηκολούθησαν ἁψιμαχία ἱππέων άρκούντως γεγυμνασμένων εἰς τό ρίπτειν τό ἀκόντιον καί ἐξασκεῖν τούς διαφόρους ἐλιγμούς, τάς στροφάς καί τάς κλίσεις τοῦ τακτικοῦ ἱππικοῦ…. Τοῦτο διήρκησε μέχρι τῆς ἑσπέρας, ὅτε διελύθη πλέον τό πλῆθος, ἐπανακάμψας εἰς τάς εὐθυμίας καί τούς χορούς. Ἐξ ὅλων τούτων, καταλήγει ἡ ἐφημερίδα, «ἡ πανήγυρις φαίνεται ὅλως θρησκευτική, ἀλλά δέν στερεῖται καί τῶν διασκεδάσεων ἐκείνων τῶν ἀναγομένων εἰς ἄλλους χρόνους πολύ προγενέστερους».
Πρέπει ἀκόμη νά ποῦμε γιά τήν ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῶν Βουρλῶν ὅτι διέθετε μεγάλη κινητή καί ἀκίνητη περιουσία. Σπίτια, μαγαζιά, ἀμπέλια, ἐλαιόδεντρα βρίσκονταν παντοῦ στά Βουρλά τά ὁποία ἦταν δωρεές ἀνθρώπων πού τά χάριζαν στήν ἐκκλησία νοιώθωντας ἔτσι ἀσφάλεια σέ τόσο δύσκολα χρόνια καί καταστάσεις πού ζοῦσαν.Τό μεγαλύτερο μέρος ἀπό τά ἔσοδα τά χρησιμοποιοῦσαν γιά τήν λειτουργία τῆς Ἀναξαγορείου Σχολῆς.
Ἀπό κινητή περιουσία ἀνεκτίμητης ἀξίας ἦταν κυρίως δύο κειμήλια. Τό πρῶτο ἦταν ἕνα ὕφασμα πού ἦταν ἕνα τεμάχιο ἀπό τό παραπέτασμα τῆς σκηνῆς τοῦ Μ. Ναπολέοντα. Τό κειμήλιο αὐτό ἄλλοι λέγανε ὅτι τό ἔφεραν ἀπό τήν Ρωσσία ἕλληνες καλόγεροι καί τό πρόσφεραν στήν Παναγία γιά κάλυμμα Ἁγ. Τράπεζας καί ἄλλοι ὅτι τό εἶχε ἀγοράσει γιά τάμα στήν Παναγία κάποιος στήν Αἴγυπτο. Τό ἄλλο κειμήλιο ἦταν ἕνα Εὐαγγέλλιο τοῦ 8ου ἤ 9ου αἰῶνα πάνω σέ μεμβράνη.
Τέλος μέσα στό περίβολο τῆς Παναγίας ὑπῆρχε μαζί μέ τήν κατοικία τοῦ Μητροπολίτη πού ἀναφέραμε πιό πάνω καί αἴθουσα δεξιώσεων, Δικαστηρίων, ληξιαρχείου κλπ καί ἀπό πάνω βρισκόταν τό καμπαναριό σχετικό μικρό μέ τέσσερις καμπάνες. Ὑπῆρχε σχέδιο νά φτιαχτεῖ μεγάλο μαρμάρινο κωδωνοστάσιο σάν τῆς Ἁγ. Φωτεινῆς κάτω ἀπό τήν στοά τοῦ ὁποίου θά περνοῦσε ἡ κυρία εἴσοδος τοῦ ἐξωτερικοῦ περιβόλου. Στήν ἐκκλησία τῆς Παναγίας λειτουργοῦσαν ἐκτός ἀπό τόν Ἀρχιερατικό Ἐπίτροπο τέσσερις ἀκόμη ἱερεῖς. Ὑπῆρχε μέχρι καί πυροσβεστική ἀντλία χειροκίνητη γιά περίπτωση πυρκαγιᾶς.
Ὅταν ὅμως ξέσπασε ἐκείνη ἡ τρομακτική πυρκαγιά τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1922 ὅπως μέ πόνο ὑπογραμμίζει ὁ Νίκος Μηλιώρης ἀπό αὐτά πού ἔζησε καί εἶδε καί ὁ ἴδιος «μαζί μέ τήν παλιά καί ἱστορική πόλη τῶν Βουρλῶν, παρανάλωμα στήν φωτιά τῆς Μεγάλης Καταστροφῆς, γίνηκαν καί ὁ Ναός καί τά κειμήλια καί ὅλοι οἱ θησαυροί καί ἀξίες τῆς Ἐκκλησίας».
Ὅσοι ἀπό τούς Βουρλιῶτες σώθηκαν ἀπό τήν σφαγή καί τήν φωτιά καί ἦρθαν στήν Ἑλλάδα πάντοτε μέ πόνο καί εὐγνωμοσύνη θυμοῦνταν τήν «Χάρη Της». Στό προσφυγικό συνοικισμό τῆς Καισαριανῆς ἔφτιαξαν ἐκκλησία πρός τιμή τῆς Παναγίας τῶν Βρυούλων ὅπου ἐκεῖ ὁ προσφυγικός σύλλογος «Ὁ Ἀναξαγόρας» καθιέρωσε τόν πανηγυρικό ἑορτασμό τῆς Παναγίας τόν δεκαπενταύγουστο. Ἐπίσης στή Νέα Φιλαδέλφεια ὅπου καί ἐκεῖ ὑπῆρχαν ἀρκετοί βουρλιῶτες, ἔκτισαν τόν ἱερό Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου «εἰς ἀνάμνησιν τῆς Παναγίας τῶν Βρυούλων», για να στεγάσουν τη θαυματουργή εικόνα Της, στην οποία τοποθετήθηκε ασημένιο κάλυμα ως ευγνωμοσύνη προς την Παναγία από μία Βουρλώτισσα η οποία πήρε κάποιο σεβαστό ποσό από το ταμείο ανταλλαξίμων μετά την καταστροφή. Ο Ναός αυτός είναι και ο Καθεδρικός της Μητρόπολης Νέας Φιλαδέλφειας.
Τό μοναστήρι «Παναγία τῶν Βρυούλων»
Το 1996 δημιουργήθηκε τό μοναστήρι «Παναγία τῶν Βρυούλων» μέ ἕδρα τήν Ἀθήνα, ἀπό τόν βουρλιώτικης καταγωγῆς π. Γαβριήλ Τσάφο, ἐφημέριο στό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέου πλ. Ἀμερικῆς (έναν ιστορικό ναό που δημιουργήθηκε από την Αγία Φιλοθέη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (16ος αι.) – σ’αυτό μαρτύρησε η Αγία Φιλοθέη στις 3 Οκτωβρίου 1588). Έξω από το ναό, στα δεξιά της εισόδου του, σώζεται η κολώνα, όπου η Αγία Φιλοθέη βασανίστηκε από τους Τούρκους. Το εκκλησάκι αναστηλώθηκε το 1942 από τον Αναστάσιο Ορλάνδο και αγιογραφήθηκε από τον ζωγράφο Φώτη Κόντογλου. Μὲ εὐλογία τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς ἱδρύθηκε τό μοναστήρι «Παναγία τῶν Βρυούλων» πολὺ κοντὰ στὸν Ἅγιο Ἀνδρέα (ὁδὸς Ἰβήρων 6-8-10), στὴν ἴδια περιοχὴ ποὺ ἤκμασε τὸ παλαιὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Φιλοθέης. Αποτελεί ένα Ορθόδοξο Μοναστήρι στήν καρδιά της Αθήνας, στα Πατήσια.
ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέου πλ. Ἀμερικῆς
Στα Πατήσια, την άλλοτε εξοχική περιοχή που αγάπησαν ιδιαίτερα οι παλιοί Αθηναίοι και έρχονταν για να κάνουν την ανοιξιάτικη βόλτα τους και την πρωτομαγιάτικη εκδρομή τους, στα Πατήσια με τους ολάνθιστους κήπους τους και τις ανθισμένες γαζίες, τα περιβόλια και τα τρεχούμενα νερά τους, στα Πατήσια τα σημερινά, με την πολύ γνωστή σε όλους μας οδό Φυλής και τα « σπίτια » της, τα παγκάκια που φιλοξενούν καθημερινά νέα παιδιά που αργοσβήνουν από τα ναρκωτικά, τους φοβισμένους στο βλέμμα και αμήχανους στην συμπεριφορά μετανάστες τους φερμένους από όλη την γη, στα σημερινά Πατήσια τα υποβαθμισμένα από το νέφος και την εγκατάλειψη, σ αυτά τα αφιλόξενα Πατήσια, σήμερα, μερικές νέες Μοναχές με τον Ιερέα τους, ξεκίνησαν να δημιουργήσουν ένα Μοναστήρι, πού η υπαρξή του είναι πλέον πραγματικότητα.
Το μοναστήρι είναι ανοιχτό με σκοπό τη διακονία του σημερινού κουρασμένου άνθρωπου, του νέου και της νέας, του φοιτητή, του εργαζόμενου και του συνταξιούχου, με την προσευχή και τις καθημερινές ακολουθίες.
Ἱερὸ Γυναικεῖο Ἡσυχαστήριο «Παναγία τῶν Βρυούλων» Ἰβήρων 6-10
Το Ἱερὸ Γυναικεῖο Ἡσυχαστήριο «Παναγία τῶν Βρυούλων» Ἰβήρων 6-10 στα Πατήσια.
Το Μετόχι του Ιερού Γυναικείου Ησυχαστηρίου «Παναγία τῶν Βρυούλων» βρίσκεται στο Μήλεσι Ωρωπού. Τό κεντρικό κλίτος τοῦ ἱεροῦ προσκυνήματος εἶναι ἀφιερωμένο στήν Παναγία τή Βουρλιώτισσα, πού εορταζόταν μέ μεγάλο πανηγύρι στίς 15 Αὐγουστου στά Βουρλά της Μικράς Ασίας. Τά δύο πλαϊνά κλίτη εἶναι ἀφιερωμένα τό μέν στό Νέο Ὁσιομάρτυρα Νεκτάριο, ἀπό τά Βουρλά, πού μαρτύρησε το 1820 καί γιορτάζει στίς 11 Ἰουλίου, τό δέ ἄλλο στό Νεομάρτυρα Μιχαήλ, τόν Βουρλιώτη, πού μαρτύρησε στήν Σμύρνη τό 1772, καί γιορτάζει στίς 16 Ἀπριλίου.